2008/11/15

Σεούλ, Ν.Κορέα











Στον πόλεμο της Κορέας η Ελλάδα έστειλε ένα σμήνος μεταφορών κι ένα τάγμα πεζικού. Σε μάχες σε δυο-τρία υψώματα, 186 Έλληνες αφήσανε τα κόκκαλά τους. Πολέμησαν για κάτι, για τα Ηνωμένα Έθνη, για το Μακάρθουρ, για να σταματήσουν την επέλαση του κομμουνισμού στην Ασία, για το δικαίωμα των νότιων να έχουνε κινητά τηλέφωνα, προχωρημένα κομμωτήρια, ιντερνετική τσόντα και ποπ σταρς, για να έχει η Σεούλ ηλεκτρισμό και τραβέλια, αντί για μπρούτζινα αγάλματα του Κιμ Ιλ Σουνγκ και δεκάχρονη φανταρική θητεία. Είναι παράξενο να βλέπεις την ελληνική σημαία ν’ανεμίζει στην είσοδο του πολεμικού μουσείου, τις γυάλινες προθήκες με στολές και λεπτομέρειες, τον οδηγό για το μνημείο στο νότο που σκεπάζει τα οστά των πατριωτών σου. Σε πιάνει ένοχη ανατριχίλα, και ξαναθυμάσαι την αποστρατικοποιημένη ζώνη στον 38ο παράλληλο – ανάμεσα σε σύρματα και νάρκες ένα τέλειο οικοσύστημα δίχως ανθρώπους, γεμάτο με ζώα και φυτά που δεν έχουν απομείνει αλλού στη χερσόνησο. Έριξα κέρματα στα κυάλια όταν μετά από πολλά τσεκ πόιντς άραξε το λεωφορείο και πήρα να κοιτάζω στο παρατηρητήριο του Ντόρα την άλλη μεριά, τη σημαία των βορείων ν’ανεμίζει στο πελώριο κοντάρι της και τα ψεύτικα χωριά πίσω από τη ζώνη – σα σκηνικά για ταινία όπου οι τοίχοι είναι από φελιζόλ, αλλ’από πίσω κρύβονται κανόνια, ραντάρ κι ιδεολογίες.








Μαζί με τους γεμιστήρες βαστούν και τις ελπίδες τους και γιαυτό πριν το παρατηρητήριο, στον τελευταίο σταθμό του τρένου στο Ντορασάν οι γιγαντοθόνες ανακοινώνουν την αναχώρηση του πρώτου συρμού της μέρας για την ΠιονγκΓιάνγκ, στις 07.50. Αλλά όχι σήμερα ή αύριο το πρωί. Ένα πρωινό αργότερα, λίγο ή πολύ αργότερα, μετά από πολλές υπογραφές και ξηλωμένα συρματοπλέγματα, όταν οι δυο στρατονόμοι αφήσουν τις θέσεις δίπλα στην είσοδο και μπορέσουν οι ταξιδιώτες να επικυρώσουν τα εισιτήριά τους και να περάσουνε τη δίφυλλη, τζαμένια πόρτα. Και τότε μπορεί να ξηλωθούν οι σημαίες και οι κατάλογοι και τα χάρτινα λουλούδια από την ξύλινη γέφυρα της ελευθερίας,που μισό αιώνα πριν ανταλλάχθησαν οι πρώτοι αιχμάλωτοι και πέσανε τσακισμένοι στα χέρια των δικών τους.






