2013/01/31

Τουλ Σλενγκ/S21, Πνομ Πεν, Καμπότζη


Έχω κάνει πολλά προσκυνήματα σε τόπους βασανισμού και θανάτου και σε κάθε περίπτωση αυτό που θυμάμαι είναι η απουσία τρόμου ή θλίψης. Ο χρόνος σκεπάζει και ξεθωριάζει τα πάντα μέχρι που αποχτούν μια διάφανη παρουσία και ταλαντεύονται ανάμεσα στην ιστορία και το μύθο. Ο χρόνος τα κάνει όλα φαντάσματα
            Μου πήρε λιγότερο από μισή ώρα για να φτάσω από την Οδό 108 στη φυλακή του Τουλ Σλενγκ. Έδωσα δυόμισυ δολλάρια στον οδηγό του τουκ-τουκ, πλήρωσα εισητήριο και πέρασα τη σιδερένια είσοδο. Στον διάδρομο του τρίτου ορόφου του κτιρίου Α, στάθηκα και κοίταξα την αυλή κι ο αέρας έφερε στη μύτη μου το άρωμα απ’τις ανθισμένες πλουμέριες. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και δίχως ίχνος από σύννεφο και οι επισκέπτες φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και καπέλα. Μιλούσαν ρώσικα, κορεάτικα και κινέζικα. Μέσα στο χτίσμα, τα δωμάτια είχαν αμπαρωμένα παράθυρα και ήσαν άδεια, εχτός από ένα μεταλλικό κρεβάτι, δίχως στρώμα, στη μέση. Οι κρατούμενοι δένονταν και βασανίζονταν στα κρεβάτια αυτά. Όταν η φυλακή εγκαταλείφθηκε λόγω της προέλασης του βιετναμέζικου στρατού προς την πρωτεύουσα, οι φύλακες του Τουλ Σλενγκ σκότωσαν του τελευταίους 14 κρατουμένους και τους άφησαν να σαπίσουν, δεμένους στους μεταλλικούς σκελετούς. Ο φωτογράφος που μπήκε πρώτος στα δωμάτια, απαθανάτισε αυτή τη φρίκη και τώρα, οι φωτογραφίες αυτές κρέμονται στους τοίχους, μια σε κάθε αίθουσα. Τα πτώματα ετάφησαν στην αυλή του σχολείου. Το Γραφείο Ασφαλείας 21, γνωστό ως Τουλ Σλενγκ [ Λόφος με τα Δηλητηριώδη Δέντρα] ήτανε κάποτε Γυμνάσιο. Οι αίθουσες βασανιστηρίων και τα κελιά ήσαν κάποτε αίθουσες διδασκαλίας.

             
Αυτό που παρατήρησα αμέσως ήταν πόσες λίγες μετατροπές χρειάστηκαν για μεταμορφωθεί το σχολείο σε κέντρο κράτησης κι ανακρίσεων.  Η φυσική υπόσταση σχολείου και φυλακής είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Οι δεσμοφύλακες απλά προσέθεσαν αγκαθωτά σύρματα και αμπάρωσαν τα παράθυρα. Ύστερα, μετέτρεψαν τις μεγαλύτερες αίθουσες σε μικρότερα κελιά προσθέτοντας τούβλινες μεσοτοιχίες. Κι αυτά, ήσαν αρκετά. Η ιδέα της μετατροπής του σχολείου σε φυλακή είναι σχεδόν τέλεια ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο: σχολεία και φυλακές έχουν ιεραρχική δόμηση κι οργάνωση, με οριοθετημένους ρόλους και με συστήματα αποτροπής ή ενίσχυσης συμπεριφορών. Σχολεία και φυλακές λειτουργούν στη βάση αυστηρού ημερησίου προγράμματος, με διαλείματα, τιμωρίες, απομόνωση – ακόμα και με ημερομηνία απόλυσης για τους τροφίμους/μαθητές.

