2019/01/16

Μπουχάρα: το Μπουντρούμι του Ζιντάν / Η μοίρα του Συνταγματάρχη Στόνταρτ και του Λοχαγού Κόνολυ



Ο Ραούφ κι εγώ περπατάμε μέχρι το Ζιντάν, περίπου διακόσια μέτρα βορειοδυτικά του Φρουρίου της Μπουχάρας. Στην αρχαία φυλακή εξέτιαν την ποινή τους οι οφειλέτες κι όσοι άτυχοι απέτυχαν να εκπληρώσουν με συνέπεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ανεβαίνουμε τη σκάλα και περνάμε την τοξοτή είσοδο στο πέτρινο τείχος. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ρώσος φωτογράφος Προκούντιν-Γκόρσκι ήρθε στη Μπουχάρα και φωτογράφισε τη φυλακή. Κοιτάζω τις καδραρισμένες φωτογραφίες του έξω από τα κελιά και τους πνιγμένους από ανία δεσμοφύλακες και τους φυλακισμένους πίσω από τα κάγγελα και τους συγγενείς που τους επισκέπτονται. Ο Ραούφ μου αφηγείται την παράδοξη ιστορία ενός γέρου κρατούμενου που πέθανε μετά από δεκαετίες στο Ζιντάν. Μην έχοντας που αλλού να ταφεί, η σαρκοφάγος του κοσμεί τις οχυρώσεις της φυλακής για πάντα. Φωτογραφίζω τον τούβλινο τάφο και συνεχίζω την περιήγηση.


Οι χειρότεροι εγκληματίες [ή αυτοί που ενόχλησαν ιδιαίτερα τις αρχές του Εμιράτου] ρίχνονταν στο υπόγειο μπουντρούμι μέχρι να σαπίσουν στο παγωμένο σκοτάδι. Τους κατέβαζαν με σκοινιά στη σκουληκότρυπα κι ύστερα σφάλιζαν το άνοιγμα στην οροφή. Οι φύλακες του έλουζαν με σκατά, ούρα, σκαθάρια και σκορπιούς που έριχναν ανάμεσα από τις γρίλιες. Στο μπουντρούμι του Ζιντάν παίχτηκε το δράμα του Στόνταρτ και του Κόνολυ. 

Ο Ραούφ εξιστορεί:




«Ο Συνταγματάρχης Στόνταρτ έφτασε έφιππος στη Μπουχάρα κι έφιππος ανέβηκε τη ράμπα του Φρουρίου. Πάνω στη σέλα του αλόγου του απεύθυνε χαιρετισμό στον Εμίρη, μπροστά στον βασιλικό περίβολο. Προσβεβλημένος ο Εμίρης διέταξε τη σύλληψη του Βρετανού αξιωματικού και τον έριξε στη σκουληκότρυπα του Ζιντάν.»

Λέω του Ραούφ ότι η αντίδραση του Εμίρη ήταν ελαφρώς υπερβολική. Αλλά ο οδηγός μου συνεχίζει:

«Δεν ήταν μόνο η πρώτη εντύπωση. Τα έγγραφα του Στόνταρτ ήσαν προβληματικά, πουθενά δεν τον ανέφεραν σαν Εγγλέζο, μόνο πως υπηρετούσε στην Ινδία. Στα μάτια του Εμίρη τα χαρτιά του Στόνταρτ ήσαν σαν πλαστό διαβατήριο. Κι ενώ κανείς δεν τον υποχρέωνε, ο Εμίρης έγραψε στη βασίλισσα Βικτωρία ζητώντας επεξηγήσεις γιαυτή την υπόθεση. Αλλά η βασίλισσα δεν έστειλε απάντηση




Σύμφωνα με το Ραούφ ο Κόνολυ, Λοχαγός  του Ιππικού στην υπηρεσία της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, παίζει παρόμοιο ρόλο στην όλη ιστορία. Κατέφθασε λίγο αργότερα απτον Στόνταρτ, κατόρθωσε με τη σειρά του να προσβάλει τον Εμίρη εκ νέου και τιμωρήθηκε αναλόγως.

