2007/02/26

Nότια της πόλης του χρυσού

Στην αρχή οδηγήσαμε βόρεια, κοντά στα σύνορα με τη Ζιμπάμπουε. Ορεινά τοπία, γεμάτα δάση. Στην Μπουμαλάνγκα φτάσαμε στο Παράθυρο του Θεού κι είδαμε τον τόπο από ψηλά. Περάσαμε πόλεις με ονόματα όπως Πίτερσμπουργκ και Τζανήν και παντού τα πάντα ήταν ίδια. Οι αγορές με τα λαχανικά και τα ξεραμένα σκουλήκια, οι ξεφτισμένες πινακίδες, ο κόσμος στους δρόμους. Είδαμε χωριά και εγκαταστάσεις να εκτείνονται χιλιόμετρα πάνω στη γη και μαθητές να περπατάνε για ώρες να φτάσουν το σχολείο τους. Ανολοκλήρωτοι καταυλισμοί φαίνονταν σκονισμένοι κάτω από τον ήλιο, εγκαταστάσεις με μόνο τους προκάτ απόπατους στη θέση τους. Παρακάμπτοντας τη Σουαζιλάνδη και οδηγώντας κατά μήκος των Ντράκενσμπεργκ παρατήρησα πωλητές στους δρόμους, να κάθονται υπομονετικά σε καφάσια προκειμένου να πουλήσουν λίγους ανανάδες σε βιαστικούς οδηγούς.

Φτάνοντας στο Ντέρμπαν είδα την Αφρική του τουρίστα, τη φροντισμένη παραλία με τις καφετέριες, τις γριές να πουλάνε μπατίκ υφασματογραφίες, τους πιτσιρικάδες με τα ξυλόγλυπτα και τα χαϊμαλιά. Κι έπειτα, κατά μήκος της ανατολικής ακτής, όλα αυτά τα φτηνά πανδοχεία μέσα στη φύση, επανδρωμένα από μια γενιά χαμένων αναζητητών που πιστεύουν ότι ζουν ευτυχισμένοι καπνίζοντας ντάγκα και κάνοντας μπάνιο στον Ινδικό. Ακόμα κατά νότου, πέρα από το Ηστ Λόντον και μέχρι το Πορτ Ελίζαμπεθ, αυτές τις πόλεις με τις άτυπες διαχωριστικές γραμμές, ανάμεσα στον παράνομο καταυλισμό και την έρημη παραλία, ανάμεσα στους «παραδοσιακούς» χορούς με τις χάντρες και τα αστραφτερά χαμόγελα, και τις φλόγες που ανεβαίνουν από τους τενεκέδες τα βράδια.
Έπινα τον καφέ μου κι ένας γέρος με χαιρέτησε στα ζουλού.
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, είπα. Τι γίνεται;
- Καλά. Εσύ τι κάνεις;
- Καλά.

Τρελάθηκε. Άρχισε να φωνάζει, αυτός εδώ ο λευκός μιλά ζουλού, ελάτε να τον δείτε. Ηρέμησε του είπα, μιλώ πολύ λίγα, κι αυτό τον τυποποιημένο διάλογο τον ήξερα γιατί τον είχα ακούσει χίλιες φορές, σαμπονάνι, γιέμπο, ουντζάνι, σκόνα. Ηρέμησε κάπως. Κάποτε, στην αυλή του βασιλιά, η λέξη που σημαίνει μιλώ, ουκουκουλούμα, σήμαινε και ζητώ ακρόαση, μιλώ επίσημα και με ιερουργία. Τώρα φαντάζομαι πως δεν ισχύει. Μαζί με τους ανθρώπους, ξεπέφτουν κι οι λέξεις.

Επιστρέψαμε οδηγώντας βόρεια μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ. Διασχίσαμε την έρημη γη του Καρού, τη γεμάτη ανεμόμυλους με φτερά απ’ αλουμίνιο. Ποτέ δεν είχα δει τόσο ουρανό πάνω απ’ τη γη.