           
Επειδή στην ιστορία της ανθρώπινης ντροπής οι Ερυθροί Χμερ υπήρξαν η πιο πραχτική και λογική ομάδα τρελών που κατέλαβε [και κατέστρεψε] κάποια χώρα, η διεύθυνση του Γραφείου Ασφαλείας 21 ανατέθηκε στον Τα Ντουκ, έναν πρώην καθηγητή μαθηματικών. Η μοναδική ντιρεκτίβα του ήταν να αποσπά τις ομολογίες των κρατουμένων, πριν τους προωθήσει στα Πεδία του Θανάτου στο Τσενγκ Εκ προς ρευστοποίηση. Το γεγονός ότι οι Ερυθροί Χμερ επέλεξαν ένα πρώην νεκροταφείο ως χώρο εκτελέσεων πιστοποιεί περαιτέρω την αγνότητα, συμμετρία και παρανοϊκή πρακτικότητα του καταστροφικού καθεστώτος τους. Ο Τα Ντουκ, που εκτίει ποινή ισόβιας φυλάκισης καθώς πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές, παρουσιάζεται με εξαιρετική ακρίβεια σε μια από τις πιο εντυπωσιακές και τρομαχτικές μαρτυρίες για την τραγωδία της Καμπότζης, την Πύλη του Μπιζό. 

            
Ο Γάλλος εθνολόγος έζησε χρόνια στην Καμπότζη ως μελετητής του Βουδισμού, πριν συλληφθεί από τους Ερυθρούς Χμερ στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Επειδή μιλούσε τη γλώσσα των Χμερ άριστα, είχε αρκετές συνομιλίες με το Σύντροφο Ντουκ, που τύγχανε επικεφαλής της ομάδας που τον απήγαγε. Ο Μπιζό παραμένει ο μοναδικός ξένος που κατόρθωσε να επιζήσει της αιχμαλωσίας από τους ΕΧ και να αφεθεί ελεύθερος. Στην αφήγησή του περιλαμβάνεται και το τέλος του δράματος για τους ξένους κατοίκους στην Καμπότζη, όταν η Πνομ Πεν έπεσε στα χέρια των ανταρτών στις 17 Απριλίου 1975, και οι τελευταίοι από αυτούς εκκενώθηκαν με φορτηγά από την Γαλλική Πρεσβεία, όπου είχαν καταφύγει. Ο Μπιζό παρέμεινε μέχρι το τέλος και βοήθησε την προσπάθεια. Στο βιβλίο του δείχνεται παράδοξα επιεικής και δίκαιος απέναντι στον Ντουκ, και προσπαθεί να καταλάβει τις πιέσεις που δεχόταν ο δεσμοφύλακάς του από την ίδια του την οργάνωση. Ακόμα, προσπαθεί να κατανοήσει πως οι ενέργειες Καμποτζιανών και ξένων οδήγησαν στη δημιουργία της τρέλας που ονομάστηκε Ερυθροί Χμερ. Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που ο Ντουκ ανέλαβε επικεφαλής του Γραφείου Ασφαλείας 21, κάθε αίσθηση δικαιοσύνης που μπορεί να είχε, αντικατεστάθη από την απόλυτη ανάγκη εκτέλεσης των διαταγών του.

           
Σκεφτόμουν τον Μπιζό και τον Ντουκ καθώς περπατούσα μέσα στα τέσσερα χτίρια ή ξεκουραζόμουν στην αυλή. Μέσα στα κτίρια Β και Γ βρίσκει κανείς τις φωτογραφίες και τις ομολογίες των κρατουμένων. Μου φάνηκε εντελώς παρανοϊκό που με σύστημα κι επιμονή οι φύλακες προσπάθησαν να τεκμηριώσουν τη φρίκη και ν’αφήσουν το φακό ν’απαθανατίσει αυτούς που άδικα συνελήφθησαν, βασανίστηκαν κι εκτελέστηκαν. Αλλά φυσικά, το Γραφείο Ασφαλείας 21 συνιστά μελέτη στην φύση της γραφειοκρατίας. Άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, ακόμα και μητέρες με τα μωρά στα χέρια τους, κοιτάζουν βουβά το φωτογραφικό φακό. Μερικοί μοιάζουν φοβισμένοι, κάποιοι φέρουν εμφανή σημάδια βασανισμού. Οι περισσότεροι δίχνουν απολιθωμένοι από φόβο, αλλά μερικοί χαμογελούν, κυρίως οι έφηβοι και τα παιδιά. Είδα και τις φωτογραφίες μερικών ξένων, δυο Ινδών ή Πακιστανών, κι ενός Αυστραλού. Κάποιες φωτογραφίες από τις πρώτες μέρες απεικονίζουν μεγαλύτερους σε ηλικία κρατουμένους, πιο αξιοπρεπείς, που δε φορούν τις μαύρες πιτζάμες. Αυτοί ήσαν οι διάφοροι καθηγητές, γιατροί και δικηγόροι που σκοτώθηκαν αμέσως μετά την πτώση της Πνομ Πεν. Όταν η μηχανή του τρόμου έπιασε μέγιστη ταχύτητα, οι περισσότεροι κρατούμενοι στο Τουλ Σλενγκ ήσαν διάφορες ομάδες Ερυρθών Χμερ που έπεσαν σε δυσμένεια και εκκαθαρίστηκαν, μαζί με τις οικογένειές τους. Σε κάποια φάση, τα πάντα θόλωσαν, κι ακόμα κι ίδιοι οι φύλακες άρχισαν να ανακρίνονται και να οδηγούνται στο Τσενγκ Εκ για συνοπτική εκτέλεση, όταν δεν έδειχναν επαρκή ζήλο στην άσκηση των καθηκόντων τους. Σε μια φωτογραφία είδα τη σύζυγο του διοικητή της Δυτικής Περιφέρειας της πόλης. Η φωτογραφία του ίδιου του διοικητή απουσιάζει αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό να πέρασε κι ο ίδιος από τη φυλακή αυτή. Ο Βορν Βετ, άλλοτε προιστάμενος του Τα Ντουκ, ο οποίος προσπάθησε να εμποδίσει την απελευθέρωση του Μπιζό με κάθε τρόπο, εκκαθαρίστηκε στο Τουλ Σλενγκ και τα πεδία του Τσενγκ Εκ το 1978.