Ή ακόμα, μπορεί αυτή η ιστορία να τραβήξει πολύ ακόμα, αφού οι νότιοι ακόμα ανακαλύπτουν – είτε σκάβοντας, είτε ακούγοντας λόγια αυτών που αυτομόλησαν – τούνελ παρείσφρυσης κατά μήκος της αποστρατικοποιημένης ζώνης: μπουκάρουν οι στρατιώτες, ανατινάζουν και μπλοκάρουν τις εισόδους και μετά τις φωτίζουνε και τις κάνουνε τουριστικές ατραξιόν. Η μεγαλύτερη απ’αυτές είναι το 3ο τούνελ παρείσφρυσης, όπου και κατέβηκα αφού ήταν μέρος του DMZ tour που πλήρωσα, αλλά πιά έχω ξεχάσει πόσα γουόν μου στοίχισε άλλο ένα μνημείο του πολέμου που δεν τέλειωσε ακόμα. Θυμάμαι ακόμα όμως ότι το πακέτο περιέκλειε και επίσκεψη σε εργαστήριο επεξεργασίας αμεθύστου, όπως και τόσα άλλα στην Ασία.: δες, εδώ τσακισμένα κρανία αιχμαλώτων πολέμου, παραδίπλα πετράδια και καρτποστάλ προς πώληση.




Αλλά αυτά είναι περαστικές ευαισθησίες. Στο ΙτεΓουόν, κοντά στην αμερικάνικη βάση, μαγαζιά με ονόματα όπως star butts και transgender έχουνε τιγκάρει με τη δύση του ήλιου. Λίγα χρόνια πριν θα τιγκάρανε νωρίτερα από τους αμερικάνους εξοδούχους, αλλά τώρα ο αριθμός τους έχει μειωθεί πολύ. Τους τραβήξανε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Αυτοί που απομένουν διακρίνονται από τους τουρίστες και τους άσχετους. Τραβάνε γραμμή γιαυτά που ξέρουνε.


Στο παζάρι του ΝτονγκΝτεΜούν, δίπλα στο παλιό ποδοσφαιρικό γήπεδο που πλέον είναι χώρος στάθμευσης, πίσω από το γήπεδο του μπέιζμπολ, περιφέρομαι και βρίσκω πράματα αφάνταστα, ένα νεκροταφείο αναμνήσεων σε μια παλαβή οξιντεντάλ ρετροσπεκτίβα: βινύλια των σκόρπιονς, βαλσαμωμένα πουλιά, δονητές, μπίλιες, φουσκωτές κούκλες, τζάκετς, εργαλεία και παντελόνια. Κάποιος μου θυμίζει ότι και το παζάρι στο ΝανΝτεΜούν είναι παρόμοιο, αλλά έχω κουραστεί. Θέλω να πιώ.




Το μακαλί μοιάζει με παγωμένη μπιζελόσουπα, η πρώτη ρουφηξιά δε σε πείθει, αλλά με κάθε που γεμίζεις το στόμα σου, μια παράξενη οικειότητα σε κυριεύει, αναμνήσεις της πρώτης μπύρας, νοτισμένα δάχτυλα από την πρώτη γκόμενα και τα ρέστα. Πιάνονται τα γόνατά σου, μουδιάζουν οι πατούσες σου γιατί δεν είσαι συνηθισμένος να κάθεσαι οκλαδόν ή να στηρίζεσαι στα γόνατα κάθε που τρώς και που πίνεις. Τεντώνεσαι, κάνεις τσιγάρο, συνεχίζεις να πίνεις. Βρίσκεσαι αλλού, τραγανίζεις ξεραμένα ψάρια, πίνεις σότζιου από το μπουκάλι. Ρίχνεις το σφηνάκι μέσα στο ποτήρι, το σηκώνεις, κάνεις πρόποση και φωτίζονται ακόμα περισσότερο οι ήδη φουντωμένες ασιάτικες φάτσες απέναντι. Τρεκλίζεις στο δρόμο της επιστροφής, περνάς δυο πυροσβεστικά οχήματα, βλέπεις μαζεμένο κόσμο και χαζεύεις και συ τη μάχη με τη φωτιά. Μια μέρα αργότερα βρίσκεσαι σ'εστιατόριο τσέχικο, αλλά οι σύντροφοί σου παραγγέλνουν καφτερά κορεάτικα και συ σβήνεις ατμούς με μπύρες. Βγαίνοντας παίζεις μ'ένα σκυλί, μπανίζεις πουτάνες, τουρίστες, καραβάνια κι εκπατρισμένα μούτρα. Λες από μέσα σου, όλα τα γαμημένα είναι ίδια και δεν έχουν τελειωμό και τραβάς γραμμή και σβήνεις μια μέρα και μια πόλη ακόμα.