2007/02/23

Aπόσπασμα νοτιοαφρικάνικης νύχτας 2

Ένα βράδυ πήγαμε με το Βήτα και το φίλο του τον Πι στο Τήζερς κοντά στ’ αεροδρόμιο. Είχε πολλές κοπέλες, διάφορα χρώματα κι εθνικότητες και τα ποτά ήταν εντάξει. Καθίσαμε, παραγγείλαμε ουίσκι και βλέπαμε το σόου. Για 100 ραντς, οι κοπέλες χόρευαν πάνω στο τραπέζι σου.
Ο Πι έπιασε κουβέντα με μια αναιμική Ρωσίδα. Τον έπεισε να του χορέψει. Ανέβηκε στο τραπέζι μας κι άρχισε να βγάζει τα εσώρουχα της και να κάνει ακροβατικά. Εμείς πίναμε και μιλάγαμε, μπλέκοντας ελληνικά μ’ εγγλέζικα. Το βασικό σε τέτοιες καταστάσεις είναι να φαίνεσαι ψύχραιμος. Χαμογελάς, δείχνεις ότι εκτιμάς αυτό που συμβαίνει, η κατάσταση είναι της αρεσκείας σου, αλλά δεν τρελαίνεσαι κιόλας. Μιλάς στους φίλους σου, τονίζοντας αυτά που λες με μετρημένες χειρονομίες. Χαμογελάς, φέρνεις το ποτό στα χείλη σου. Κοιτάς την κοπέλα για λίγα δευτερόλεπτα, θυμάσαι κάτι, καπνίζεις, στρέφεσαι στους φίλους σου. Δεν είσαι αδιάφορος. Ενδιαφέρεσαι αρκετά ώστε να τα σκάσεις για προσωπικό χορό, αλλά δεν είσαι ούτε κολλημένος, ούτε λιγούρης, ούτε έφηβος. Έχεις ξαναδεί μουνί στη ζωή σου.
Η ψυχολογία του θαμώνα των στριπτιζάδικων είναι περίπλοκη και στηρίζεται σε μια ευαίσθητη ισορροπία. Γνωρίζεις προκαταβολικά ότι θα καβλώσεις, αλλά δε θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα. Η υπερβολική ένταση μπορεί να σε πάρει από κάτω. Απ’ την άλλη πλευρά, δεν ήρθες σ’ αυτό το χώρο για να σκεφτείς τις θέσεις του Βίτγκενστάιν. Η συζήτηση είναι ανάλαφρη, αλλά έχει σημασία. Δεν προσπαθείς πολύ, γιατί φαίνεται, είσαι εκτεθειμένος και οι προσπάθειές σου φωσφορίζουν κι ακτινοβολούν. Η διασκέδαση πηγάζει απ’ την επίγνωση της κατάστασης, τους άγραφους νόμους, τις τελετουργίες.
Ο Πι παραήταν αδιάφορος. Οι κοπέλες βρίσκονται υπό συνεχή επίβλεψη και είναι απαράδεχτο να φανεί πως δε διασκεδάζει ο πελάτης. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Πρέπει να δείξουν χιούμορ, αισθησιασμό και πρωτοτυπία. Μια στιγμιαία έμπνευση μπορεί να σώσει την κατάσταση. Ξάφνου ακούμε:
- Γεια σου. Με λένε Όλγα.
Η κοπέλα είχε κάνει βαθύ κάθισμα στο τραπέζι, έχει πιάσει με τα δάχτυλά της τα κάτω χείλη και τα κουνά, σα να παίζει κουκλοθέατρο.
- Με λένε Όλγα. Ποιο είναι το δικό σου όνομα;
Καθώς οι κινήσεις τις συγχρονίζονται με τις φωνούλες που βγάζει σκέφτομαι πως τα κέρδισε τα λεφτά της.
Είδα μια ξανθιά που πολύ μου άρεσε και ο Βήτα μου κέρασε το χορό. Ανέβηκε στο τραπέζι, άρχισε. Πήρα κι εγώ να επαναλαμβάνω το σύστημα του Πι, περιμένοντας την έκπληξη. Κάποια στιγμή έμεινε μόνο με τις μπότες της, τις έφερε στους ώμους μου και κλείδωσε τα πόδια πίσω απ’ το κεφάλι μου. Κάθε λίγο τα τράβαγε προς το μέρος της, το κεφάλι μου τιναζόταν κι έφτανε πολύ κοντά της. Νόμιζα ότι μπορούσα να δω μέσα της μέχρι τον οισοφάγο.
Φεύγοντας, δυο κοπέλες είχαν στήσει χορό μπροστά σ’ ένα γέρο με τεράστια γυαλιά από ταρταρούγα. Κάπνιζε ένα πελώριο πούρο και είχε βυθιστεί σ’ ένα στρόβιλο από πόδια, δάχτυλα και γλώσσες. Σαν εισαγγελέας έμοιαζε, ή πρώην υπουργός. Μπορεί και να ήταν.

