2008/03/05

ΧάνγκΤζο, ΤζεΤζιάνγκ


Η παγόδα έχει κυλιόμενες σκάλες και ανελκυστήρες και διάφορα κλιμακοστάσια. Για την ακρίβεια, η καινούρια ιμιτασιόν παγόδα που φκιάχτηκε πάνω και γύρω από τις βάσεις της παλιάς παγόδας του ΛειΦάνγκ. Σκαρφαλώνω μέχρι πάνω, παίρνω φωτογραφίες κι αφήνω τα μάτια μου να πλανηθούν: η δυτική λίμνη σκεπάζεται από καταχνιά, αλλά ένα γύρο, οι λόφοι κι οι φυτείες του τσαγιού βαστάν ακόμα χιόνι. Οι κινέζοι λένε, ο ουρανός ψηλά, το Σούτζο και το Χάντζο στη γή. Τα κανάλια και τα πάρκα του πρώτου τα έχω δει πριν 4 χρόνια. Τώρα αλητεύω στην πρωτεύουσα του ΤζεΤζιάνγκ τις μέρες της κινέζικης πρωτοχρονιάς και βλέπω τους γέρους βουδιστές να καίνε θυμιάματα και να προσκυνάνε και να ξαναμπαίνουν σε λεωφορεία και να χάνονται, εξατμίσεις που σκάνε σα βεγγαλικά, βεγγαλικά σα δυναμίτες, πράσινα και κόκκινα χρώματα που χαμηλώνουν σαν κλαδιά ιτιάς.


Φωτογραφίζω μοναχούς και βούδδες, αφού κατεβαίνω απ την παγόδα, διασχίζω το δρόμο και μπαίνω στον περίβολο του ναού απέναντι. Πολλά χέρια, πολλά όπλα, φουσκωτές κοιλιές και κρεμαστοί λοβοί αυτιών. Τα έχω δει χιλιάδες φορές, σκέφτομαι, κάνω μια γύρα έτσι, για τα μάτια του σιντάρτα, και ξαναβγαίνω. Γυρίζω τα μάτια προς τους λόφους, μόλις χτες σκαρφάλωσα μέχρι τα ξύλινα παραπήγματα της κορυφής, τίναξα τα χιόνια από πάνω μου, ήπια τσάι και ξανακατέβηκα. Περπάτησα τις γέφυρες που διασχίζουν τη λίμνη, έκανα βαρκάδα, είδα καλλιγραφίες σ’ εκθέσεις- εχτίμησα απομεινάρια σοσιαλιστικής τζαμπέ διασκέδασης χαζεύοντας το μουσικό σιντριβάνι με μωρά και γέρους.



Στο Χάντζο έχει αντιπροσωπία η μαζεράτι κι η φεράρι κι η πόρσε κι η μπέντλευ. Έχουνε λεφτά οι τύποι, λέω στον ταξιτζή, όχι εμείς λέει, αυτοί που έρχονται και παραθερίζουνε και σκάνε σαράντα χιλιάδες ρενμινμπί το τετραγωνικό για σπίτι που κοιτά στη λίμνη. Το συλλογίζομαι πίνοντας τον καφέ μου και κοιτώντας το νερό λίγο αργότερα. Ο μπρούτζινος ταύρος μισοβυθισμένος στο νερό, κύματα κόσμου παντού, η σαγκανέζικη διάλεκτος στα περισσότερα στόματα. Πεινάω.



Στο ινδικό, τα ρύζια και τα κεμπάπια γαμάνε αμετάκλητα και η χορεύτρια από το Κάσγκαρ λικνίζεται, σπρώχνει το μπούστο της, γυροφέρνει τους γοφούς της. Φορά ένα βαρύ άρωμα που αρμόζει στο χορό που κάνει, στο λευκό της δέρμα, τα μαύρα βαριά της φρύδια. Μασουλάω τις καφτερές σαμόζες, η σιντζιάνα ξαναπιάνει το χορό, βρέχω μπύρα τα μουστάκια μου. Ξέρω πως δεν υπάρχει χρόνος πια για τίποτα, η μια μέρα τρέχει πίσω από την άλλη, τεντώνομαι να πιάσω μεταξωτές γραβάτες, σιγκαπουριάνικες σούπες, τσάγια, κόκκινα φανάρια και τα ντόπια φαγιά, το κοτόπουλο του ζητιάνου, τυλιγμένο σε φύλλα λωτού, το κρέας να πέφτει από τα κόκκαλα, το χοιρινό λίπος με τη γλυκιά σάλτσα, τις μελιτζάνες να σερφάρουνε σε σκόρδα και μπαχάρια, τα εκατομύρια των κινέζων και τα στάρμπακς, οι τουριστικοί οδηγοί με τα σημαιάκια τους, τα αρχαία τρίκυκλα στους στενούς δρόμους, τα φιούζιον πρωινά στα ξενοδοχεία, νούντλς και μπέικον και μετά τραίνα και αεροπλάνα, όπως πάντα.