2012/01/02

Σαϊγκόν, Βιετνάμ



Περνώ απέναντι για να φωτογραφίσω την Όπερα και το Κοντινεντάλ και θυμάμαι τις σχετικές σκηνές από τον Ήσυχο Αμερικάνο του Γκρην και συνεκδοχικά την ταινία με τον Μάικλ “Είμαι Άγγλος, έχω συνήθειες” Κέην. Μια γριά στο πεζοδρόμιο πουλάει το βιβλίο, παρέα με διάφορα ταξιδιωτικά του Λόνλυ Πλάνετ, αλλά αντιστέκομαι. Έχω αποφασίσει να το αγοράσω μόνο αν το βρω σε πάγκο παρέα με τις Βιρμανέζικες Μέρες του Όργουελ.




Η Σαϊγκόν έχει εκατομμύρια μηχανάκια, προπαγανδιστικά πόστερς και εικονίσματα του Θείου Χο. Έχει νεοκλασσικά χτίσματα και ημιερειπωμένα αποικιοκρατικά πολύστυλα, ανάκατα με ουρανοξύστες. Ο καθεδρικός της Νοτρ Νταμ είναι απέναντι από το Κεντρικό Ταχυδρομείο, σχεδιασμένο από τον ίδιο το Γουστάβο Άιφελ. Μπαίνοντας με πιάνει μια πηχτή νοσταλγία και μια ανάλαφρη θλίψη. Σε δέκα χρόνια η πόλη θα είναι σαν τις κινέζικες και σε τριάντα σαν τη Σιγκαπούρη. Sic transit gloria.








Στο Παλάτι της Ανεξαρτησίας, ανεβαίνω στην οροφή, παίρνω μια μπύρα για ένα δολλάριο και κοιτάζω τις πύλες που έριξε το τεθωρακισμένο τον Απρίλη του 75, θυμάμαι τις διάφορες διάσημες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έχω δει κατά καιρούς κι εξιστορούν την πτώση της Σαϊγκόν και την εκκένωση των τελευταίων αμερικάνων με ελικόπτερα. Τα σοβιετικά τανκς στον περίβολο σαπίζουν, ρέπλικες πολεμικής ιστορίας δίπλα σε δέντρα με τεράστιες ρίζες. Από ψηλά θαυμάζω τις φαρδιές λεωφόρους γαλλικού σχεδιασμού, και συλλογίζομαι την εκπολιτιστική προσπάθεια των Γάλλων - καφέδες και μπαγγέτες παντού.





Αφιερώνομαι στις φτηνές μπύρες, σαιγκόν, ανόι, 333, και περιφέρομαι στους ναούς της πόλης: υαλογραφίες, φάτνες και σαρκοφάγοι με βιετ και γαλλικές επιγραφές κι ανάγλυφα αναθέματα. Τα πολυκαταστήματα έχουν φτηνή και κακόγουστη χριστουγενιάτικη διακόσμηση και όλοι, ντόπιοι και τουρίστες φωτογραφίζομαι μπροστά σε πλαστικούς αγιοβασίληδες και πράσινες γιρλάντες.






Στο Εθνικό Μουσείο περιφέρομαι σε αίθουσες με εκθέματα νίκης, όπλα κι εφημερίδες και φωτογραφίες. Στον περίβολο είναι αραγμένα αεροπλάνα και ελικόπτερα ανάμεσα σε κορινθιακούς κίονες, δέντρα κι αετώματα. Πως να περιγράψει κανείς αυτό το πηχτό, ηλιόλουστο απόγεμα στο τέρμα της ιστορίας: Ένας κηπουρός ποτίζει φορώντας κράνος πεζικάριου, κήποι, γαλλαρίες, ανοιχτές πόρτες και παράθυρα και απέξω, ο ατελείωτος βόμβος από εκαταμμύρια μηχανές που δεν σταματούν ποτέ να κινούνται, μια συνεχής ροή που κυλάει αντικαθρεφτίζοντας τη νωχελική ροή του ποταμού.


Στο Ματζέστικ, το χριστουγενιάτικο σόου ξεκινάει με φλαμένγκο και συνεχίζει με φιλιπινέζικη μπάντα. Η τραγουδίστρια, τραμπαλιζόμενη επικίνδυνα πάνω στα τεράστια τακούνια της, και με τα βυζιά να ασφυκτιούν κάτω από το στενότατο φόρεμα αυτή την τροπική νύχτα, τραγουδάει την πιο ερεθιστική βερσιόν της Άγιας Νύχτας πούχουν ακούσει τα ορθόδοξα αφτιά μου. Συνεχίζω με κρασί και μπύρα και μπουφέδες. Το σόου κλείνει πριν τα μεσάνυχτα: μια χορέφτρια παίζει με δυο αναμένα δαδιά, τα τρίβει στα γυμνά σημεία του κορμιού της και τα σβήνει μέσα στο στόμα της, πάνω στην υγρή γλώσσα, μέσα στα κατακόκκινα χείλη.