Απόσπασμα νοτιοαφρικάνικης νύχτας

Το χρώμα του δέρματός σου ορίζει που μπορείς και πού δε μπορείς να πηγαίνεις, τουλάχιστον χωρίς να οπλοφορείς. Η αλήθεια είναι ότι με ένα ημιαυτόματο περισσότερα μέρη γίνονται προσβάσιμα, αλλά αποκτάς άλλα προβλήματα. Στην πραγματικότητα στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ δεν έχει νόημα να πάς χωρίς όπλο, αλλά επειδή ακριβώς κανένας λευκός δεν είναι αρκετά αυτοκαταστροφικός ώστε να περιπλανηθεί στο Χίλμπροου άοπλος, οι πάντες θα υποθέσουν ότι οπλοφορείς ούτως ή άλλως.
Με τον Βήτα και το Γάμα, έξω απ’ το Summit Club. Στην είσοδο ένας γιγάντιος μαύρος μας ρωτά αν οπλοφορούμε.
- Όχι, λέω.
- Πρέπει να σε ψάξω, λέει.
Και με ψάχνει. Μπαίνοντας μέσα διαπιστώνω ότι υπάρχει θυρωρείο για τα όπλα, μεγαλύτερο κι απ’ το βεστιάριο της Λυρικής. Υπάρχει και κάτι που μοιάζει με ντουζιέρα, αλλά μόλις τραβάω την πλαστική κουρτίνα στο πλάι βλέπω τους αμμόσακους. Θάλαμος απασφάλισης. Αρχίζω να αιστάνομαι λίγο νευρικός, αλλά δε θέλω να φανώ μαλάκας μπροστά στους φίλους μου. Ανεβαίνουμε. Το μέρος είναι αρκετά μεγάλο και γεμάτο πουτάνες κάθε χρώματος. Μπιλιάρδα, ηλεκτρονικά, πολλά μπαρ, η κεντρική σκηνή για το σόου. Δίπλα στις τουαλέτες μ’ αρπάζει μια πόρνη απ’ αρχίδια.
- Κοίτα μεγάλα χείλη που έχω, λέει. Θα τον γλύψω και θα τον σφίξω… θα σ’ άρεσε; Θες να πάμε δίπλα;
- Θα σε βρω αργότερα, λέω για να ξεφύγω. Άσε με να πιω πρώτα μια μπύρα με τους φίλους μου.
Το στριπτήζ ξεκινά και ατενίζουμε τη σκηνή. Ο Βήτα τρώει κόλλημα με τη σερβιτόρα. Αναρωτιέται αν είναι κι αυτή μέσα κι αν μπορούνε να κανονίσουνε κάτι. Ο Γάμα θέλει να μου κάνει πάσα μια Ζαμπιανή πουτάνα, που είναι καλοντυμένη και κρατά το κινητό της σαν επιχειρηματίας. Επιμένει ότι θα μου κάνει έκπτωση επειδή είμαι όμορφος. Υπάρχουν λιγοστοί λευκοί θαμώνες και είναι οι πιο απίθανες φάτσες που επινόησε ποτέ ο Θεός. Όσο πιο ηλικιωμένοι, τόσο νεαρότερες οι πόρνες που τους τρίβονται.
Στη σκηνή, οι κοπέλες τα δίνουν όλα. Κάθε φορά που τελειώνει ένα νούμερο, έρχεται ένας μαύρος μ’ ένα βρεμένο πανί και καθαρίζει το σιδερένιο στύλο. Και σκέφτομαι, τι δουλειά κι αυτή, πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να μου εξηγήσει…οι κοπέλες κάνουν όλο και πιο απίθανα ακροβατικά, δείχνοντας όλο και πιο πολλά. Ο Βήτα θέλει να φύγει, έχουμε αργήσει και δεν έχει ειδοποιήσει τη γυναίκα του.
Βγαίνοντας, καθυστερούμε λίγο στις σκάλες. Φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, ο Βήτα θέλει να μου δώσει λεφτά να πάω με τη Ζαμπιανή, εγώ λέω δεν έχω καμιά επιθυμία, πάμε να φύγουμε. Ο σεκιουριτάς αγριεύει, κοιτάτε, λέει, ή πάνω ή κάτω, μην κλείνετε τη σκάλα και μη φωνάζετε. Όταν βγαίνουμε, νομίζουν ότι πάμε σε κάποιο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, μπορεί και να άκουσαν τη συζήτησή μας και να παρεξήγησαν. Αμέσως μας προτείνεται από το μαγαζί ένοπλη συνοδεία. Λέμε όχι, δε χρειάζεται, φεύγουμε. Φτάνουμε στ’ αμάξι σκοντάφτοντας πάνω σ’ αμέτρητα βλέμματα.

2007/02/21

Πλεονάκις εμπυροπότησάν με εκ νεότητός μου και ουκ ηδυνήθησάν μοι


Μπορεί να είμαι κατά του ελιτισμού σε ξυδοθέματα και υπέρ μιας αταξικής προσέγγισης του αλκοόλ, μπορεί να στηρίζω την ιδεολογία της φτηνής μπαρότσαρκας και να φρονώ πως μετά την 4η μπύρα ή το 3ο ποτό όλες οι γεύσεις είναι ίδιες, μπορεί να πίνω για να σκοτώσω μνήμες και όχι για να μάθω νέα κόλπα στον ουρανίσκο μου, μπορεί να έχω κατεβάσει αμέτρητες μπύρες φριχτής ποιότητας σε μια εικοσάδα χώρες, παρόλα αυτά, επικροτώ την προσπάθεια των παιδιών να ενημερώσουν το ελληνόφωνο δίκτυο σε θέματα ζύθου. Για πολλούς από μας, η μπύρα είναι η μακροβιότερη και πιστότερη σχέση μας. Αν δεν την πάρουμε στα σοβαρά είμαστε χάλια γκόμενοι.

