Στην αρχή οδηγήσαμε βόρεια, κοντά στα σύνορα με τη Ζιμπάμπουε. Ορεινά τοπία, γεμάτα δάση. Στην Μπουμαλάνγκα φτάσαμε στο Παράθυρο του Θεού κι είδαμε τον τόπο από ψηλά. Περάσαμε πόλεις με ονόματα όπως Πίτερσμπουργκ και Τζανήν και παντού τα πάντα ήταν ίδια. Οι αγορές με τα λαχανικά και τα ξεραμένα σκουλήκια, οι ξεφτισμένες πινακίδες, ο κόσμος στους δρόμους. Είδαμε χωριά και εγκαταστάσεις να εκτείνονται χιλιόμετρα πάνω στη γη και μαθητές να περπατάνε για ώρες να φτάσουν το σχολείο τους. Ανολοκλήρωτοι καταυλισμοί φαίνονταν σκονισμένοι κάτω από τον ήλιο, εγκαταστάσεις με μόνο τους προκάτ απόπατους στη θέση τους. Παρακάμπτοντας τη Σουαζιλάνδη και οδηγώντας κατά μήκος των Ντράκενσμπεργκ παρατήρησα πωλητές στους δρόμους, να κάθονται υπομονετικά σε καφάσια προκειμένου να πουλήσουν λίγους ανανάδες σε βιαστικούς οδηγούς.
Φτάνοντας στο Ντέρμπαν είδα την Αφρική του τουρίστα, τη φροντισμένη παραλία με τις καφετέριες, τις γριές να πουλάνε μπατίκ υφασματογραφίες, τους πιτσιρικάδες με τα ξυλόγλυπτα και τα χαϊμαλιά. Κι έπειτα, κατά μήκος της ανατολικής ακτής, όλα αυτά τα φτηνά πανδοχεία μέσα στη φύση, επανδρωμένα από μια γενιά χαμένων αναζητητών που πιστεύουν ότι ζουν ευτυχισμένοι καπνίζοντας ντάγκα και κάνοντας μπάνιο στον Ινδικό. Ακόμα κατά νότου, πέρα από το Ηστ Λόντον και μέχρι το Πορτ Ελίζαμπεθ, αυτές τις πόλεις με τις άτυπες διαχωριστικές γραμμές, ανάμεσα στον παράνομο καταυλισμό και την έρημη παραλία, ανάμεσα στους «παραδοσιακούς» χορούς με τις χάντρες και τα αστραφτερά χαμόγελα, και τις φλόγες που ανεβαίνουν από τους τενεκέδες τα βράδια.
Έπινα τον καφέ μου κι ένας γέρος με χαιρέτησε στα ζουλού.
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, είπα. Τι γίνεται;
- Καλά. Εσύ τι κάνεις;
- Καλά.
Τρελάθηκε. Άρχισε να φωνάζει, αυτός εδώ ο λευκός μιλά ζουλού, ελάτε να τον δείτε. Ηρέμησε του είπα, μιλώ πολύ λίγα, κι αυτό τον τυποποιημένο διάλογο τον ήξερα γιατί τον είχα ακούσει χίλιες φορές, σαμπονάνι, γιέμπο, ουντζάνι, σκόνα. Ηρέμησε κάπως. Κάποτε, στην αυλή του βασιλιά, η λέξη που σημαίνει μιλώ, ουκουκουλούμα, σήμαινε και ζητώ ακρόαση, μιλώ επίσημα και με ιερουργία. Τώρα φαντάζομαι πως δεν ισχύει. Μαζί με τους ανθρώπους, ξεπέφτουν κι οι λέξεις.
Επιστρέψαμε οδηγώντας βόρεια μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ. Διασχίσαμε την έρημη γη του Καρού, τη γεμάτη ανεμόμυλους με φτερά απ’ αλουμίνιο. Ποτέ δεν είχα δει τόσο ουρανό πάνω απ’ τη γη.
Φτάνοντας στο Ντέρμπαν είδα την Αφρική του τουρίστα, τη φροντισμένη παραλία με τις καφετέριες, τις γριές να πουλάνε μπατίκ υφασματογραφίες, τους πιτσιρικάδες με τα ξυλόγλυπτα και τα χαϊμαλιά. Κι έπειτα, κατά μήκος της ανατολικής ακτής, όλα αυτά τα φτηνά πανδοχεία μέσα στη φύση, επανδρωμένα από μια γενιά χαμένων αναζητητών που πιστεύουν ότι ζουν ευτυχισμένοι καπνίζοντας ντάγκα και κάνοντας μπάνιο στον Ινδικό. Ακόμα κατά νότου, πέρα από το Ηστ Λόντον και μέχρι το Πορτ Ελίζαμπεθ, αυτές τις πόλεις με τις άτυπες διαχωριστικές γραμμές, ανάμεσα στον παράνομο καταυλισμό και την έρημη παραλία, ανάμεσα στους «παραδοσιακούς» χορούς με τις χάντρες και τα αστραφτερά χαμόγελα, και τις φλόγες που ανεβαίνουν από τους τενεκέδες τα βράδια.
Έπινα τον καφέ μου κι ένας γέρος με χαιρέτησε στα ζουλού.
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, είπα. Τι γίνεται;
- Καλά. Εσύ τι κάνεις;
- Καλά.
Τρελάθηκε. Άρχισε να φωνάζει, αυτός εδώ ο λευκός μιλά ζουλού, ελάτε να τον δείτε. Ηρέμησε του είπα, μιλώ πολύ λίγα, κι αυτό τον τυποποιημένο διάλογο τον ήξερα γιατί τον είχα ακούσει χίλιες φορές, σαμπονάνι, γιέμπο, ουντζάνι, σκόνα. Ηρέμησε κάπως. Κάποτε, στην αυλή του βασιλιά, η λέξη που σημαίνει μιλώ, ουκουκουλούμα, σήμαινε και ζητώ ακρόαση, μιλώ επίσημα και με ιερουργία. Τώρα φαντάζομαι πως δεν ισχύει. Μαζί με τους ανθρώπους, ξεπέφτουν κι οι λέξεις.
Επιστρέψαμε οδηγώντας βόρεια μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ. Διασχίσαμε την έρημη γη του Καρού, τη γεμάτη ανεμόμυλους με φτερά απ’ αλουμίνιο. Ποτέ δεν είχα δει τόσο ουρανό πάνω απ’ τη γη.
1 comment:
Post a Comment