Το χρώμα του δέρματός σου ορίζει που μπορείς και πού δε μπορείς να πηγαίνεις, τουλάχιστον χωρίς να οπλοφορείς. Η αλήθεια είναι ότι με ένα ημιαυτόματο περισσότερα μέρη γίνονται προσβάσιμα, αλλά αποκτάς άλλα προβλήματα. Στην πραγματικότητα στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ δεν έχει νόημα να πάς χωρίς όπλο, αλλά επειδή ακριβώς κανένας λευκός δεν είναι αρκετά αυτοκαταστροφικός ώστε να περιπλανηθεί στο Χίλμπροου άοπλος, οι πάντες θα υποθέσουν ότι οπλοφορείς ούτως ή άλλως.
Με τον Βήτα και το Γάμα, έξω απ’ το Summit Club. Στην είσοδο ένας γιγάντιος μαύρος μας ρωτά αν οπλοφορούμε.
- Όχι, λέω.
- Πρέπει να σε ψάξω, λέει.
Και με ψάχνει. Μπαίνοντας μέσα διαπιστώνω ότι υπάρχει θυρωρείο για τα όπλα, μεγαλύτερο κι απ’ το βεστιάριο της Λυρικής. Υπάρχει και κάτι που μοιάζει με ντουζιέρα, αλλά μόλις τραβάω την πλαστική κουρτίνα στο πλάι βλέπω τους αμμόσακους. Θάλαμος απασφάλισης. Αρχίζω να αιστάνομαι λίγο νευρικός, αλλά δε θέλω να φανώ μαλάκας μπροστά στους φίλους μου. Ανεβαίνουμε. Το μέρος είναι αρκετά μεγάλο και γεμάτο πουτάνες κάθε χρώματος. Μπιλιάρδα, ηλεκτρονικά, πολλά μπαρ, η κεντρική σκηνή για το σόου. Δίπλα στις τουαλέτες μ’ αρπάζει μια πόρνη απ’ αρχίδια.
- Κοίτα μεγάλα χείλη που έχω, λέει. Θα τον γλύψω και θα τον σφίξω… θα σ’ άρεσε; Θες να πάμε δίπλα;
- Θα σε βρω αργότερα, λέω για να ξεφύγω. Άσε με να πιω πρώτα μια μπύρα με τους φίλους μου.
Το στριπτήζ ξεκινά και ατενίζουμε τη σκηνή. Ο Βήτα τρώει κόλλημα με τη σερβιτόρα. Αναρωτιέται αν είναι κι αυτή μέσα κι αν μπορούνε να κανονίσουνε κάτι. Ο Γάμα θέλει να μου κάνει πάσα μια Ζαμπιανή πουτάνα, που είναι καλοντυμένη και κρατά το κινητό της σαν επιχειρηματίας. Επιμένει ότι θα μου κάνει έκπτωση επειδή είμαι όμορφος. Υπάρχουν λιγοστοί λευκοί θαμώνες και είναι οι πιο απίθανες φάτσες που επινόησε ποτέ ο Θεός. Όσο πιο ηλικιωμένοι, τόσο νεαρότερες οι πόρνες που τους τρίβονται.
Στη σκηνή, οι κοπέλες τα δίνουν όλα. Κάθε φορά που τελειώνει ένα νούμερο, έρχεται ένας μαύρος μ’ ένα βρεμένο πανί και καθαρίζει το σιδερένιο στύλο. Και σκέφτομαι, τι δουλειά κι αυτή, πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να μου εξηγήσει…οι κοπέλες κάνουν όλο και πιο απίθανα ακροβατικά, δείχνοντας όλο και πιο πολλά. Ο Βήτα θέλει να φύγει, έχουμε αργήσει και δεν έχει ειδοποιήσει τη γυναίκα του.
Βγαίνοντας, καθυστερούμε λίγο στις σκάλες. Φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, ο Βήτα θέλει να μου δώσει λεφτά να πάω με τη Ζαμπιανή, εγώ λέω δεν έχω καμιά επιθυμία, πάμε να φύγουμε. Ο σεκιουριτάς αγριεύει, κοιτάτε, λέει, ή πάνω ή κάτω, μην κλείνετε τη σκάλα και μη φωνάζετε. Όταν βγαίνουμε, νομίζουν ότι πάμε σε κάποιο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, μπορεί και να άκουσαν τη συζήτησή μας και να παρεξήγησαν. Αμέσως μας προτείνεται από το μαγαζί ένοπλη συνοδεία. Λέμε όχι, δε χρειάζεται, φεύγουμε. Φτάνουμε στ’ αμάξι σκοντάφτοντας πάνω σ’ αμέτρητα βλέμματα.