Παλάτι τσανγκντεοκγκουνγκ και δυναστεία τζοσεόν, ασύμμετρα κτίσματα, παρόμοια με τα αντίστοιχα κινέζικα, πολύχρωμες οροφές και το τελευταίο παλάτι της αυτοκράτειρας, που έχει τους τοίχους άβαφους για κάποιο λόγο. Παράθυρα και πόρτες καλυμμένα με σκληρό χαρτί, σε στυλ γιαπώνικο, αμέτρητες επαναλήψεις. Φεύγεις και παίρνεις όρκο, την άλλη φορά να πας βόρεια, στην άλλη μεριά των συνόρων.


2008/11/11

Χρόνια Πολλά Μιχαήλ
















Of all the weapons in the vast soviet arsenal, nothing was more profitable than Avtomat Kalashnikova model of 1947. More commonly known as the AK-47, or Kalashnikov. It's the world's most popular assault rifle. A weapon all fighters love. An elegantly simple 9 pound amalgamation of forged steel and plywood. It doesn't break, jam, or overheat. It'll shoot whether it's covered in mud or filled with sand. It's so easy, even a child can use it; and they do. The Soviets put the gun on a coin. Mozambique put it on their flag. Since the end of the Cold War, the Kalashnikov has become the Russian people's greatest export. After that comes vodka, caviar, and suicidal novelists. One thing is for sure, no one was lining up to buy their cars.

Yuri Orlov, Lord of War, 2005

2008/06/27

ΤσινγκΧαι

















Σκίζω με δείχτη κι αντίχειρα το βραστό αρνίσιο κρέας, το βουτάω στο ξύδι και το σκόρδο κι ύστερα, ξεπλένω τα μουστάκια μου μ’αρμυρό τσάι – κόλπο που λένε οι Θιβετιάνοι ότι τόμαθαν απ’το Γκανσού. Πάω ν’ανάψω τσιγάρο, μετανιώνω, το ξαναβάζω στο πακέτο: είναι αραιός ο αέρας στα διόμιση χιλιόμετρα και δε μου βγαίνει. Το ΣιΝίνγκ είναι κακάσχημο, ένας γαμημένος λεκές στο κέντρο της Κίνας, αλλά είναι εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από τη μεγάλη λίμνη πάνω στα βουνά και τους κορμοράνους. Ανηφόρισα την προηγούμενη μέρα με το πανάρχαιο λεωφορείο και στα τρία χιλιόμετρα ύψος πρόβαλε η ΤσινγκΧάιΧού, στεφανωμένη από χιονισμένα βουνά, ν’αστράφτει στον απογεματινό ήλιο. Αποβιβαστήκαμε, έβγαλα τα κυάλια να δω αγριόκυκνους, ένας κινέζος γέρος έβγαλε τον πούτσο του και κατούρησε τα βράχια, δύο φοιτητές βγάλανε λιόσπορους κι αρχίσανε να μασουλάνε. Περπάτησα μέχρι μέσα στο παρατηρητήριο – μια φρουρός ούρλιαζε σ’ ένα μικρόφωνο κι αρωμάτιζε τον αέρα με σπρέυ τουαλέτας- και πήρα να κοιτάω ολόγυρα βαριεστημένος. Δεν είναι η φύση το δικό μου οικοσύστημα, ξανασκέφτηκα, γιατί βασανίζω τον εαυτό μου στις μασχάλες και τις κωλοτρυπίδες της Ασίας, και ξαναβγήκα.




Ανέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην πλάτη του βράχου και κοίταξα τα σύννεφα. Σήκωσε αέρα και πήρανε να πλαταγίζουν τα πολύχρωμα βουδικά πανιά – το είκοσι τοις εκατό του ΤσινγκΧάι είναι πιστοί στην κίτρινη σέχτα του βουδισμού και το Λάμα. Τα πουλιά κράζανε στις φωλιές στους βράχους, οι κινέζοι παίρνανε φωτογραφίες κι ο χρόνος δεν έφτασε, όπως πάντα. Ξανά λεωφορεία, ξανά δρόμοι – κόρνες για να φύγουνε τα γιάκ από τη μέση του δρόμου, πρόσφατες διαπλατύνσεις, πικραμένα εστιατόρια δίπλα σε στρατιωτικές βάσεις, ξυλοκαλύβες πάνω στο νερό και γω, διώχνω τα ρύζια απτα γένια μου, στενέβω τα μάτια μου στο ψιλόβροχο και κοιτάζω τα χιλιόμετρα που διαγράφονται: βουνοπλαγιές που τρέχουν κινέζοι αθλητές, παρατημένες μοτοσυκλέτες ενώ νομάδες γευματίζουν, χορτάρια σε υψίπεδα: κάποια στιγμή οι ρόδες μας ξερνάνε και σηκώνω το φερμουάρ στο βουνίσιο αέρα κοιτάζοντας το πελώριο άγαλμα της πριγκίπισσας. Αγοράζω κρυστάλινες μπάλες και δόντια λύκου, ανηφορίζω εκ νέου και φωτογραφίζομαι. Παζαρέβω για ένα ρολόι, δε μου κάθεται, και ξαναφεύγω για να πάω να δω τα μοναστήρια.



Πριν τα εισητήρια, αγοράζω ένα πλατύγυρο καπέλο. Είναι αμέτρητα σημαντικό, το καφετί πλατύγυρο και το βγάζω μόνο μέσα στο κελί του Πάντζαϊ Λάμα: ένας πιτσιρικάς μοναχός ακούει γιαπωνέζικη ποπ και χαζεύει κρεμασμένος στο μπαλκόνι του. Μια γριά μ’ αυλακωμένο πρόσωπο αρνείται να φωτογραφηθεί, αποφεύγω τις βρώμικες γάτες που τριγυρίζουν και αράζω στην πρόσοψη του βουδικού σχολείου: είναι ντροπαλοί οι μαθητές και αποφεύγουν το φακό μου. Κοιτάζω τον ψεύτικο ελέφαντα που τραβά τα βλέματα και τις φωτογραφικές των κινέζων, σκουπίζω τον ιδρώτα στο κούτελό μου και μπαίνω στον επόμενο ναό. Τα κεριά βρωμάνε απ’ το λίπος των ζώων, βαριέμαι τις προσευχές, ακροπιάνω τις κεντητές ταπετσαρίες, μπαίνω στον πειρασμό να δώσω έρανο και βγαίνω να καπνίσω. Στο τέλος, μπαίνω στο λεωφορείο για το ξενοδοχείο και φτάνω βραδιάτικα και πεινασμένος: πέντε ξεμεινεμένοι ιταλοί στη ρεσεψιόν, γνώριμες φάτσες και γλώσσες κι ενώ απορώ γιατί βρίσκονται εκεί αποφασίζω ότι πεινάω.