            
Βγήκα από το κτίριο Β ατάραχος. Η συνειδητοποίηση έρχεται πάντα αργότερα. Κάθισα σε έναν πάγκο, μύρισα το φρανζιπάνι και κοίταξα τις κατάλευκες ταφόπλακες των τελευταίων 14 που σκοτώθηκαν επί τόπου. Το κτίριο Γ ήταν εμφανώς διαφορετικό κι είχε ακόμα κρεμασμένα, σ’ολόκληρη την πρόσοψή του, τα συρματοπλέγματα. Οι φύλακες δεν ήθελαν αυτοκτονίες. Βάσει κανονισμού, κανένας κρατούμενος δεν έπρεπε να πεθαίνει στη φυλακή. Αφού ομολογούσαν, οι φυλακισμένοι μεταφέρονταν προς εκτέλεση στα Πεδία του Θανάτου. Σε μια παράδοξη επίδειξη σκληρότητας και τυπολατρίας, οι φρουροί που άφηναν βασανισθέντες να πεθάνουν στο Τουλ Σλενγκ τιμωρούνταν με απόλυτη αυστηρότητα. Μέσα στο κτίριο Γ τα κελιά ήσαν μικρότερα, φτιαγμένα από τούβλινους τοίχους στις μεγαλύτερες αίθουσες. Στάθηκα, ανάσανα βαθιά και πάλεψα να αιστανθώ κάτι. Αλλά και πάλι, δεν ένοιωσα τίποτα. Κάποιοι επισκέπτες είχανε γράψει στους τοίχους: βιβλικά αποσπάσματα, χυδαιότητες, άσχετες ανοησίες. Παρατήρησα παρόμοια ανούσια σκαλίσματα, ημερομηνίες και αρχικά ονομάτων και στα άλλα κτίρια. Ακόμα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα.

    
Στον τρίτο όροφο του κτιρίου Γ δέσποζαν ακόμα περισσότερες φωτογραφίες και δακτυλογραφημένες ομολογίες. Εκεί είδα την ομολογία του Αυστραλού, προσεχτικά τυπωμένη και αναρτημένη δίπλα στο πορτραίτο του. Μοιάζει αλλού, σ’αυτή τη φωτογραφία, ούτε θλιμμένος, ούτε φοβισμένος, αλλά σχεδόν αφηρημένος, ένας νεαρός άντρας με απαρχαιωμένο κούρεμα. Διάβασα στα γρήγορα τι ‘παραδέχτηκε’, πως ήτανε πράκτορας της ΣΙΑ και παραδόξως, ακόμα και τις ερωτικές του περιπέτειες. Σκέφτηκα πως στην αρχή η όλη υπόθεση θα του φάνηκε σα φάρσα, ότι κάτι τόσο απίθανο θα έπρεπε να είναι είτε όνειρο είτε αστείο. Πόσους μήνες να βασανίστηκε πριν εκτελεστεί; Κρεμασμένες παραδίπλα βρίσκονταν κι άλλες ομολογίες κάτω από ξένα ονόματα, αλλά οι φωτογραφίες αυτές έλειπαν. Αναρωτήθηκα αν συνέβη έπειτα από αίτημα των οικογενειών τους ή για κάποιο άλλο λόγο.

