2007/02/14

ΤσανγκΤσουν, ΤζιΛιν

Έχουνε έρθει περίπου 300 σκανδιαναυοί στο ΤσανγκΤσουν για το βασαλόπετ, την ετήσια κούρσα κρος κάουντρι, 50 χιλιόμετρα. Όταν φτάνω στο ξενοδοχείο με καθυστέρηση, έχουνε αρχίσει να μεθάνε στο μπαρ. Τρώω και πηγαίνω και γω. Κάποιοι φοράνε κουστούμια. Κάποια άλλοι είναι με ρούχα για σκι. Οι μεσήλικες έχουνε γενειάδες. Οι πιτσιρικάδες χαζά κουρέματα. Ένας φιλανδός ποδοσφαιριστής προσπαθεί να φλερτάρει μια φίλη μου γαλλίδα ( η οποία, από τη μεριά της μάνας της κατάγεται από τη Μαντώ Μαυρογένους ). Από τα μεγάφωνα ακούγεται Μάικλ Τζάκσον. Στη σκηνή ανεβαίνει ένας παρουσιαστής τοκ σόου στο Όσλο, που προφανώς είναι διασημότατος, όπως με βεβαιώνουν όλοι. Έρχεται και ένας από τους κύριους διοργανωτές, ένας κοντός τύπος με γκρίζο μουστάκι, φορώντας μια ολόσωμη λεοπαρδαλέ φόρμα για να είναι ασορτί με αυτά που φοράει το πιτσιρίκι του.


Σκέφτομαι ότι είμαι υπερβολικά νηφάλιος και κατεβάζω άλλο ένα ποτήρι βαρελίσια. Περιμένω να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το νέο έτος για να ανοίξω τη σαμπάνια που έχω κουβαλήσει. Στη σκηνή, τραγουδάνε κάτι στα νορβηγικά, αρχίζουνε τα «σκολ» και ξαφνικά μου εύχονται, καλή χρονιά! Ρε, ντοντ φακ γουιθ μι, λέω, η αντίστροφη μέτρηση τι απέγινε; Προφανώς ξεχάστηκε. Κατάρα στους βόρειους, λέω, και ανοίγω τη σαμπάνια καταβρέχοντας κόσμο. Για ένα μαγικό πεντάλεπτο, μένω με το μπουκάλι μετέωρο και βλέπω τους πάντες ή να μιλάνε στο κινητό ή να στέλνουνε SMS. Πάμε γαμιώντας ως πολιτισμός, σκέφτομαι, και πίνω μόνος μου.


Κατά τη μία, οι αθλητές έχουνε πάει για ύπνο, τα μεσήλικα ζευγάρια χορεύουνε αγγίζοντας ανάλαφρα ο ένας τον κώλο του άλλου και γω με έναν φίλο μου από τη Νέα Ορλεάνη πίνουμε σα να μην υπάρχει αύριο και λέμε βρώμικες ιστορίες. Νωρίτερα, ο μάνατζερ του ξενοδοχείου μας πέρασε για 2 πρωταθλητές του σκι που ήρθαν με καθυστέρηση και μας τάισε μέχρι σκασμού, ψαρικά, καβουρόψυχα, κρέας με σάλτσα πιπέρι. Όταν τελικά έφτασαν οι πρωταθλητές, είχαμε αφήσει γιαυτούς μόνο δυο φέτες καρπούζι σε μια πιατέλα. Το θυμόμαστε, γελάμε, συνεχίζουμε να πίνουμε. Και μετά πίνουμε κι άλλο. Δε θυμάμαι και πολλά άλλα.


Στα βορειοανατολικά αγαπάνε τις σάλτσες με σκόρδο, το καλαμπόκι και τις σούπες με πολύ κρέας. Χρησιμοποιούνε όμως βαριά μπαχάρια που σκοτώνουν τις άλλες μυρωδιές. Σε αντίθεση με το Χέιλονγκτζιάνγκ, που δείχνει καταφανέστατη τη ρωσική επίδραση, στο Τζιλίν έχουνε δική τους κουζίνα. Τρώνε τάρανδους και τις μύτες από τα γουρούνια. Παραείναι εξωτική η κουζίνα τους, ακόμα και για τα δικά μου γούστα, και τη βγάζω με φασόλια, σούπες με ψάρι και χοιρινό. Το εστιατόριο έχει τους τοίχους στρωμένους με παλιές επαναστατικές αφίσες και αποκόμματα από εφημερίδες. Παλιοί καθρέφτες και ραδιόφωνα, ο Μάο, ο Τζου Εν Λάι και ένας μπρούτζινος Βούδδας στην είσοδο. Τρώω λίγο, πίνω τσάι, σκέφτομαι να το γυρίσω στις μπύρες, αλλά αναρρώνω ακόμα. Βγαίνω στους μείον 15 και περπατάω. Γλυστράει ο πάγος στα πεζοδρόμια. Έξω από το εμπορικό κέντρο, κάνουνε προμόσιον το τελευταίο μοντέλο της νόκια.