2007/02/14

ΤσανγκΤσουν, ΤζιΛιν

Έχουνε έρθει περίπου 300 σκανδιαναυοί στο ΤσανγκΤσουν για το βασαλόπετ, την ετήσια κούρσα κρος κάουντρι, 50 χιλιόμετρα. Όταν φτάνω στο ξενοδοχείο με καθυστέρηση, έχουνε αρχίσει να μεθάνε στο μπαρ. Τρώω και πηγαίνω και γω. Κάποιοι φοράνε κουστούμια. Κάποια άλλοι είναι με ρούχα για σκι. Οι μεσήλικες έχουνε γενειάδες. Οι πιτσιρικάδες χαζά κουρέματα. Ένας φιλανδός ποδοσφαιριστής προσπαθεί να φλερτάρει μια φίλη μου γαλλίδα ( η οποία, από τη μεριά της μάνας της κατάγεται από τη Μαντώ Μαυρογένους ). Από τα μεγάφωνα ακούγεται Μάικλ Τζάκσον. Στη σκηνή ανεβαίνει ένας παρουσιαστής τοκ σόου στο Όσλο, που προφανώς είναι διασημότατος, όπως με βεβαιώνουν όλοι. Έρχεται και ένας από τους κύριους διοργανωτές, ένας κοντός τύπος με γκρίζο μουστάκι, φορώντας μια ολόσωμη λεοπαρδαλέ φόρμα για να είναι ασορτί με αυτά που φοράει το πιτσιρίκι του.


Σκέφτομαι ότι είμαι υπερβολικά νηφάλιος και κατεβάζω άλλο ένα ποτήρι βαρελίσια. Περιμένω να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το νέο έτος για να ανοίξω τη σαμπάνια που έχω κουβαλήσει. Στη σκηνή, τραγουδάνε κάτι στα νορβηγικά, αρχίζουνε τα «σκολ» και ξαφνικά μου εύχονται, καλή χρονιά! Ρε, ντοντ φακ γουιθ μι, λέω, η αντίστροφη μέτρηση τι απέγινε; Προφανώς ξεχάστηκε. Κατάρα στους βόρειους, λέω, και ανοίγω τη σαμπάνια καταβρέχοντας κόσμο. Για ένα μαγικό πεντάλεπτο, μένω με το μπουκάλι μετέωρο και βλέπω τους πάντες ή να μιλάνε στο κινητό ή να στέλνουνε SMS. Πάμε γαμιώντας ως πολιτισμός, σκέφτομαι, και πίνω μόνος μου.


Κατά τη μία, οι αθλητές έχουνε πάει για ύπνο, τα μεσήλικα ζευγάρια χορεύουνε αγγίζοντας ανάλαφρα ο ένας τον κώλο του άλλου και γω με έναν φίλο μου από τη Νέα Ορλεάνη πίνουμε σα να μην υπάρχει αύριο και λέμε βρώμικες ιστορίες. Νωρίτερα, ο μάνατζερ του ξενοδοχείου μας πέρασε για 2 πρωταθλητές του σκι που ήρθαν με καθυστέρηση και μας τάισε μέχρι σκασμού, ψαρικά, καβουρόψυχα, κρέας με σάλτσα πιπέρι. Όταν τελικά έφτασαν οι πρωταθλητές, είχαμε αφήσει γιαυτούς μόνο δυο φέτες καρπούζι σε μια πιατέλα. Το θυμόμαστε, γελάμε, συνεχίζουμε να πίνουμε. Και μετά πίνουμε κι άλλο. Δε θυμάμαι και πολλά άλλα.


Στα βορειοανατολικά αγαπάνε τις σάλτσες με σκόρδο, το καλαμπόκι και τις σούπες με πολύ κρέας. Χρησιμοποιούνε όμως βαριά μπαχάρια που σκοτώνουν τις άλλες μυρωδιές. Σε αντίθεση με το Χέιλονγκτζιάνγκ, που δείχνει καταφανέστατη τη ρωσική επίδραση, στο Τζιλίν έχουνε δική τους κουζίνα. Τρώνε τάρανδους και τις μύτες από τα γουρούνια. Παραείναι εξωτική η κουζίνα τους, ακόμα και για τα δικά μου γούστα, και τη βγάζω με φασόλια, σούπες με ψάρι και χοιρινό. Το εστιατόριο έχει τους τοίχους στρωμένους με παλιές επαναστατικές αφίσες και αποκόμματα από εφημερίδες. Παλιοί καθρέφτες και ραδιόφωνα, ο Μάο, ο Τζου Εν Λάι και ένας μπρούτζινος Βούδδας στην είσοδο. Τρώω λίγο, πίνω τσάι, σκέφτομαι να το γυρίσω στις μπύρες, αλλά αναρρώνω ακόμα. Βγαίνω στους μείον 15 και περπατάω. Γλυστράει ο πάγος στα πεζοδρόμια. Έξω από το εμπορικό κέντρο, κάνουνε προμόσιον το τελευταίο μοντέλο της νόκια.