Τελικά, μου λέει ο Ραούφ, οι δυο Βρετανοί κρατούμενοι οδηγήθηκαν από τη φυλακή στην πλατεία που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του Φρουρίου και εκτελέστηκαν. Στο νου μου παίζω τη σκηνή, βλέπω τους λιπόσαρκους μα περήφανους αξιωματικούς – ο Στόνταρτ σύμφωνα με την παράδοση πέθανε βρίζοντας τον Εμίρη – τα πλήθη σε παροξυσμό να ζητάνε αίμα, τη σπάθα του δημίου να πέφτει στο λαιμό του Συνταγματάρχη, και την ατάραχη φυσιογνωμία του Νασράλα Χαν.

Γυρίζω τους δείχτες του ρολογιού. Στην πραγματικότητα το δράμα εκτυλίχθηκε ως εξής. 




Ο συνταγματάρχης Στόνταρτ αφίχθη στη Μπουχάρα το 1838. Αφορμή για την αποστολή τούτη ήταν η απελευθέρωση των Ρώσων σκλάβων του Εμιράτου αλλά ο βασικός της στόχος ήταν η δημιουργία συμμαχίας με τον Εμίρη απέναντι στα ρωσικά συμφέροντα. Η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε κινήσει σε μια μεγάλη πολιτική και στρατιωτική περιπέτεια στην Κεντρική Ασία σκοπεύοντας να διευρύνει τη σφαίρα της επιρροής της, προκειμένου είτε να επεκταθεί, είτε τουλάχιστον να διασφαλίσει τα εδάφη της στην Ινδική χερσόνησο. Αντιστοίχως, οι Ρώσοι ήθελαν να φέρουν όλα τα χανάτα κι εμιράτα της ευρύτερης περιοχής μέσα στην περιφέρεια της δικής τους αυτοκρατορίας. Βρετανοί και Ρώσοι είχαν δημιουργήσει ένα τεράστο δίχτυο κατασκόπων που δρούσε από την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Πεκίνο κι ο ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στη Βικτωρία και τον Τσάρο έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το Μεγάλο Παιγνίδι. Ο Στόνταντ κι ο Κόνολυ ήσαν αναμφίβολα κατάσκοποι αλλά στην ουσία θυσιάστηκαν ως άτυχα πιόνια στη γεωπολιτική σκακιέρα του καιρού τους. 



Τι να σκεφτόταν άραγε ο Στόνταρτ καθώς το άλογό του κάλπαζε στην αρχαία καστροπολιτεία; Ερχόταν μόνος κι άγνωστος στην αυλή ενός αφανούς περιφεριακού ηγεμόνα, σένα μικρό και παρηκμασμένο εμιράτο. Μπορεί να μην ήταν παρά ένας μυστικός πράκτορας αλλά στο νού του θαντιπροσώπευε την ισχύ και τη δόξα του βρετανικού στέμματος. Κατά πάσα πιθανότητα δε σκεφτόταν διαδικαστικά και λεπτότητες. Ακόμα κιαν ήθελε να μάθει, ποιός θα είχε βρεθεί να του υποδείξει τα εθιμοτυπικά του Εμιράτου της Μπουχάρας;

Ο Χάνος Νασρουλάχ δεν ήταν χαζός αλλά φαντάζομαι πως πρώτα διασκέδασε ύστερα μπερδεύτηκε και στο τέλος εξοργίστηκε με την άγνοια και την αλαζονεία του Στόνταρτ. Φαντάσου. Ένας μόνος καβαλάρης φτάνει στην αυλή του ισχυριζόμενος πως αντιπροσωπεύει μια μεγάλη αλλά μακρινή αυτοκρατορία. Έρχεται ασυνόδευτος, χωρίς φρουρά και με αμφίβολα διαπιστευτήρια. Αγνοεί τα έθιμα και κοιτάζει το Νασρουλάχ κατάματα από τη σέλα του αλόγου του. Σε τελική ανάλυση ο Εμίρης διαλέγει τη συμβιβαστική λύση και τον συλλαμβάνει μέχρι να ξεκαθαρίσει η υπόθεση. Στέλνει επιστολές στη Βασίλισσα της Αγγλίας αλλά δε λαμβάνει απάντηση. Περνάνε ένα, δύο, τρία χρόνια. Οι Βρετανία εμπλέκεται σε καταστροφικές περιπέτειες σε Κίνα και Αφγανιστάν.