Για έξι χρόνια μεγαλώνει, στην περιφέρεια της πόλης, γύρω στην παγωμένη λίμνη, ανάμεσα στη βιομηχανική ερημιά, τους τεράστιους δρόμους που δεν έχουνε ακόμα αρκετά αυτοκίνητα, τις υπερυψωμένες γέφυρες. Στην αρχή ήτανε λίγα τα πέτρινα αγάλματα, κάποιες δωρεές κυρίως από Ρωσία. Τώρα περπατάω ώρες, παγώνει η ανάσα στους –20, κοιτάζω πέτρινους πολεμιστές από το Φίτζι και αφηρημένη τέχνη από τη Λιθουανία. Στο βάθος, κάποιο αποτυχημένο οικιστικό πρότζεκτ, ομόχρωμοι, άδειοι ουρανοξύστες. Καμινάδες που αχνίζουνε στο βάθος. Σηκώνω τα μάτια και ξέρω ότι έχω έρθει μακριά από τον τόπο και τους τρόπους μου. Παίρνει να δύει ο ήλιος, τρεις εργάτες πάνω σε ποδήλατα χαιρετούν. Κατεβάζω περισσότερο το σκουφί στα αφτιά μου. Βγαίνω έξω, παίρνω ταξί. Αρκετός σοσιαλιστικός ρεαλισμός και πάγος. Πάω στο Σανγκρι-Λα για καφέ στο λόμπυ.






O ακροβάτης μιλά σε κοφτά μανδαρίνικα με βόρεια προφορά. Η γυναίκα, με φλουριά στο στήθος, σιγοντάρει. Δεν πιάνω τις αστείες ιστορίες, ούτε τα τραγούδια. Κάποια στιγμή, ένας από τους μουσικούς της μπάντας μπαίνει στο σκετσάκι. Παριστάνει ότι έχει κάποια σχέση με τη γυναίκα, πίσω από την πλάτη του ακροβάτη. Κάθε που αυτός τους καταλαβαίνει, ή τους πιάνει να φιλιούνται, τους κλοτσάει. Μετά, κάνει διάφορα φλικ φλακ στην πίστα. Είναι τρελοί, αυτοί οι κινέζοι.Με καλέσανε σε παράσταση ενός λαϊκού θεάτρου με καλή φήμη. Θα μπορούσα να πω όχι, αλλά νωρίτερα η οικοδέσποινα με τάισε τένοντες τάρανδου και σούπες και οι αντιστάσεις μου είχανε καμφθεί. Στο δεύτερο νούμερο, ένας τύπος με αστείο κούρεμα και κίτρινο μαντήλι, κάνει τούμπες με το κεφάλι και παριστάνει τον πούστη. Όταν φεύγει από τη σκηνή, μπαίνουν ένας νάνος και μια τραγουδίστρια. Ο νάνος μας καλεί να χειροκροτήσουμε, να τον ενθαρρύνουμε και αμέσως πηδάει από τη σκηνή και αρχίζει να τρέχει γύρω από το θέατρο με δαιμονική ταχύτητα. Επιστρέφει, πηδώντας στη σκηνή και λέει ότι όποιος δε χειροκρότησε, θα τον βρει το βράδυ κουρνιασμένο στο προσκέφαλό του. Η γυναίκα τον κλοτσάει με δύναμη και αυτός πέφτει κάτω. Σηκώνεται. Τον ξανακλωτσάει. Ξαναπέφτει. Κάποια στιγμή, ο νάνος στήνεται στη μέση της σκηνής, η γυναίκα πάει πίσω του, παίρνει φόρα, δένει το φόρεμα γύρω από τη μέση της και πηδάει στους ώμους του. Αυτός, τραμπαλιζόμενος, με την τραγουδίστρια στους ώμους, κατεβαίνει από τη σκηνή και πάλι, τρέχει σαν τρελός γύρω γύρω στο θέατρο. Όταν επιστρέφει, η γυναίκα κατεβαίνει από τους ώμους του και αρχίζει να τραγουδάει, πιάνοντας τρελές οκτάβες σε ψηλά ντεσιμπέλ.Το ακροατήριο μαγεμένο, κοιτάει, ακούει και μασουλάει λιόσπορους.