Με τον Βήτα και το Γάμα, έξω απ’ το Summit Club. Στην είσοδο ένας γιγάντιος μαύρος μας ρωτά αν οπλοφορούμε.
- Όχι, λέω.
- Πρέπει να σε ψάξω, λέει.
Και με ψάχνει. Μπαίνοντας μέσα διαπιστώνω ότι υπάρχει θυρωρείο για τα όπλα, μεγαλύτερο κι απ’ το βεστιάριο της Λυρικής. Υπάρχει και κάτι που μοιάζει με ντουζιέρα, αλλά μόλις τραβάω την πλαστική κουρτίνα στο πλάι βλέπω τους αμμόσακους. Θάλαμος απασφάλισης. Αρχίζω να αιστάνομαι λίγο νευρικός, αλλά δε θέλω να φανώ μαλάκας μπροστά στους φίλους μου. Ανεβαίνουμε. Το μέρος είναι αρκετά μεγάλο και γεμάτο πουτάνες κάθε χρώματος. Μπιλιάρδα, ηλεκτρονικά, πολλά μπαρ, η κεντρική σκηνή για το σόου. Δίπλα στις τουαλέτες μ’ αρπάζει μια πόρνη απ’ αρχίδια.
- Κοίτα μεγάλα χείλη που έχω, λέει. Θα τον γλύψω και θα τον σφίξω… θα σ’ άρεσε; Θες να πάμε δίπλα;
- Θα σε βρω αργότερα, λέω για να ξεφύγω. Άσε με να πιω πρώτα μια μπύρα με τους φίλους μου.
Το στριπτήζ ξεκινά και ατενίζουμε τη σκηνή. Ο Βήτα τρώει κόλλημα με τη σερβιτόρα. Αναρωτιέται αν είναι κι αυτή μέσα κι αν μπορούνε να κανονίσουνε κάτι. Ο Γάμα θέλει να μου κάνει πάσα μια Ζαμπιανή πουτάνα, που είναι καλοντυμένη και κρατά το κινητό της σαν επιχειρηματίας. Επιμένει ότι θα μου κάνει έκπτωση επειδή είμαι όμορφος. Υπάρχουν λιγοστοί λευκοί θαμώνες και είναι οι πιο απίθανες φάτσες που επινόησε ποτέ ο Θεός. Όσο πιο ηλικιωμένοι, τόσο νεαρότερες οι πόρνες που τους τρίβονται.
Στη σκηνή, οι κοπέλες τα δίνουν όλα. Κάθε φορά που τελειώνει ένα νούμερο, έρχεται ένας μαύρος μ’ ένα βρεμένο πανί και καθαρίζει το σιδερένιο στύλο. Και σκέφτομαι, τι δουλειά κι αυτή, πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να μου εξηγήσει…οι κοπέλες κάνουν όλο και πιο απίθανα ακροβατικά, δείχνοντας όλο και πιο πολλά. Ο Βήτα θέλει να φύγει, έχουμε αργήσει και δεν έχει ειδοποιήσει τη γυναίκα του.
Βγαίνοντας, καθυστερούμε λίγο στις σκάλες. Φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, ο Βήτα θέλει να μου δώσει λεφτά να πάω με τη Ζαμπιανή, εγώ λέω δεν έχω καμιά επιθυμία, πάμε να φύγουμε. Ο σεκιουριτάς αγριεύει, κοιτάτε, λέει, ή πάνω ή κάτω, μην κλείνετε τη σκάλα και μη φωνάζετε. Όταν βγαίνουμε, νομίζουν ότι πάμε σε κάποιο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, μπορεί και να άκουσαν τη συζήτησή μας και να παρεξήγησαν. Αμέσως μας προτείνεται από το μαγαζί ένοπλη συνοδεία. Λέμε όχι, δε χρειάζεται, φεύγουμε. Φτάνουμε στ’ αμάξι σκοντάφτοντας πάνω σ’ αμέτρητα βλέμματα.
1 comment:
Ριξτε μια ματια εδω, αν θελετε...
http://vangelakas.blogspot.com/2007/02/blog-post_1453.html
Post a Comment