Για έξι χρόνια μεγαλώνει, στην περιφέρεια της πόλης, γύρω στην παγωμένη λίμνη, ανάμεσα στη βιομηχανική ερημιά, τους τεράστιους δρόμους που δεν έχουνε ακόμα αρκετά αυτοκίνητα, τις υπερυψωμένες γέφυρες. Στην αρχή ήτανε λίγα τα πέτρινα αγάλματα, κάποιες δωρεές κυρίως από Ρωσία. Τώρα περπατάω ώρες, παγώνει η ανάσα στους –20, κοιτάζω πέτρινους πολεμιστές από το Φίτζι και αφηρημένη τέχνη από τη Λιθουανία. Στο βάθος, κάποιο αποτυχημένο οικιστικό πρότζεκτ, ομόχρωμοι, άδειοι ουρανοξύστες. Καμινάδες που αχνίζουνε στο βάθος. Σηκώνω τα μάτια και ξέρω ότι έχω έρθει μακριά από τον τόπο και τους τρόπους μου. Παίρνει να δύει ο ήλιος, τρεις εργάτες πάνω σε ποδήλατα χαιρετούν. Κατεβάζω περισσότερο το σκουφί στα αφτιά μου. Βγαίνω έξω, παίρνω ταξί. Αρκετός σοσιαλιστικός ρεαλισμός και πάγος. Πάω στο Σανγκρι-Λα για καφέ στο λόμπυ.






O ακροβάτης μιλά σε κοφτά μανδαρίνικα με βόρεια προφορά. Η γυναίκα, με φλουριά στο στήθος, σιγοντάρει. Δεν πιάνω τις αστείες ιστορίες, ούτε τα τραγούδια. Κάποια στιγμή, ένας από τους μουσικούς της μπάντας μπαίνει στο σκετσάκι. Παριστάνει ότι έχει κάποια σχέση με τη γυναίκα, πίσω από την πλάτη του ακροβάτη. Κάθε που αυτός τους καταλαβαίνει, ή τους πιάνει να φιλιούνται, τους κλοτσάει. Μετά, κάνει διάφορα φλικ φλακ στην πίστα. Είναι τρελοί, αυτοί οι κινέζοι.Με καλέσανε σε παράσταση ενός λαϊκού θεάτρου με καλή φήμη. Θα μπορούσα να πω όχι, αλλά νωρίτερα η οικοδέσποινα με τάισε τένοντες τάρανδου και σούπες και οι αντιστάσεις μου είχανε καμφθεί. Στο δεύτερο νούμερο, ένας τύπος με αστείο κούρεμα και κίτρινο μαντήλι, κάνει τούμπες με το κεφάλι και παριστάνει τον πούστη. Όταν φεύγει από τη σκηνή, μπαίνουν ένας νάνος και μια τραγουδίστρια. Ο νάνος μας καλεί να χειροκροτήσουμε, να τον ενθαρρύνουμε και αμέσως πηδάει από τη σκηνή και αρχίζει να τρέχει γύρω από το θέατρο με δαιμονική ταχύτητα. Επιστρέφει, πηδώντας στη σκηνή και λέει ότι όποιος δε χειροκρότησε, θα τον βρει το βράδυ κουρνιασμένο στο προσκέφαλό του. Η γυναίκα τον κλοτσάει με δύναμη και αυτός πέφτει κάτω. Σηκώνεται. Τον ξανακλωτσάει. Ξαναπέφτει. Κάποια στιγμή, ο νάνος στήνεται στη μέση της σκηνής, η γυναίκα πάει πίσω του, παίρνει φόρα, δένει το φόρεμα γύρω από τη μέση της και πηδάει στους ώμους του. Αυτός, τραμπαλιζόμενος, με την τραγουδίστρια στους ώμους, κατεβαίνει από τη σκηνή και πάλι, τρέχει σαν τρελός γύρω γύρω στο θέατρο. Όταν επιστρέφει, η γυναίκα κατεβαίνει από τους ώμους του και αρχίζει να τραγουδάει, πιάνοντας τρελές οκτάβες σε ψηλά ντεσιμπέλ.Το ακροατήριο μαγεμένο, κοιτάει, ακούει και μασουλάει λιόσπορους.