           
Όταν τελικά στάθηκα μπροστά στο κτίριο Δ, αιστάνθηκα εξαντλημένος, άδειος. Στο ισόγειο υπήρχαν ακόμα περισσότερες φωτογραφίες, αλλά και πίνακες στους τοίχους – ζωγραφισμένοι από έναν επιζώντα του Τουλ Σλενγκ που πέθανε την προηγούμενη χρονιά – που απεικόνιζαν τις θηριώδεις ακρότητες: σώματα ανοιγμένα ενώ ακόμα ζωντανά. Ένας πίνακας απεικόνιζε μια σκηνή από τα Πεδία του Θανάτου, ένα νεαρό στρατιώτη να βαστά ένα βρέφος από τα πόδια και να ετοιμάζεται να το συντρίψει στον κορμό ενός δέντρου. Δίπλα στους τοίχους υπήρχαν ακόμη γυάλινες προθήκες περιέχουσες κρανία, στολές και τα γεωργικά εργαλεία [ τσάπες κι αξίνες ] που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση των καταδικασμένων. Στο τελευταίο δωμάτιο, πριν βγω, είδα τη συσκευή που χρησιμοποιήθηκε για τους εικονικούς πνιγμούς.

           
Από τις δεκαεφτά χιλιάδες κρατουμένων και βασανισθέντων στο Γραφείο Ασφαλείας 21, μόνο εφτά επέζησαν. Σήμερα, μονάχα δυο παραμένουν εν ζωή, ο Τσουμ Μέυ και ο Μπου Μενγκ. Και οι δυο βρίσκονταν στον περίβολο της φυλακής, πουλώντας τα απομνημονεύματά τους προς δέκα δολλάρια. Ζήτησα από τον Τσουμ Μέυ άδεια να τον φωτογραφίσω και ξεφύλλισα το βιβλίο του. Τώρα σκέφτομαι ότι έπρεπε να το είχα αγοράσει. Πριν τον αφήσω, μ’άρπαξε η πιο παράλογη κι έντονη επιθυμία να τον αγγίξω, να πιάσω τα χέρια του. Είχε γλυκιά φυσιογνωμία και έμοιαζε γαλήνιος. Μου εξήγησε πως γλύτωσε από το χαμό, επειδή έπιαναν τα χέρια του και μπορούσε να επισκευάζει τις γραφομηχανές, που ήσαν αναγκαίες για την τυπογράφιση των ομολογιών. Φυσικά, κι αυτός βασανίστηκε. Η γυναίκα του δολοφονήθηκε, νομίζω και το παιδί του. Σκέφτηκα, αυτός ο άντρας έπεσε απ’τον ουρανό κι επέζησε. Δυο χοντροί τύποι δίπλα μου πόζαραν δίπλα του, πιάνοντάς τον από τους ώμους. Αναρωτιέμαι αν τουλάχιστον αγόρασαν το βιβλίο του.

              
Λίγα μέτρα απόσταση, καθισμένος πίσω από έναν φορτωμένο πάγκο, ο Μπου Μενγκ πουλούσε κι αυτός το βιβλίο του. Ούτε η δικιά του οικογένεια γλίτωσε. Ο ίδιος ήταν ζωγράφος, αν και δεν είμαι σίγουρος πως αυτό στάθηκε αρκετό για να τον σώσει. Ζήτησα άδεια και τον φωτογράφισα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν καταλάβαινα γιατί αυτοί οι άντρες δε βρίσκονταν σε ένα άνετο, κλιματιζόμενο διαμέρισμα με θέα το ποτάμι. Δεν καταλάβαινα πως ήταν δυνατό να βρίσκονται σ’αυτόν το χώρο του βασανισμού τους και πάλι. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν είχαν βρει καταφύγιο στο μπουκάλι. Κάπου, ίσως σε κάποιο βιβλίο ή ακόμα κρεμασμένη σε κάποιον τοίχο στο Τουλ Σλενγκ είδα τη φωτογραφία με τους εφτά αρχικούς επιζώντες. Πόζαραν μπροστά στο κτίριο Γ, σαν ποδοσφαιρική ομάδα στην έδρα της. Στο κτίριο Α, στο διάδρομο του ισογείου, υπήρχε μια μεγάλη αφίσα που διαφήμιζε μαθήματα ιστορίας για τη φυλακή και τους Ερυθρούς Χμερ. Ένας από τους διδάσκοντες ήταν πρώην δεσμοφύλακας.