Ο Στόνταρτ υπομένει στο μπουντρούμι του Ζιντάν. Και μια μέρα, ως εκ θαύματος, του δίνεται η επιλογή: ν’αλλαξοπιστήσει και ν’ασπαστεί το Ισλάμ ή να χάσει το κεφάλι του. Ο συνταγματάρχης γίνεται μουσουλμάνος και τίθεται σε κατ’οίκον περιορισμό. Τα πράγματα δείχνουν καλύτερα.

1841.

Ο Κόνολυ φτάνει στη Μπουχάρα. Κατάσκοπος. Λοχαγός στο Ελαφρύ Ιππικό της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Ιρλανδός προτεστάντης και φανατικός προσηλυτιστής και πιθανότατα ο πλέον ακατάλληλος άντρας για τη διάσωση του Συνταγματάρχη Στόνταρτ. Φαντάζομαι την οργή του Νασρουλάχ. Τρία χρόνια περιμένει απάντηση από τη Βικτωρία. Γνωρίζει πως οι Άγγλοι τα έχουν σκατώσει στο Αφγανιστάν κι έχουν ξεκινήσει τον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου στην Κίνα. Δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι οι δυο Βρετανοί αξιωματικοί είναι κατάσκοποι. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά ο Λοχαγός πάει να τον ευαγγελίσει, τον ηγεμόνα ενός περήφανα συντηρητικού ισλαμικού εμιράτου που ακολουθεί τη Σαρία και φυλακίζει τους πολίτες που δεν σηκώνονται να πουν την προσευχή τους το πρωί!


Αναπόφευκτα ο Κόνολυ φυλακίζεται κι ένα χρόνο αργότερα ο Εμίρης διαπιστώνει πως η υπομονή του έχει εξαντληθεί. Οι δυο Βρετανοί εκτελούνται δι αποκεφαλισμού μπροστά στο φρούριο. Τα νέα φτάνουν στο Λονδίνο και οι Βρετανοί πολίτες ζητούν εκδίκηση αλλά η Αυτοκρατορία έχει άλλες προτεραιότητες το σκοτεινό 1842.

Δεκάδες χρόνια περνούν κι οι Ρώσοι επιτυγχάνουν εκεί που οι Βρετανοί απέτυχαν. Τα εμιράτα και τα χανάτα της Κεντρικής Ασίας πέφτουν και καταπίνονται από τη Ρωσική Αυτοκρατορία αρχικά κι από τη Σοβιετική Ένωση αργότερα. Τι θάχε άραγε συμβεί αν ο Στόνταρτ κι ο Κόνολυ είχαν κερδίσει αρχικά την εύνοια κι έπειτα τη συμμαχία του Νασρουλάχ; Θάχε άραγε ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση  που θα οδηγούσε στην κατάκτηση ολόκληρου του Δρόμου του Μεταξιού από τους Άγγλους;


Πληρώνω το Ραούφ τα συμφωνημένα. Μου δείχνει ένα αρχαίο καλντερίμι που με οδηγεί γραμμή στο Μεγάλο Μιναρέ.