Οι λεπτές χιλοπίτες είναι καφτερές, το σουβλιστό κρέας είναι καφτερό, ψωμί δεν έχει, κι ο ψήστης παίζει μ’ ένα ψωριάρικο σκυλί. Για κάποιο λόγο θυμάμαι το άδειο τζαμί της πόλης, με τις φριχτές μακέτες της Μέκκας και της Μεδίνας και τον Χούι Κινέζο να μου δείχνει ξεφτισμένα χειρόγραφα και να με ρωτά από πού είμαι. Υπέροχα, σκέφτομαι, στουμπώνω το στομάχι μου και φεύγω. Η νύχτα είναι δροσερή κι ενώ κοιτάζω το βουνό απέναντι, για μια στιγμή, ανεβαίνουν και πάλι στο νού μου, η στολή με το αυτόματο έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό, ο ποδηλάτης που έπινε καφέ, τα κρεμασμένα σπλάχνα και τα μπαχάρια στην αγορά – σχεδόν τα βλέπω και τώρα, μαζί με το δρόμο για το αεροδρόμιο, το βρώμικο κανάλι και τα θλιβερά πολυκαταστήματα, αποστήματα πάνω στο υψίπεδο, πικραμένες γεωγραφίες που ίσως περιγράψει κάποιος άλλος στη γλώσσα αυτή, χρόνια αφού εγώ κι αυτά θα πάψουν να έχουν κάθε σημασία.



2008/05/21

Τρίμπιουτ


Ο φανταστικός παπούς μου
είναι φρεναδόρος
στα τραίνα.
Σκαρφαλώνει την Καλιφόρνια πάνω ως κάτω,
κυρίως αγαπά το Φρέσνο και το Σοσαλίτο
όταν με γράσα στα χέρια
σταματά
και πίνει και αγγίζει γυναίκες
σε όλη την ακτή που ανεβάζει και κατεβάζει
βαγόνια
Η Γιούνιον Πασίφικ.

Τον ρώτησα κάποτε αν γνώρισε
Τον Γκίνσμπεργκ ή
το Μπουκόφσκι:
ο Γκίνσμπεργκ, είπε, μεγάλη πούστρα
αλλά είχε κάτι.
Τον άλλο δεν τον γνώρισα
μου είπαν ότι μένει στο Λ.Α
που εγώ σιχαίνομαι.

Εγώ βόηθαγα αλήτες να μπαίνουν
στα βαγόνια.
Συχνά πίναμε μαζί
αλλά δεν τους καταλάβαινα
και δε με ένοιαζε
αφού ήξερα ότι σε λίγο
θα έτρωγα με τα γρασωμένα χέρια μου.

Εμένα με καταλαβαίνεις, τον ρώτησα.
Όχι πάντα, μόνο όταν τα χνώτα μας μυρίζουν το ίδιο,
μου είπε.
Αλλά δεν έχει σημασία.
Και συ ανεβαίνεις λαθραία στα βαγόνια
ελπίζοντας ότι μπήκες σωστά, πως πάμε νότια
και θα κατέβεις στην μπάχα και θα κατηφορίσεις
στο Μεξικό.


Έχεις δίκιο, του είπα, δεν το σκέφτηκα έτσι.
Μόνο ότι οι ράγες ήταν αρκετά μακριές
και θα προλαβαίναμε να πιούμε φτηνές μπύρες παρέα
και να πάρουμε κι άλλους στα βαγόνια
και όταν σταματήσουμε
να μου δείξεις και μένα
πως να αγγίζω
γυναίκες
με γράσα
στα χέρια.

2008/03/05

ΧάνγκΤζο, ΤζεΤζιάνγκ


Η παγόδα έχει κυλιόμενες σκάλες και ανελκυστήρες και διάφορα κλιμακοστάσια. Για την ακρίβεια, η καινούρια ιμιτασιόν παγόδα που φκιάχτηκε πάνω και γύρω από τις βάσεις της παλιάς παγόδας του ΛειΦάνγκ. Σκαρφαλώνω μέχρι πάνω, παίρνω φωτογραφίες κι αφήνω τα μάτια μου να πλανηθούν: η δυτική λίμνη σκεπάζεται από καταχνιά, αλλά ένα γύρο, οι λόφοι κι οι φυτείες του τσαγιού βαστάν ακόμα χιόνι. Οι κινέζοι λένε, ο ουρανός ψηλά, το Σούτζο και το Χάντζο στη γή. Τα κανάλια και τα πάρκα του πρώτου τα έχω δει πριν 4 χρόνια. Τώρα αλητεύω στην πρωτεύουσα του ΤζεΤζιάνγκ τις μέρες της κινέζικης πρωτοχρονιάς και βλέπω τους γέρους βουδιστές να καίνε θυμιάματα και να προσκυνάνε και να ξαναμπαίνουν σε λεωφορεία και να χάνονται, εξατμίσεις που σκάνε σα βεγγαλικά, βεγγαλικά σα δυναμίτες, πράσινα και κόκκινα χρώματα που χαμηλώνουν σαν κλαδιά ιτιάς.