Δεν είμαι σίγουρος αν κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί απ’όλα αυτά. Σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια μια κυβέρνηση κατόρθωσε να εξαλείψει ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας, συνδυάζοντας την πιο ηλίθια κοινωνική μηχανική με τις πιο απάνθρωπες διώξεις. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 οι πάντες γνώριζαν τα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ. Κι ωστόσο, η Κίνα συνέχισε να τους πουλάει όπλα και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να αναγνωρίζουν τον εκπρόσωπο της εξόριστης κυβέρνησής τους στα Ηνωμένα Έθνη, ακόμα κι αφού ο Βιετναμέζικος στρατός αποσύρθηκε από την Καμπότζη το 1989. Οι Ερυθροί Χμερ συνέχισαν τον εμφύλιο στην κατεστραμμένη χώρα και στο τέλος χιλιάδες αμνηστεύτηκαν πριν τις εκλογές του 1993. ο σύντροφος Ντουκ έζησε ελεύθερος μέχρι το 1999, μάλιστα σε κάποια φάση ξαναδούλεψε σα δάσκαλος. Ο Πολ Ποτ πέθανε ελεύθερος το 1998. Δίκες για τη γενοκτονία ξεκίνησαν το 2009 και οι πρώτες ποινές ανακοινώθηκαν λιγότερο από δυο χρόνια πριν.

            
Θεωρώ μεγάλη ιστορική ειρωνία που το καμποτζιανό ολοκαύτωμα σταμάτησε με την εισβολή των Βιετναμέζων, παραδοσιακών εχθρών των Χμερ. Έπειτα από χρόνια συνοριακών επιδρομών και καραβάνια προσφύγων, οι σχέσεις των δυο χωρών κατέρρευσαν. Ο Πολ Ποτ διέταξε την εισβολή στο Βιετνάμ, η οποία, κατά τις συνήθειες των Ερυθρών Χμερ κατέληξε σε σφαγές αμάχων. Ο βιετναμέζικος στρατός, μαζί με διάφορες δυσαρεστημένες ομάδες Ερυθρών Χμερ που είχαν καταφύγει στη γείτονα χώρα, αντεισέβαλαν στην Καμπότζη κι έθεσαν τέλος στην παράνοια. Αυτή η κατάληξη μοιάζει αρμονική και ιστορικά δίκαιη αφού εξ αρχής, τα προβλήματα της Καμπότζης ξεκίνησαν με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Μετά τις επιδρομές των βιετκόνγκ σε καμποτζιανό έδαφος, οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν συστηματικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε μεγάλο τμήμα της χώρας. Ο βασιλιάς Σιχανούκ απεδοκίμασε την υπόθεση και συνεκδοχικά ανετράπη από τον Υπουργό Άμυνάς του, στρατηγό Λον Νολ. Εν συνεχεία, κατέφυγε στο Πεκίνο – ίσως ο μοναδικός βασιλιάς στην ιστορία της ανθρωπότητας που κατέφυγε σε κομμουνιστική χώρα εκούσια – και προσέφερε στήριξη στους Ερυθρούς Χμερ. Ο πόλεμος γενικεύτηκε, οι φαντάροι του Λον Νολ ήσαν ανεπαρκείς κι ανεκπαίδευτοι, οι αξιωματικοί τους διεφθαρμένοι ή φαντασιόπληκτοι και αναπόφευκτα οι Ερυθροί Χμερ κέρδισαν έδαφος. Όταν οι Αμερικάνοι αποτραβήχτηκαν από το Βιετνάμ και σταμάτησαν τις στρατιωτικές τους δράσεις σε ολόκληρη την Ινδοκίνα με τη Συμφωνία του Παρισιού το 1973, η υπόθεση είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η Πνομ Πεν έπεσε στα χέρια των Ερυθρών Χμερ δυο χρόνια αργότερα, οι κάτοικοί της εκκενώθηκαν στην ύπαιθρο και το Έτος Μηδέν της αγροτικής δυστοπίας του Πολ Ποτ ξεκίνησε.