2019/01/11

Το βυθισμένο Τζαμί | Το Φρούριο της Μπουχάρας







Στέκομαι και κοιτάζω το τζαμί στο πρωινό κρύο. Το Μαγκόκι Αττάρι είναι το αρχαιότερο χτίσμα της Μπουχάρας. Ξέφυγε της οργής των Μογγόλων και της μεγάλης πυργακιάς που ακολούθησε την εισβολή του Τεμουτζίν. Ο Αλ-Ναρσακί γράφει για το τζαμί τούτο στην Ιστορία της Μπουχάρας στα μισά του δέκατου αιώνα και εξηγεί πως χτίστηκε στα ερείπεια ενός αρχαιότερου ναού και πως το απεκάλεσαν Μαγκοκ, πάει να πει, ‘στο λάκκο’. Το Μαγκόκι Αττάρι βρίσκεται ημιβυθισμένο – χίλια χρόνια πριν, όταν έγραφε ο Ναρσακί, το έδαφος είχε ήδη υποχωρήσει. Πριν την αραβική εισβολή στον ίδιο χώρο δέσποζε ένας Ζοροαστρικός ναός και παραδίπλα υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στη Σελήνη. Μυρωδικά και μπαχάρια πωλούνταν στο παζάρι έξω από τους ναούς. Αλλά αυτές είναι αρχαίες υποθέσεις. Το τζαμί έχει επεκταθεί κι αναστηλωθεί πολλές φορές, ξεκινώντας από τον 12ο αιώνα μέχρι τις τελευταίες εργασίες το 1930. Δε λειτουργεί πια σα λατρευτικός χώρος αλλά σα μουσείο αφιερωμένο στην υφαντουργική χαλιών. Κοιτάζω τα διάφορα κιλίμια που αντιπροσωπεύουν διάφορες Ασιάτικες τεχνοτροπίες και συνειδητοποιώ την κτηνώδη μου άγνοια. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για τεχνικές ύφανσης, χρωματισμούς, και διακοσμητικά μοτίβα. Μου είναι αδύνατο να ξεχωρίσω ανάμεσα σε αζέρικα, πέρσικα ή ουζμπέκικα χαλιά. Βγαίνω και τραβάω γραμμή για του Φρούριο, περνώντας και πάλι την πλατεία του Πόι Καλάν.





Μια αστυνομικός της τουριστικής αστυνομίας με την πράσινη στολή στέκεται χαριτωμένη κι αξιαγάπητη κάτω από τον Πύργο της Σιωπής. Αμέσως μαγνητίζομαι και τη φωτογραφίζω. Παίρνω μια τελευταία φωτογραφία του εξαιρετικού μοντέλου μου καθώς περνά μπροστά απτο Ιγουάν του Καλάν  Τζαμιού και συνεχίζω την πορεία μου προς τη μεγάλη Κιβωτό της Μπουχάρας.



Το φρούριο είναι πελώριο, ολόκληρη τειχισμένη καστροπολιτεία. Δεσπόζει στην όαση της Μπουχάρας τουλάχιστον χίλια πεντακόσια χρόνια. Από τον 5ο αιώνα και μετέπειτα η Κιβωτός υπήρξε η έδρα των Εμίρηδων της Μπουχάρας μέχρι που οι Ρώσοι εισέβαλαν το 1920 και ο Εμίρης Αλίμ Χαν είτε εκδιώχτηκε είτε αυτοεξορίστηκε στο Αφγανιστάν όπου και πέθανε το 1944. Ο μπολσεβίκος στρατηγός Φρούνζε διέταξε το βομβαρδισμό του κάστρου και ερείπωσε μεγάλο τμήμα του. Ωστόσο κυκλοφορεί η φήμη πως ο ίδιος ο Αλίμ Χαν διέταξε την κατεδάφιση του φρουρίου προκειμένου να μην πέσει στους Κόκκινους και κυρίως προκειμένου να μη βεβηλώσουν οι μπολσεβίκοι το χαρέμι του. Σε κάθε περίπτωση αυτή ήταν η έκτη και τελευταία φορά που η Κιβωτός έπεσε σε χέρια εχθρικά. Το εικοσάμετρο τείχος δεν προστάτεψε την πολιτεία.



Τριγυρίζω την περιφέρεια του φρουρίου και παρατηρώ τις διάφορες ενισχύσεις κι αναβαθμίσεις στις οχυρώσεις. Παρητηρώ με αρκετή δυσθυμία πως έχει στηθεί χριστουγενιάτικο δέντρο και διάφορα πανηγυρτζίδικα φουσκωτά για τα πιτσιρίκια στη βάση του τείχους στη νοτιοανατολική πλευρά. Δίπλα στη ράμπα που οδηγεί στην κεντρική είδοδο του φρουρίου, ένας Ουζμπέκος πρεσβύτερος έχει δέσει τη βακτριανή καμήλα του, ένα ήρεμο μα φιμωμένο τριχωτό χτήνος.