Μια μαριονέττα είναι παγιδευμένη στο παλάτι: ο τελευταίος Αυτοκράτορας. Του λένε ότι είναι ζωντανός Θεός, αλλά δε μπορεί να βγεί έξω από την πόρτα του. Του λένε ότι κυριαρχεί σε μια αχανή γη, αλλά σκύβει το αφτί σε γιαπωνέζους συμβουλάτορες. Παίζει τένις, μαθαίνει εγγλέζικα, κάνει βόλτες με μια μαύρη κούρσα που του έφεραν από το Ντιτρόιτ. Αλλά ξένα στρατεύματα βιάζουν και σκοτώνουν λίγα μίλια μακριά από το κρεβάτι του. Τον παντρεύουνε με ένα παιδί και αυτή τον κερατώνει. Την περιορίζει στο δωμάτιό της και αυτή μαραζώνει. Καπνίζει όλο και περισσότερο όπιο. Τα σημάδια της σχιζοφρένειας πληθαίνουν. Πεθαίνει. Ο Που Γι ξαναπαντρεύεται με άλλη μια δεκαεξάχρονη. Έξι χρόνια μετά, πεθαίνει και αυτή. Κυλάει ο χρόνος σαν ποτάμι, ο πόλεμος τελειώνει, ένας άλλος αρχίζει, η επανάσταση κυριαρχεί και ο αυτοκράτορας γίνεται πολίτης. Προλαβαίνει να γεράσει πριν πεθάνει. Κάνω τρελό σπριντ μέσα στο παλάτι. Έχει πάει 11, η πτήση μου είναι στη 1 και ο σάκος μου ακόμα στο ξενοδοχείο. Βλέπω την αίθουσα του Θρόνου, λαμπρά, το γραφείο, το γκαράζ, τις αυλές, περίλαμπρα, σταματάω για λίγο μπροστά στο λουτρό του – ξέρω ότι περνούσε 2-3 ώρες κάθε πρωί στην τουαλέτα του διαβάζοντας εφημερίδες, αφού δεν είχε τι να κάνει, ανεβοκατεβαίνω σκάλες, θαυμάζω ταπετσαρίες και πολυθρόνες και κουρτίνες και τραπέζια, προσπαθώ να θυμηθώ αν αφήσανε το Μπερτολούτσι να κάνει τότε το γύρισμα στο παλάτι, αδύνατο να θυμηθώ, βγαίνω πάλι έξω, κατεβάζω το μαύρο μου σκουφί στα αφτιά, βουτάω σε ένα ταξι και του λέω γρήγορα. Νεύει, παρατάει τους κύριους δρόμους, μπουκάρει σε πάρκιν και παγωμένους χωματόδρομους και με γυρίζει σε 19 λεπτά.


Περπατάμε ώρα για να βρούμε αγάλματα φτιαγμένα από χιόνι. Κόβουμε δρόμο μέσα από το δάσος. Χανόμαστε. Στην παγωμένη λίμνη, ένα μαύρο άουντι σπινιάρει. Δυο τύποι βγαίνουνε και μας πετάνε χιόνι. Ξαναμπαίνουν, ξαναφεύγουν. Αρχίζω να πιστεύω ότι το κρύο χαζεύει τους ανθρώπους. Πρωτύτερα, ήθελα να τσουλήσω σε μια χιονοπλαγιά με ένα σωσίβιο στον κώλο, και παρέκαμψα μια ουρά με 40 μαθητές δημοτικού. Μετά, οδήγησα ένα μπάγκι στον πάγο, κάνοντας τρελές στροφές. Αιστάνομαι κουρασμένος. Την προηγούμενη μέρα έφαγα κάτι που με χάλασε. Ξέρναγα νερό στη μέση της νύχτας. Δε μπόρεσα να φάω ούτε πρωινό. Βουλιάζουνε οι μπότες μου στο χιόνι, σφυρίζει ο αέρας στα γυμνά κλαδιά, ξεραίνονται τα χείλη μου. Ο ήλιος παίρνει να χαμηλώνει. Ξέρω ότι λίγο αργότερα, θα πέσει η θερμοκρασία στους μείον 23.



Πέρα από το τελευταίο παγωμένο χωράφι, στα πιο βόρεια σύνορα, είναι η ευτυχία μου πηχτή σα μέλι και λευκή σα μάρμαρο.

2007/02/08

αυνανισθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη








Γενικά, κατα κανόνα και όπως έχω ξαναγράψει, είμαι ενάντιος στα λάιφσταϊλ περιοδικά, τη γκλοσσαρισμένη πορνογραφία τύπου 80ς και το βαρετό έντυπο ερωτισμό που αναπαράγει φωτοσοπάδικες φαντασιώσεις που έχουν καταστεί απαρχαιωμένες, ένεκα η επέκταση του διαδικτύου και της ερασιτεχνικής πορνογραφίας. Δε βρίσκω κανένα λόγο πλέον να κυκλοφορούν σήμερα γκατζετάδικα "περιοδικά για τον άντρα" που πετάνε φωτογραφίες από κότερα, ηχοσυστήματα και σιλικονάτες ξανθιές και θεωρώ πως συνιστούν παλινδρόμηση για την ερωτική κουλτούρα του καιρού μας.



Από την άλλη, πριν μάθει κανείς να τρέχει, πρέπει να μάθει να περπατά γιαυτό και γω χαιρετίζω την προσπάθεια του κινέζικου FHM, που έχει μόλις δυο χρόνια και ηγείται μιας προσπάθειας σε μια χώρα που είναι πρακτικώς αδύνατο να βρει κανείς αντρικά αποσμητικά στη συντριπτική πλειοψηφία των πόλεων. Εντέλει, όλες οι επαναστάσεις ξεπερνιούνται από τα ίδια τα γεγονότα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μη συμβούν σε πρώτη φάση.