             
Μια επιπρόσθετη λεπτομέρεια που με συναρπάζει είναι που οι Ερυθροί Χμερ δεν αυτοαποκαλούνταν έτσι. Αυτό το όνομα τους δόθηκε από τον Σιχανούκ, μάλλον για χάρη των δημοσιογράφων. Η ηγεσία τους ονομαζόταν Άνγκαρ, που σήμαινε Η Οργάνωση. Ανώνυμη και σχεδόν δίχως ταυτότητα η οργάνωση ξεκίνησε τις συστηματικές εκκαθαρίσεις. Μετά από τόσες εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες στην ιστορία της ανθρωπότητας, έπειτα από αμέτρητους μαζικούς φόνους από διάφορες ομάδες με αποκλίνουσες ιδεολογικές ταυτότητες – ταυτότητες κοσμικές και θρησκευτικές, κομμουνιστικές, εθνικιστικές, μοναρχικές – στην Καμπότζη έλαβε χώρα το πιο αγνό αυτοκαταστροφικό όργιο. Σκέφτηκα ότι ένα τμήμα της ανθρωπότητας αποφάσισε να παρατήσει τις συνήθεις δικιολογίες κι εκλογικεύσεις και απλά να συγκεντρωθεί στην αυτοεξάλειψή του. Κατά το τέλος, δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στους θύτες και τα θύματα, όποιοι δεν σκότωναν, σκοτώνονταν. Το καθεστώς κατόρθωσε τη δημιουργία δυο ολοκληρωμένων ανθρωπότυπων, αυτόν του Γραφειοκράτη κι αυτόν του Σκλάβου. Όλα τα υπόλοιπα – φυλακές, λιμοί, εκκενώσεις πόλεων, δουλεία, κατάργηση σχολείων, νοσοκομείων και σκέψης – απορρέουν από αυτό το βασικό γεγονός.




Βγήκα από το Τουλ Σλενγκ με τις χειρότερες σκέψεις για τον εαυτό μου, την Καμπότζη και τον κόσμο ολόκληρο.


2013/01/30

Τσενγκ Εκ/Πεδία Θανάτου, Πνομ Πεν, Καμπότζη


Δεκαπέντε χιλιόμετρα νοτιο-ανατολικά της Πνομ Πεν, βρίσκεται η κοινότητα του Τσενγκ Εκ. Χρειάστηκα σχεδόν μια ώρα για τη διαδρομή, λόγω της βαριάς πρωινής κίνησης και του ημιδιαλυμμένου δρόμου. Ο οδηγός μου απέφευγε με ευκολία λακούβες, σκύλους, κοτόπουλα και φορτωμένες βοϊδάμαξες και κάθε στροφή με έστελνε από τη μια άκρη του τουκ-τουκ στην άλλη. Η σκόνη σκάλωνε στα ρουθούνια μου κι η ζέστη ήδη έκανε τον ορίζοντα να χορεύει λιωμένος. Όταν τελικά έφτασα στο Κέντρο Γενοκτονίας οι πρωινοί τουρίστες είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Πλήρωσα τα τρία δολάρια και μπήκα στα Πεδία του Θανάτου, στο παλιό κινέζικο νεκροταφείο.

             
Η μέρα ήταν πεντακάθαρη κι ασύλληπτα όμορφη. Το τοπίο ήταν ειδυλλιακό και καταπράσινο και κοιτάζοντας το καινούριο μουσείο και τη μνημειώδη στούπα μου ήταν δύσκολο να μυρίσω όλον αυτόν το θάνατο από το παρελθόν. Στην αρχή οι εχτελέσεις ήσαν των εχθρών του λαού, των διανοούμενων, των γιατρών, των καθηγητών, γενικά πολιτών που είχαν ταξιδέψει και μιλούσαν ξένες γλώσσες, που ίσως φορούσαν γυαλιά. Οι περισσότεροι ήσαν κάτοικοι πόλεων – ‘καινούριοι άνθρωποι’ στην ορολογία των Ερυθρών Χμερ – και σ’αυτούς κυρίως επικεντρώθηκε η γενοκτονική μανία του καθεστώτος. Μερικοί άτυχοι ξένοι βρίσκονται επίσης θαμένοι στο Τσενγκ Εκ, αφού συνελήφθησαν κι εξαναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι ήσαν πράχτορες της ΣΙΑ. Αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι θαμμένοι στους ομαδικούς τάφους ανήκαν οι ίδιοι στους Ερυθρούς Χμερ, κι εκκαθαρίστηκαν αφού πρώτα βασανίστηκαν κι ομολόγησαν στο Γραφείο Ασφαλείας 21.