Στο παζάρι βρίσκω καφέ, κρέατα, κρασιά, λικέρ και διάφορα ρούχα. Τα κικλιδώματα είναι βαμμένα λεφκά στα στενά μπαλκόνια, κρεμιέται ένας τύπος με το τσιγάρο στο στόμα και μπανίζει από κάτω τον πάγκο με τα φρούτα. Πανάρχαιες σκεβρωμένες γριές φοράνε τριγωνικά καπέλα από μπαμπού. Χάνω τον ειρμό μου, μου συμβαίνει συχνά στη νότια ασία, πολύ μπύρα, λίγο νερό, ανάστατος ύπνος και βιασύνη..το παλιό δημαρχείο μετονομάστηκε Μέγαρο της Λαικής Επιτροπής και δεν είναι ανοιχτό για το κοινό. Γερανοί πιο δίπλα και παντού στα πεζοδρόμια βλέπω ζωντανά κοκόρια, δεμένα με σπάγγο σε πέτρες . Σημάδια καλοτυχίας; Μάλλον. Λεμόνια, μέντα και κορίανδρος στις σούπες.









Το πολεμικό μουσείο είναι μουσείο των αναμνήσεων του πολέμου με Γάλλους και Αμερικάνους και κυρίως της κληροδοτημένης φρίκης των αεροψεκασμών που έφεραν ατέλειωτη μιζέρια σε δυο γενιές, με τερατογενήσεις και παραμορφώσεις. Βγαίνοντας, βρίσκει κανείς ρέπλικες κελιά του καθεστώτος του Νοτίου Βιεντάμ. Συλλογίζομαι τον εκρηχτικό ενθουσιασμό με τον οποίο βασανίζονταν και σκοτώνονταν κουμουνιστές αντάρτες και αγκιτάτορες: στη Σαϊγκόν και στα νησιά του νότου έγιναν οι τελευταίες καρατομήσεις με τη λαιμημότο - η γκιλοτίνα σύριξε το τελευταίο της τραγούδι στο Βιετνάμ το 1960, πολύ αργότερα απόταν είχε σωπήσει στην Ευρώπη.





Τα τούνελς του Κου Τσι βρίσκονται 70 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, σήραγγες σε τρια επίπεδα που βομβαρδίστηκαν πολλές φορές αλλά δεν καταστράφηκαν. Οι Αμερικάνοι έστελναν τους Αρουραίους των Τούνελ, κυρίως Ταϋλανδούς συμμάχους στον πόλεμο, με πιστόλια και χειροβομβίδες να καθαρίσουνε τις σήραγγες. Πολλές ήταν αδιέξοδες ανθρωποπαγίδες, με ξιφολόγχες και παγιδευμένα εκρηχτικά στο βάθος. Δύσκολες δουλειές, κλειστοφοβικές και αγχωτικές υποθέσεις, αρχίδια από τιτάνιο. Σύρθηκα σε μερικές απαυτές, χώθηκα και φωτογραφίστηκα σε τρύπες που δεν πίστευα ότι θα χωρέσω. Σκαρφάλωσα σε μερικά απαρχαιωμένα τανκς και έμαθα πως φτιάχνουνε κοριοζούμι από ρύζι. Ύστερα πήγα στο πεδίο βολής που έχει στήσει ο βιετναμέζικος στρατός κι εξυπηρετεί τους τουρίστες, 17 δολλάρια οι 10 σφαίρες. Έριξα με αρρύθμιστο ΑΚ47, δεν βρήκα στόχο και συνεκδοχικά δεν κέρδισα κάποιο τασάκι σουβενίρ ή πόλο μπλουζάκι.





Περπατάω τη νύχτα στη φωτισμένη πόλη και περνάω μπαρ και μασατζίδικα και χόστες και στο τέλος καταλήγω σε μπιεργκάρντεν. Πίνω, πίνω, παλέβω μαυτά πούχω μέσα μου και παρατηρώ τη μπάντα: κιθάρες και σαξόφωνα, και ξαφνικά μια παλιά μελωδία που είχα ακούσει κοντά είκοσι χρόνια πριν και έχω ξεχάσει. Ρωτάω, ο τύπος με την κοτσίδα μου δίνει λάθος τίτλο και με ρωτά αν είμαι ανατολικοευρωπαίος. Σχεδόν, απαντάω και όπως κατρακυλάω στο ξενοδοχείο μου, διάφορες κολούδες προσπαθούν να με σύρουν μέσα σε σκάλες και κακοφωτισμένες προσώψεις. Τα φώτα ιριδίζουν και η ατέλειωτη ροή από τις εκατονεικοσπεντάρες χόντες είναι σαν παρέλαση δίχως τέλος.