2007/02/06

Χαρμπίν, ΧειΛονγκΤζιανγκ

Περνάω τη γέφυρα πάνω από τον παγωμένο Σενγκχουατζιάν, τον ποταμό που παίρνει το όνομά του από τις πεφκοβελόνες και τα μάτια μου δακρύζουν στις ριπές του ανέμου. Μείον είκοσι και συνεχίζει να πέφτει. Πρώτο γλυπτό στο χιόνι, ένας πελώριος δράκος. Πιο πέρα, ήρωες της επανάστασης, βούδες κι αφηνιασμένα άλογα. Εκατοντάδες παγωμένες ανάσες φτιάχνουν ομίχλη, μέχρι να μπω μέσα σε μια μογγόλικη σκηνή, να πιω καφτό γάλα για να συνέρθω. Και πάλι έξω. Σκυλιά που σέρνουνε παραδιοσιακά έλκηθρα, πιτσιρικάδες που τσουλάνε στα χιονισμένα βουναλάκια, κινέζοι και γιαπωνέζοι τουρίστες, ρώσοι με γούνινα καπέλα και γυναίκες που φοράνε ψηλοτάκουνες μπότες, αρνούμενες να συμβιβαστούν σε θέματα κομψότητας ακόμα και σε ένα υποαρκτικό κλίμα. Περπατάω στο παγωμένο ποτάμι, κοιτάζω ολόγυρα αχόρταγα 3 το απόγεμα και πήρε να σκοτεινιάζει.




Μοναδική αμερικάνικη παμπ στον κεντρικό πεζόδρομο και είναι τιγκαρισμένη. Αυστραλοί που διδάσκουνε εγγλέζικα στη Μογγολία και ήρθαν για διακοπές, ρώσοι τουρίστες, ντόπιες πουτάνες που ζυγίζουνε τους πελάτες και στοχάζονται ποιος να έχει περισσότερα για να του κουνηθούνε και ένας μεθυσμένος κινέζος μπάρμαν με καπελαδούρα να ξεχνάει τις παραγγελίες. Αρχίζουμε τις τεκίλες και τις μπύρες με το ολλανδέζικο ζευγάρι που μας συνοδεύει και περιμένουμε να αλλάξει ο χρόνος. Η τουαλέτα διακοσμημένη με εικόνες χοντρών γυμνών γυναικών για κάποιο λόγο που αδυνατώ να συλλάβω. Οργισμένη χιπ χοπ στα μεγάφωνα και ο καθένας να τραγουδάει τα δικά του. Φωτογραφίζουμε τις φλογισμένες φάτσες μας και τις γούνινες μπότες μας. Βγαίνω να πάρω τσιγάρα και αρχίζω να πατινάρω στο παγωμένο λιθόστρωτο.

Ο ρωσορθόδοξος ναός της Αγιασοφιάς στην καρδιά του Χαρμπίν έχει γίνει μουσείο. Ακόμα απαγορεύονται οι δημόσιες ορθόδοξες λειτουργίες στην Κίνα. Μέσα, έχουνε κάνει φωτογραφική έκθεση που καλύπτει τα τελευταία 150 χρόνια της πόλης. Το σινορωσικό πόλεμο, τον πρώτο σιδηρόδρομο, τους ρώσους έποικους, την εισβολή των Ιαπώνων στη Μαντζουρία το 1932, την απελευθέρωση, τα πρώτα συμβούλια των κομμουνιστών και τα λοιπά. Ακόμα και αποκόμματα από εφημερίδες που δίνουνε το στίγμα της κάθε εποχής, ανακοινώσεις για πυγμαχικούς αγώνες, οπερέττες και άλλες παραστάσεις. Στα υπόγεια έχουνε κρατήσει κάποιες εικόνες και γλυπτά για κειμήλια. Φοβερές ελαιογραφίες και βυζαντινού τύπου εικόνες, μοτίβα σε μπρούτζο και ξυλόγλυπτα που απεικονίζουν την παναγία, την αγία Σοφία, το Χριστό. Ένας κινέζος καλλιτέχνης το 1986 ζωγράφισε το ναό χωρίς σταυρούς, με αμπαρωμένες πόρτες και παράθυρα και σπασμένα τζάμια, ονόμασε το έργο του «σιωπή», και έδωσε με τέλειο τρόπο την απουσία θεού και λατρείας στο παγωμένο Χεϊλοντζιάνγκ. Πάνω από το Ιερό λείπουνε οι τοιχογραφίες, ακόμα και ο τρούλος έχει ξυστεί. Οι άγιοι απουσιάζουν.