         
Στην αρχή τα στρατιωτικά φορτηγά έφεραν τους καταδικασμένους κι αυτοί δολοφονούνταν και ρίχνονταν στους λάκους αμέσως. Στη συνέχεια, ωστόσο, τα φορτηγά κι οι καταδικασμένοι πολλαπλασιάστηκαν, καθώς η παράνοια της ηγεσίας του κόμματος έφτασε στο ζενίθ της και συνεκδοχικά κατέστη λογιστικώς αδύνατον οι εχτελέσεις να συμβαίνουν άμα τη αφίξει. Χτίστηκαν διάφορες καλύβες για να εξυπηρετήσουν δεσμώτες και βασανισθέντες, αλλά όταν οι Βιετναμέζοι εισέβαλαν το Γενάρη του 1979 κι ο εφιάλτης έλαβε τέλος, χωρικοί από τη γύρω περιοχή κατέστρεψαν τα χτίσματα με τα χέρια τους. Κι έτσι, δεν έχει μείνει τίποτα εχτός από ταμπέλες να θυμίζουν που εβρίσκοντο αποθήκες και δεσμωτήρια. Οι αποθήκες ήσαν απαραίτητες για να στοιβάζονται κάνιστρα γεμάτα DDT. Το δηλητήριο χρειαζόταν αφού συχνά τα θύματα ρίχνονταν στους τάφους μισοσκοτωμένα κι ύστερα ψεκάζονταν.

            
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τόπου μαρτυρίου ήταν το εξής: κανένα όπλο δε χρησιμοποιήθηκε για την εχτέλεση δεκάδων χιλιάδων. Οι σφαίρες κοστίζουν κι έτσι τα άτυχα θύματα δολοφονήθηκαν με σφυροκοπήματα, με τσαπιά στο λαιμό, με ξύλα που τσάκιζαν σπονδύλους. Μια ταμπέλα μπροστά από μια φοινικιά πληροφορεί τους επισκέπτες ότι τ’ανοιγμένα σα βεντάλια κλαδιά της έγιναν αυτοσχέδια ξυράφια και χρησιμοποιήθηκαν για να κόβουν λαιμούς. Τα δάχτυλά μου άγγιξαν τις άκαμπτες και κοφτερές άκρες. Η όλη υπόθεση ήταν σχεδόν ακατανόητη.


Από την άλλη, όλες αυτές ήσαν σκέψεις ακαδημαϊκές και θεωρητικές και εκείνη την υπέροχη ζεστή μέρα δεν υπήρχε καμιά συναισθηματική σύνδεση με τα σκοτάδια από το παρελθόν. Μια γυναίκα έσπρωχνε το καρότσι με το μωρό της κι ένα υπέρβαρο ζευγάρι καθόταν στη σκιά. Οι περισσότεροι τουρίστες φορούσαν σαντάλια και βερμούδες, γεγονός που θεώρησα εξοργιστικό, ιδιαίτερα όταν περπατούσαν στην περίμετρο των ανοιχτών τάφων. Αλλά και τούτο το δυσάρεστο συναίσθημα δε βάσταξε για πολύ. Οι τάφοι δεν είναι πλέον παρά χορταριασμένοι λάκκοι, υφέσεις με λιγότερο από ένα μέτρο βάθος. Σε μερικές βρίσκονται μικρά κομμάτια από ξεθωριασμένο ύφασμα, ή ακόμα μικρά τμήματα από σπασμένα κόκκαλα ή δόντια. Μερικοί τάφοι έχουνε περιφραχτεί με ξύλινους πασσάλους. Σ’έναν από αυτούς βρέθηκαν μόνο γυναικεία κόκκαλα. Σε έναν άλλον ξεθάφτηκαν εκατό αποκεφαλισμένοι σκελετοί, που ανήκαν σε Ερυθρούς Χμερ που θεωρήθηκαν συμπαθούντες τους Βιετναμέζους. Κάποιοι από τους νεαρούς στρατιώτες ίσως είχαν υπηρετήσει στα σύνορα με το Βιετνάμ, ή ακόμα ίσως να είχαν υποστηρίξει στρατιωτικές δράσεις των βοριοβιετναμέζων στη αρχή του πολέμου, όταν κι οι δύο πολεμούσαν εναντίον του στρατού του Λον Νολ. Αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήσαν άσχετοι κι αθώοι και δίχως καμιά σύνδεση με το Βιετνάμ, που εξαναγκάστηκαν σε γελοίες ομολογίες ύστερα από φρικώδη βασανιστήρια. Ο λόγος που τα πτώματά τους αποκεφαλίστηκαν απορρέει από το ρητό του Πολ Ποτ, ‘σώμα Χμερ, Βιετναμέζικο κεφάλι’.

