2010/01/05

ΣιαΜεν, ΦουΤζιεν

Η πόλη μου είναι παγωμένη σαν τάφος και ξερή σα μουνί μούμιας.





Για άλλη μια φορά κατηφορίζω για να μαλακώσω το δέρμα μου: η Σιαμέν βρίσκεται στο νότο, ένα κομμάτι ξεκολημένο από την ακτογραμμή της Κίνας, με την Ταιβάν απέναντι. Το λιμάνι ήταν μια από τις πέντε οικονομικές ζώνες που άνοιξε ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ κι η πόλη γέμισε ψηλά χτίρια και χρήμα. Κανένας ταξιτζής ή σερβιτόρος δεν είναι ντόπιος, όλη η χειροναξία συμβαίνει από τύπους που κατηφόρισαν από το Χαρμπίν ή το Χεμπέι. Άλλη μια πόλη επήλυδων, εγχώριων νομάδων κι αμφίβολου γούστου. Τη σώνει όμως το κλίμα, υποθετικά υποτροπικό, στην πραγματικότητα βροχερό και άθλιο τις μέρες που την περιδιαβαίνω, σα να έφυγε ένα από τα νησιά των Εβρίδων από τη θέση του και να προσάραξε στρατηγικά στην Κίνα. Κάποτε οι Κινέζοι του Φουτζιέν, μαζώνωνταν από τους ξένους ή την ανάγκη και ξενιτεύονταν για να φτιάξουν τη ζωή τους και τις φυτείες των άλλων, στη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία, τη Σουμάτρα – μεγάλο τμήμα της κινέζικης διασποράς βαστά απαυτή την επαρχία.




Όλη η περιοχή είχε παραχωρηθεί το 19ο αιώνα στους αποικιοκράτες, αντίδωρο κάποιου πολέμου είτε με κανόνια, είτε με όπιο. Στο νησάκι του ΓκουΛανγκΓιού, οι δυτικές δυνάμεις έφτιαξαν βίλλες για να στεγάσουν τους προξένους τους, και γραφεία για τον τηλέγραφό τους και κήπους για το βρετανικό τους συμβούλιο: τιγκαρισμένο με θόλους και κολώνες δυτικού τύπου, αέρα και φοίνικες νότιου, με την ισπανική εκκλησία κατάλευκη δίπλα στο γιαπώνικο προξενείο, το ΓκουΛανγκΓιού είναι ένα μυστήριο μέρος, μια νησιώτικη Καντάθ που ξέφυγε από την πολιτιστική επανάσταση και κράτησε την αριστοκρατική παρακμή μιας ιστορίας του Πόε. Απέναντι από την παλιά σχολή θεατρικών σπουδών, η βίλλα ενός πλούσιου κινέζου που γύρισε από τις Φιλιπίνες ή την Ινδονησία στεγάζει ένα εντυπωσιακό μουσείο – κλασικά άδειο από εκθέματα, θεματικά γεμάτο με επεξηγηματικές αφίσες – και καλύπτει όλη την ευρωπαϊκή κληρονομιά της νησίδας.




Στο ισόγειο έχει παράσταση – σινικό κουκλοθέατρο παραδοσιακού τύπου. Μια μπερδεμένη ιστορία σχετικά με μια ηρωική επιχείρηση διάσωσης, όπου μια ομάδα γενναίων παριστάνει τους τσιρκολάνους για να μπει μέσα στην πόλη, όπου ένας δικός τους κρατείται άδικα. Πρώτα πρέπει να περάσουν από τον φρουρό της κεντρικής πύλης, ο οποίος μπορεί να είναι ή να μην είναι υπεύθυνος για την άδικη φυλάκιση, και ο οποίος κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα, φορά αριστοκρατικά ενδύματα και καπνίζει μια μακρουλή πίπα. Οι γενναίοι τον μπερδεύουν με την ακροβατική τους παράσταση, χορεύοντας και στηρίζοντας πιάτα σε στυλιάρια και στο κεφάλι τους και πάνω που αυτός χαλαρώνει και χειροκροτά, κάποιος τον τοξεύει και τον σκοτώνει. Τέλος, υποκλίσεις, χειροκροτήματα για τα ευλύγιστα δάχτυλα.