Στο Πινφάνγκ, 25 χιλιόμετρα έξω από το Χαρμπίν, στέκουνε τα χτίρια της μονάδας 731, του τμήματος του γιαπωνέζικου στρατού που ήταν επιφορτισμένο με την έρευνα και τη διεξαγωνή βιολογικού και χημικού πολέμου. 4000 κινέζοι πολίτες και αιχμάλωτοι άφησαν εκεί τις επιθανάτιες κραυγές τους. Οι γιαπωνέζοι τους χρησιμοποίησαν για πειραματόζωα, μολύνοντάς τους με πανούκλα, δένοντάς τους γυμνούς στο κρύο και πετσοκόβοντάς τους ζωντανούς για να δούν την πρόοδο της μόλυνσης στα άντερά τους. Ξεθάφτηκαν τα πήλινα δοχεία που ρίχνανε με αεροπλάνα για να μολύνουν τον πληθυσμό, οι κρεμάστρες για τα εντόσθια, οι σχετικές διαταγές και φωτογραφίες. Το 1945 υποχωρόντας οι γιαπωνέζοι τίναξαν τα περισσότερα κτίρια στον αέρα για να καλύψουν το έγκλημά τους. Μόλις η χώρα τους συνθηκολόγησε, αμνηστεύτηκαν όλοι από τους Αμερικάνους με αντάλλαγμα να δώσουν τα πορίσματα των ερευνών τους. Οι Αμερικάνοι τα χρησιμοποίησαν λίγα χρόνια αργότερα στην Κορέα. Θα είχε θαφτεί το έγκλημα, αν μεταμελημένοι οι γιαπωνέζοι στρατιωτικοί γιατροί δεν είχανε γυρίσει στο μέσα της δεκαετίας του 80 στην Κίνα και δεν είχαν δώσει συνεντεύξεις. Βοήθησαν μάλιστα και τις εκσκαφευτικές προσπάθειες. Άφησα το παγωμένο χτίσμα γεμάτος σκοτεινές σκέψεις.

Ρέπλικες γαλλικών ναών, πελώριοι βούδες, τμήματα του σινικού τείχους, όλα φτιαγμένα από μπλόκ πάγου και φωτισμένα από μέσα με πολύχρομες λάμπες φθορίου. Δυο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες μέσα στις μπότες μου και ακόμα παγώνω. Σκαρφαλώνω παγωμένες σκάλες και κατεβαίνω τσουλήθρες, χάνομαι μέσα σε λαβύρινθους από πάγο. Κοιτάζω σκηνές, άλογα, λευκές αλεπούδες και σκηλιά δεμένα στα έλκηθρα.

Βαρέθηκα το κρύο και καταλήγω το βράδυ σε μια ρώσικη ντίσκο. Γεμάτη αστυνομία με γκλομπ για να προλάβει τα αποτελέσματα της βότκας. Μαφιόζικες φάτσες, χαραγμένες από το χρόνο και τα βίτσια. Αρχίζει το σόου. Ρωσίδες με λεοπαρδαλέ εσώρουχα κουνιούνται, σκαρφαλώνουν σε ένα στύλο, αφήνουν κραυγές. Κάνουν γυμναστικές επιδείξεις κουνιώντας την ψεύτικη ουρά τους. Ένα ζευγάρι χορεύει τανγκό. Κοριτσάκια με πατίνια τινάζονται το ένα πάνω από το άλλο. Και στο κορύφωμα, ένας μογγόλος πιτσιρικάς, δέκα χρονών περίπου, πετάει μπαλτάδες πάνω από το σώμα ενός άλλου πιτσιρικά και οι λάμες καρφώνονται σε ταμπούρλα πάνω από το κεφάλι του δεύτερου και ανάμεσα στα πόδια του.




Στα όρια της πόλης και αγγίζοντας το ποτάμι βρίσκεται το πάρκο του Στάλιν. Πριν το γύρισμα του χρόνου καρφώθηκα εκεί να βλέπω τα πυροτεχνήματα από την άλλη όχθη. Δεσπόζει μπροστά μου ένα σοβιετικό μνημείο, μπρατσωμένοι εργάτες, αυτόματα και σπαθιά που σκίζουν τον ουρανό. Φωτισμένο από τις δεσμίδες έξι προβολέων, υπερυψωμένο, μου θύμισε το μαμαγιέτ κουργκάν πάνω από το Στάλινγκραντ.




Την άλλη μέρα, πάω στο πάρκο από νωρίς. Τα αγάλματα του Στάλιν έχουν αποκαθηλωθεί, αλλά παραμένει η τεχνοτροπία: γεροδεμένα κορίτσια με τη στολή της επανάστασης, εργάτες που σφάζουνε δράκους, παλικαράκια με αυτόματα. Στα παγωμένα νερά δίπλα, χειμερινοί κολυμβητές. Μπαίνουμε σε μια άμαξα που τη σέρνει άλογο. Το άλογο αφηνιάζει και αρχίζει να κόβει κύκλους δίπλα στο νερό. Αρχίζει να τρέχει και ο ολλανδός φίλος μου στο φόβο του τινάζεται έξω. Τώρα όλα είναι υπό έλεγχο, φωνάζω στον οδηγό να σταματήσει για λίγο να τον μαζέψουμε αλλά το ματζουριανό αφτί του αργεί λίγο παραπάνω να πιάσει την προφορά μου. Επιστρέφω, για λουκάνικα και μπύρα.





2007/02/02

Η δικαίωση του Νίτσε


Οι σάρκες πνίγουν το σταυρό, αλλά το κλειδί του σολ ανενόχλητο.