Μια μαριονέττα είναι παγιδευμένη στο παλάτι: ο τελευταίος Αυτοκράτορας. Του λένε ότι είναι ζωντανός Θεός, αλλά δε μπορεί να βγεί έξω από την πόρτα του. Του λένε ότι κυριαρχεί σε μια αχανή γη, αλλά σκύβει το αφτί σε γιαπωνέζους συμβουλάτορες. Παίζει τένις, μαθαίνει εγγλέζικα, κάνει βόλτες με μια μαύρη κούρσα που του έφεραν από το Ντιτρόιτ. Αλλά ξένα στρατεύματα βιάζουν και σκοτώνουν λίγα μίλια μακριά από το κρεβάτι του. Τον παντρεύουνε με ένα παιδί και αυτή τον κερατώνει. Την περιορίζει στο δωμάτιό της και αυτή μαραζώνει. Καπνίζει όλο και περισσότερο όπιο. Τα σημάδια της σχιζοφρένειας πληθαίνουν. Πεθαίνει. Ο Που Γι ξαναπαντρεύεται με άλλη μια δεκαεξάχρονη. Έξι χρόνια μετά, πεθαίνει και αυτή. Κυλάει ο χρόνος σαν ποτάμι, ο πόλεμος τελειώνει, ένας άλλος αρχίζει, η επανάσταση κυριαρχεί και ο αυτοκράτορας γίνεται πολίτης. Προλαβαίνει να γεράσει πριν πεθάνει. Κάνω τρελό σπριντ μέσα στο παλάτι. Έχει πάει 11, η πτήση μου είναι στη 1 και ο σάκος μου ακόμα στο ξενοδοχείο. Βλέπω την αίθουσα του Θρόνου, λαμπρά, το γραφείο, το γκαράζ, τις αυλές, περίλαμπρα, σταματάω για λίγο μπροστά στο λουτρό του – ξέρω ότι περνούσε 2-3 ώρες κάθε πρωί στην τουαλέτα του διαβάζοντας εφημερίδες, αφού δεν είχε τι να κάνει, ανεβοκατεβαίνω σκάλες, θαυμάζω ταπετσαρίες και πολυθρόνες και κουρτίνες και τραπέζια, προσπαθώ να θυμηθώ αν αφήσανε το Μπερτολούτσι να κάνει τότε το γύρισμα στο παλάτι, αδύνατο να θυμηθώ, βγαίνω πάλι έξω, κατεβάζω το μαύρο μου σκουφί στα αφτιά, βουτάω σε ένα ταξι και του λέω γρήγορα. Νεύει, παρατάει τους κύριους δρόμους, μπουκάρει σε πάρκιν και παγωμένους χωματόδρομους και με γυρίζει σε 19 λεπτά.


Περπατάμε ώρα για να βρούμε αγάλματα φτιαγμένα από χιόνι. Κόβουμε δρόμο μέσα από το δάσος. Χανόμαστε. Στην παγωμένη λίμνη, ένα μαύρο άουντι σπινιάρει. Δυο τύποι βγαίνουνε και μας πετάνε χιόνι. Ξαναμπαίνουν, ξαναφεύγουν. Αρχίζω να πιστεύω ότι το κρύο χαζεύει τους ανθρώπους. Πρωτύτερα, ήθελα να τσουλήσω σε μια χιονοπλαγιά με ένα σωσίβιο στον κώλο, και παρέκαμψα μια ουρά με 40 μαθητές δημοτικού. Μετά, οδήγησα ένα μπάγκι στον πάγο, κάνοντας τρελές στροφές. Αιστάνομαι κουρασμένος. Την προηγούμενη μέρα έφαγα κάτι που με χάλασε. Ξέρναγα νερό στη μέση της νύχτας. Δε μπόρεσα να φάω ούτε πρωινό. Βουλιάζουνε οι μπότες μου στο χιόνι, σφυρίζει ο αέρας στα γυμνά κλαδιά, ξεραίνονται τα χείλη μου. Ο ήλιος παίρνει να χαμηλώνει. Ξέρω ότι λίγο αργότερα, θα πέσει η θερμοκρασία στους μείον 23.



Πέρα από το τελευταίο παγωμένο χωράφι, στα πιο βόρεια σύνορα, είναι η ευτυχία μου πηχτή σα μέλι και λευκή σα μάρμαρο.

1 comment:

anywhere_Smile said...
This comment has been removed by a blog administrator.