Ανεβαίνω τη ράμπα, εισέρχομαι στο φρούριο, κόβω εισητήριο. Καθώς συλλογίζομαι τι να πρωτοδώ με πλησιάζει ένας χλωμός άντρας με μαύρο παλτό και κασκέτο και με ρωτά αν χρειάζομαι οδηγό που μιλά εγγλέζικα. Γιατί όχι, σκέφτομαι, και προσλαμβάνω το Ραούφ να μου δείξει το κάστρο για δυόμισυ δολλάρια. Με πληροφορεί πως έχει σπουδάσει Ιστορία του Πολιτισμού και μυρίζω τη φτώχεια στην ανάσα του. Με οδηγεί γραμμή στο Τζούμα Τζαμί του οποίου οι σκαλιστοί κίονες είναι φτιαγμένοι από μαύρη οξυά Σαμαρκάνδης. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται εξαίρετα χειρόγραφα του Κορανιού με φανταστικές καλλιγραφίες. Ο Ραούφ μου εξηγεί πως οι πολιτιστικοί θησαυροί του φρουρίου της Μπουχάρας ήσαν ανέκαθεν μαγνήτες για τους μουσουλμάνους προσκηνητές και διανοούμενους που επισκέπτονταν το Εμιράτο. Μου καταλογογραφεί ονόματα που δεν έχω ξανακούσει και που με θλίψη κατανοώ πως δεν πρόκειται να ξαναθυμηθώ, καλλιτέχνες, σοφούς κι αγίους που ήρθαν από την Περσία και την αραβική έρημο, από την Κίνα και τις εσχατιές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο δεν έχω ακόμα εκβαρβαριστεί τελείως: γνωρίζω τουλάχιστον δυο μεσαιωνικούς προσκηνητές στην Κιβωτό, τον Ομάρ Καγιάμ και τον μεγάλο Αβικένα, ο οποίος έγραψε για τη βιβλιοθήκη του φρουρίου που δυστυχώς καταστράφηκε σαν άλλη Αλεξάνδρεια.





Στην περίβολο έξω από το παλάτι οι κυβερνήτες της Μπουχάρας δέχονταν απεσταλμένους από άλλα βασίλεια κι επίσημες αντιπροσωπείες. Σήμερα μπορεί κανείς να καθίσει πάνω στη ρέπλικα του θρόνου, να βάλει ψεύτικο κράνος και να κρατήσει ένα γιαταγάνι από αλουμίνιο και να παραστήσει τον Εμίρη. Θλίψη.


Κέρματα, κεραμικά, ρούχα. Η επίσημη φορεσιά του Αλίμ Χάν σε μια γυάλινη προθήκη. Ο τελευταίος εμίρης δεν ήταν αδύνατος. Σωματώδης, λέω του Ραουφ. Ναι, ναι, συμφωνεί, ήταν χοντρός ο εμίρης. Παρατηρητήρια και σταύλοι. Η ώρα ξοδεύεται. Έχω ακόμα πολλά να δω. 

2019/01/07

Μπουχάρα: Πόι Καλάν





Παρασυρμένος απτην ακαταμάχητη έλξη του μεγάλου μιναρέ φτάνω στο Πόι Καλάν. Πύργος θανάτου, πύργος σιωπής. Υψωμένος κατά τη βασιλεία του Αρσλαν Χαν, ο μεγάλος μιναρές της Μπουχάρας εντυπωσίασε τον Τζένγκις Χαν και δεν ισοπεδώθηκε. Συνεκδοχικά γλίτωσε σαν από θαύμα απτη μεγάλη πυρκαγιά που απανθράκωσε την πόλη μετά την εισβολή των Μογγόλων το 1220. Ο μουεζίνης, σκέφτομαι, θανέβαινε το ελικοειδές κλιμακοστάσιο μέχρι τη ροτόντα στην κορφή και θα καλούσε τους πιστούς σε προχευχή.  Σε άλλες δύσκολες εποχές ο βιγλάτορας θανέβαινε το μιναρέ και θα ατένιζε ένα γύρω για έφιππους εχθρούς. Μέχρι το ρωσικό εμφύλιο διάφοροι άτυχοι εκπαραθυρώνονταν από την κορυφή. Ίσως ένας άλλος τούβλινος πύργος στη θέση του μιναρέ τούτου, αιώνες πριν ο Μωάμεθ γεννηθεί στις ερήμους του νότου, ήταν ταφικός πύργος των Ζωροαστριστών. Ξανακοιτάζω την τοξωτή κορωνίδα με τα δεκαέξι ανοίγματα. Θυμίζει κερήθρα ή σταλακτίτη. Κοιτάζω τα αφηρημένα και γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα και την αραβική επιγραφή. Παρατηρώ πως στα δέκα μέτρα υπάρχει άνοιγμα που συνδέει το μιναρέ με τους εξωτερικούς τοίχους του τζαμιού. Αλλά αυτή η είσοδος μου είναι σφαλιστή.  