Έχει αρχίσει βροχή, τσαλαβουτάω, πάω στην άδεια παραλία, μουσκεμένη άμμος κι ουρανός, ανηφορίζω και πάλι και πάω στο μουσείο με τα πιάνα. Το νησάκι έχει ίσως τη μεγαλύτερη πυκνότητα πιάνων στην ανατολική ασία, 600 για 10000 κατοίκους. Στο μουσείο, χορηγεία κάποιου πλούσιου και σχεδόν ανώνυμου συλλέχτη, αραδιάζονται 96 πιάνα και πιανόλες σε μια ευρύχωρη και μινιμαλιστική βίλλα, παρκέ, τζαμαρίες και πίνακες στους τοίχους, σούμπερτ και μπαχ και μπιζέ και η κινέζα που σφουγγαρίζει, απαγορεύονται, λέει, οι φωτογραφίες. Εξοργίζομαι με αυτή την εκδήλωση παραλογισμού και κακοτοποθετημένου σεβασμού: για πιάνα μιλάμε, όχι για το χρυσό αρχίδι του Κουμφούκιου. Ξαναβγαίνω στη βροχή, περνάω από τη βάση του ψηλότερου βράχου και αγοράζω 4 κουτιά ντόπια σνακς, κεκάκια με σουσάμι, γιαμ, γλυκοπατάτα και συναφείς αηδίες. Κοντά στην προβλήτα περνάω έναν τοίχο με αρχαιοελληνικό ανάγλυφο και το καφέ ντε μαρόν, εξαιρετικά άτοπο κι ανεπίκαιρο με βιβλία τέχνης, καπουτσίνους κι ένα πέτρινο γουρούνι να στηρίζει την εξώπορτα κι ως αποχαιρετηστήριο θέαμα, ένας ξέμπαρκος ποζάρει κάτω από ένα πελώριο, σιδερένιο χταπόδι. Ξαναπέρνω το φέρρυ κι επιστρέφω στη Σιαμέν, στεγνώνω στο ξενοδοχείο και ξαναπηγαίνω για φαί, χάκκα και χοιρινό λίπος και ντόπια μπύρα και χλιαροκάτουρο τσάι.




Το φρούριο του ΧουΛιΣάν εντάσσεται σε μια μακριά σειρά παράχτιων οχυρωματικών έργων του ύστερου 19ου αιώνα, σαν κι αυτά του Μακάο ή της Σεντόζας, προσπάθειες των Τσινγκ, των Γερμανών, των Πορτουγκέζων, του αγγλικού θρόνου ή της ένδοξης Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών να προστατέψουν τις υπεράκτιες κτήσεις τους – πρώτα ο ένας απ’τον άλλο, ύστερα από τον ογκούμενο γιαπώνικο μιλιταρισμό. Πάνω στο φρούριο δεσπόζει το Κανόνι του Κρουππ, ένα χτήνος που φτήνει βλήματα 280 χιλιοστών (το φρούριο διατηρεί ακόμα 28 βλήματα) και που παραμένει το μεγαλύτερο κανόνι που βρίσκεται ακόμα στην αρχική του τοποθεσία και το πλέον γιγάντιο παράχτιο κανόνι του χίλια οχτακόσια κάτι. Αφού θαυμάζω και φωτογραφίζω, πάω παραδίπλα όπου ένας απίθανος τύπος έχει στήσει ψιλικατζίδικη μπίζνα και παράλληλα έχει ένα κανόνι που ρίχνει μπάλλες του τέννις σε ένα διχτάκι απέναντι – στοχεύεις και χτυπάς κοκόρια από χαρτόνι. Πληρώνω, ρίχνω δυο μπάλες, δεν σκοπεύω καλά, ξεφεύγουν ψηλά τα μπαλάκια, άθικτα τα χαρτονένια κοκκόρια, κατεβαίνω και πάω να τσεκάρω τους θαλάμους της παλιάς φρουράς.




Τα φλάμπουρο ανεμίζει εφετζίδικα στις πολεμίστρες και φεύγω για να δω το βοτανικό κήπο. Περνάω τις λίμνες και τα κιόσκια, το γυμνόστηθο άγαλμα στο νερό, παριστάνω πως διαβάζω καρτελάκια πινεζωμένα στα δέντρα, χρονολογίες και λατινικά ονόματα κι ανηφορίζω προς το μοναστήρι. Ακούγονται ψαλμωδίες καθώς περνώ κάτω από πέτρες και τσεκάρω σπηλιές και μέχρι να φτάσω στα θερμοκήπια και τους κάκτους έχει βάλει κρύο. Φεύγω, πάω για καφέ και κοτόπουλο, θυμάμαι να πάρω εμφιαλωμένο νερό. Δε θα ξυπνήσω πάλι στη μέση της νύχτας να κοιτάζω φρούτα που μπαγιατεύουν διακοσμητικά δίπλα στα παράθυρα.