Φωτογραφίζω μοναχούς και βούδδες, αφού κατεβαίνω απ την παγόδα, διασχίζω το δρόμο και μπαίνω στον περίβολο του ναού απέναντι. Πολλά χέρια, πολλά όπλα, φουσκωτές κοιλιές και κρεμαστοί λοβοί αυτιών. Τα έχω δει χιλιάδες φορές, σκέφτομαι, κάνω μια γύρα έτσι, για τα μάτια του σιντάρτα, και ξαναβγαίνω. Γυρίζω τα μάτια προς τους λόφους, μόλις χτες σκαρφάλωσα μέχρι τα ξύλινα παραπήγματα της κορυφής, τίναξα τα χιόνια από πάνω μου, ήπια τσάι και ξανακατέβηκα. Περπάτησα τις γέφυρες που διασχίζουν τη λίμνη, έκανα βαρκάδα, είδα καλλιγραφίες σ’ εκθέσεις- εχτίμησα απομεινάρια σοσιαλιστικής τζαμπέ διασκέδασης χαζεύοντας το μουσικό σιντριβάνι με μωρά και γέρους.



Στο Χάντζο έχει αντιπροσωπία η μαζεράτι κι η φεράρι κι η πόρσε κι η μπέντλευ. Έχουνε λεφτά οι τύποι, λέω στον ταξιτζή, όχι εμείς λέει, αυτοί που έρχονται και παραθερίζουνε και σκάνε σαράντα χιλιάδες ρενμινμπί το τετραγωνικό για σπίτι που κοιτά στη λίμνη. Το συλλογίζομαι πίνοντας τον καφέ μου και κοιτώντας το νερό λίγο αργότερα. Ο μπρούτζινος ταύρος μισοβυθισμένος στο νερό, κύματα κόσμου παντού, η σαγκανέζικη διάλεκτος στα περισσότερα στόματα. Πεινάω.



Στο ινδικό, τα ρύζια και τα κεμπάπια γαμάνε αμετάκλητα και η χορεύτρια από το Κάσγκαρ λικνίζεται, σπρώχνει το μπούστο της, γυροφέρνει τους γοφούς της. Φορά ένα βαρύ άρωμα που αρμόζει στο χορό που κάνει, στο λευκό της δέρμα, τα μαύρα βαριά της φρύδια. Μασουλάω τις καφτερές σαμόζες, η σιντζιάνα ξαναπιάνει το χορό, βρέχω μπύρα τα μουστάκια μου. Ξέρω πως δεν υπάρχει χρόνος πια για τίποτα, η μια μέρα τρέχει πίσω από την άλλη, τεντώνομαι να πιάσω μεταξωτές γραβάτες, σιγκαπουριάνικες σούπες, τσάγια, κόκκινα φανάρια και τα ντόπια φαγιά, το κοτόπουλο του ζητιάνου, τυλιγμένο σε φύλλα λωτού, το κρέας να πέφτει από τα κόκκαλα, το χοιρινό λίπος με τη γλυκιά σάλτσα, τις μελιτζάνες να σερφάρουνε σε σκόρδα και μπαχάρια, τα εκατομύρια των κινέζων και τα στάρμπακς, οι τουριστικοί οδηγοί με τα σημαιάκια τους, τα αρχαία τρίκυκλα στους στενούς δρόμους, τα φιούζιον πρωινά στα ξενοδοχεία, νούντλς και μπέικον και μετά τραίνα και αεροπλάνα, όπως πάντα.