Ελάχιστοι επισκέπτες περπατάνε στην πλατεία. Στη μια μερια το Καλάν Τζαμί, στην άλλη το Μίρι Αράμπ, το μοναδικό μαδράσα στη Μπουχάρα που συνεχίζει να λειτουργεί ως μουσουλμάνικο σχολείο. Ως εκτούτου μου απαγορεύεται η είσοδος. Αλλά οι θύρες του Καλάν Τζαμιού είναι ορθάνοιχτες και το ιγουάν, η σκεπασμένη με ψηφιδωτά πύλη αστράφτει. Ο ήλιος παίζει με το θόλο του τζαμιού. Ο περίβολος κυκλώνεται από τεράστιες γαλλαρίες. Στη μέση, ένα κατάμονο δέντρο. Μια χούφτα ινδονήσιοι τουρίστες, οι πρώτοι που εντοπίζω στη Μπουχάρα, φωτογραφίζονται χαρούμενοι. Ύστερα φεύγουν. Βγαίνω και γω. Δυο αστυνόμοι στην πλατεία, ένας τύπος που σέρνει ένα τραγί για σφάξιμο. Οδηγοί δίπλα στα φορτηγά τους.






Γυρίζω στο πανδοχείο για λίγο, ξαναβγαίνω, τρώω μια ρώσικη σαλάτα και παραγγέλνω μια κρεατόσουπα να ζεσταθώ. Πηγαίνω και πάλι στο Καλάν. Έχει σκοτεινιάσει και το σύμπλεγμα φωταγωγείται. Πόσα χρόνια ψυχή μου ονειρεύτηκα το μέρος τούτο; Πόσο θάθελα να κοιμηθώ και να ξυπνήσω στη σκιά του πύργου αυτού, πόσο λαχτάρησα να βρω το σπίτι μου σε τούτο το πανάρχαιο παραμύθι! Παράξενη νοσταλγία στο στοιχειωμένο μυαλό μου. Θα ξανάρθω, σκέφτομαι. Θα ξανάρθω μια άλλη παγωμένη νύχτα, θα κατεβώ από ένα άλλο τρένο, θα ξανάρθω...












 Δε θα γυρίσω και το ξέρω. Κι η νοσταλγία τούτη θα πνίξει τα χρόνια μου.






Mπουχάρα: Λιούμπι Χαούζ, Ναδίρ Διβανμπεκί, Αμπντουλαζίζ Χαν, Ουλουγκ Μπεκ







Μπουχάρα: θαύμα των Ιρανών Σαμανίδων, φάρος σοφίας κι εμπορίου, Ισλαμική πρωτεύουσα της Κεντρικής Ασίας. Ισοπεδωμένη κι απανθρακωμένη από τον μεγάλο Τεμουτζίν, χτισμένη εκ νέου και στολισμένη με τζαμιά, πύργους και μουσουλμάνικα σχολεία, παρηκμασμένη πολιτεία αφότου ο Ταμερλάνος μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στη Σαμαρκάνδη. Μπουχάρα: αρχαίο εμιράτο διαλυμένο από τους Μπολσεβίκους, παραμύθι του Νουρεντίν.


Μπουχάρα.




Μένω στο πανδοχείο του Κομίλ, στο παλιό γκέτο. Η εβραίοι της Μπουχάρας, εκατοντάδες οικογένειες, μετανάστεψαν αφού η πόλη έπεσε τους σοβιετικούς κι αργότερα με την ίδρυση του Ισραήλ. Στην άκρη της παλιάς πόλης τα κτίρια παραπαίουν και χρειάζονται αναστύλωση. Το πανδοχείο θυμίζει εκ περιτροπής παλιό σεράι. Δωμάτια παραμένουν ανέγγιχτα από το δέκατο ένατο αιώνα. Βγαίνω και περπατάω μέχρι το Λιούμπι Χαούζ, τη μοναδική αστράγγιχτη λίμνη στην παλιά πόλη. Μελαγχολία κρέμεται ένα γύρω, λίγοι έμποροι, ακόμα λιγότεροι περαστικοί. Άδειος Δεκέμβρης.