           
 Όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, η πλέον τρομαχτική πλευρά αυτού του σκοτωμού αφορούσε τα παιδιά. Μπροστά σ’ένα δέντρο, μια πινακίδα πληροφορεί τους σανδαλοφόρους τουρίστες σχετικά με τον τρόπο εχτελέσεως μωρών και μικρών παιδιών: αρπάζονταν από τους αστραγάλους, στριφογυρίζονταν, και τα κεφάλια τους συντρίβονταν στον κορμό του δέντρου. Συχνά, τα παιδιά δολοφονούνταν μπροστά στις μητέρες τους, οι οποίες εχτελούνταν στη συνέχεια και ρίχνονταν στο δίπλα λάκκο. Στο δέντρο και στους πασσάλους διάφοροι επισκέπτες έχουνε κρεμάσει πολύχρωμα βραχιόλια από ύφασμα.

             
Περπάτησα για μια ή δυο ώρες ακόμα. Σε διάφορα μέρη βρήκα γυάλινες προθήκες γεμάτες είτε από τα ρούχα, είτε από τα κρανία των εκτελεσθέντων. Οι δεκάδες χορταριασμένοι λάκκοι με έκαναν ιδιαίτερα προσεχτικό στην πορεία μου. Κανείς δε θέλει να περπατήσει πάνω σ’έναν ομαδικό τάφο. Ωστόσο, περπατώντας παράλληλα με την περίφραξη του Κέντρου Γενοκτονίας, σ’ένα σκιερό μονοπάτι, έφτασα σ’ένα σκεπαστό περίπτερο και θαύμασα την ακίνητη λίμνη. Φεύγοντας, κουτσοί ζητιάνοι φώναζαν στους τουρίστες πίσω από τρύπες στην περίφραξη. Ένα μικρό αγόρι έτρεξε προς το μέρος μου φωνάζοντας να του δώσω λεφτά. 

           
 Πισωπάτησα τα βήματά μου και στάθηκα μπροστά στην ψηλή στούπα που περιέχει τα χιλιάδες κρανία κι οστά των δολοφονημένων σε εννέα επίπεδα, σε γυάλινες προθήκες. Έδωσα μια μικρή δωρεά κι άφησα ένα λουλούδι στην είσοδο. Κάποιοι άλλοι έκαιγαν θυμίαμα. Πόσα πολλά απομεινάρια, σκέφτηκα, οργανωμένα θεματικά και χρονολογικά, τα κρανία των ενηλίκων σε ένα επίπεδο, εκείνα των παιδιών σε κάποιο άλλο, τα σκόρπια κόκκαλα στην κορυφή. Αυτή η παρανοϊκή λεπτολογία στην κατανομή των οστών κρύβει και μια επιπρόσθετη τραγική ειρωνία: οι Ερυθροί Χμερ ήσαν απόλυτα συστηματικοί στους βασανισμούς και στις εκτελέσεις, επέμεναν να δαχτυλογραφούν όλες τις ομολογίες ενοχής και φωτογράφιζαν όλα τα θύματα πριν τα φέρουνε στον τόπο του θανάτου. Δεν νομίζω πριν ή έκτοτε να έχει υπάρξει κάποιο άλλο έγκλημα τόσο συστηματικά ντοκουμενταρισμένο από αυτούς που το διέπραξαν και από αυτούς που επέζησαν της φρίκης.


            Στην έξοδο, σκέφτηκα να γράψω κάτι στο βιβλίο επισκεπτών. Κοίταγα τη λευκή σελίδα για αρκετή ώρα, αλλά δε μου ερχόταν τίποτα. Έγραψα το όνομά μου και την ημερομηνία κι έκλεισα το βιβλίο, αλλά το ξανάνοιξα και κοίταξα τι είχε γραφεί στις προηγούμενες σελίδες. Σχεδόν όλοι οι επισκέπτες είχαν γράψει, ‘ποτέ ξανά’, ή κάποια παραλλαγή στο ίδιο θέμα. Με έπιασε ναυτία. Έγραψα ότι αυτή η υπόθεση δεν τελειώνει ποτέ. Ομαδικοί τάφοι, γενοχτονία, εθνοκάθαρση, είναι λέξεις που δε βγαίνουν ποτέ εκτός  μόδας. Αυτός ο τόπος δεν είναι για να θυμίζει τον τρόμο που πρέπει να αποφύγουμε, αλλά το καλούπι για την αιώνια επιστροφή του ίδιου εφιάλτη.