Στο εστιατόριο παραγγέλνω πιλάφι και σαλάτα με ντομάτα και κρεμύδι και κεμπάπ. Πίνω μαύρο τσάι και κοιτάζω τους πελάτες. Μια ρώσικη οικογένεια, ένα ήσυχο ζευγάρι και τρεις πρεσβύτεροι με βαριά δερμάτινα παλτά και χρυσά δόντια. Πίνουν βότκα σταθερά και όμορφα. Στην είσοδο του εστιατορείου, μια μουριά επιβιώνει από το 1477. Άσπρα πουλιά πετάνε πάνω από τη λίμνη.




Στη δυτική πλευρά, το Ναδίρ Διβανμπεκί Χανάκα – πανδοχείο για σουφιστές σε προσκύνημα, για εμπόρους και διανοούμενους – έχει μετατραπεί σε μουσείο. Στ’ανατολικά της λιμνούλας, το ομώνυμο μαδράσα έχει είσοδο διακοσμημένη με φοίνικες, ελάφια, και πρόσωπα μέσα σε ήλιους. Εξαιρετικά σπάνια διακοσμητικά μοτίβα για μουσουλμάνικα τεμένη και σχολεία εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα στη Μπουχάρα, μαρτυρώντας το προισλαμικό παρελθόν της πόλης και την ζορωαστρική κληρονομιά των αρχαίων περσικών βασιλείων.



Ακόμα πιο απροσδόκητο, ωστόσο, είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη πλατεία, δίπλα στο άγαλμα του Νουρεντίν και του γαιδάρου του. Θυμάμαι τις ιστορίες του Χότζα τούτου από ένα βιβλίο παραμύθια που είχα μικρό παιδί, ιστορίες γνώριμες φαντάζομαι από τον καιρό των Οθωμανών.


Μια παρέα κορίτσια θέλει φωτογραφίες. Δεν αρνούμαι.





Διάφοροι μαγαζάτορες με καλούν στα ρώσικα, πουλάνε χαλιά, μετάξι, σκάκι, ασημικά. Συνεχίζω την πορεία μου στην αρχαία πλευρά της πόλης και φτάνω στο μαδράσα του Αμπντουλασίζ Χαν. Τα μωσαικά στην είσοδο με ζαλίζουν όπως γέρνω το κεφάλι για να θαυμάσω τη διακόσμηση μέχρι την οροφή. Στον περίβολο υψώνονται λίγα νεκρά δέντρα. Φλερτάρω με την ιδέα ναγοράσω ένα παμπάλαιο σοβιετικό ρολόι σλάβα, αλλά μετανιώνω. Βγαίνω και μπαίνω ακριβώς απέναντι στο μεγάλο μαδράσα του Ουλούγκ Μπεκ.


Οι μεσαιωνικές ισλαμικές ακαδημίες είχαν μαθητές και δασκάλους οικότροφους. Δωμάτια για τους νεαρούς μαθητές στον πρώτο όροφο και δωμάτια για τους καθηγητές στο ισόγειο της ακαδημίας – όλα κοιτάζοντας τον εσωτερικό περίβολο – και κοινές αίθουσες για φαγητό και τζαμί για προσευχή. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι τους νεαρούς φοιτητές να περπατάνε σκυφτοί και χαμένοι στις σκέψεις τους, έναν χειμώνα στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα, σκηνή που θα μπορούσε κάλλιστα να παίζεται στην Κωνσταντινούπολη ή την Οξφόρδη. Το πρόγραμμα σπουδών περιελάμβανε αστρονομία, μαθηματικά, Αραβική γλώσσα και θρησκευτικές σπουδές. Η επιγραφή στην είσοδο διαβάζεται ακόμα, ρητό του Ουλουγκ Μπεκ σηκωμένο απτο Κοράνι:


«Η αναζήτηση της γνώσης είναι ευθύνη καθενός μουσουλμάνου άντρα και καθεμιάς μουσουλμάνας γυναίκας.»


Στοιχειωμένος, ίσως, από λαχτάρα για παρόμοια αναζήτηση, συνεχίζω την τροχιά μου στην παλιά Μπουχάρα.