2007/05/28

για ταξιδιωτικά βιβλία


Κάποιους μήνες πριν, μπορεί και πάνω από χρόνο, τα έπινα με ένα φίλο μου σε ένα ύποπτο μπαρ κοντά στο Στάδιο των Εργατών, μπάνιζα με την άκρη του ματιού μου μια ουζμπέκα πουτάνα και έλεγα διάφορα για ταξίδια και βιβλία. Κάποια στιγμή πέταξα την ατάκα, μόνο στα εγγλέζικα μπορεί κάποιος να κάνει σοβαρή ταξιδιωτική λογοτεχνία, ατάκα που τότε μου φάνηκε ιδιαζόντως σοφή, αλλά και τώρα που γράφω πρωινός και νηφάλιος μου φαίνεται αξιοπρόσεχτη. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα, τα εγγλέζικα τείνουν να αποχρωματιστούν εντελώς ιδεολογικά, κάτι που δε συμβαίνει με τις άλλες εθνικές γλώσσες. Ο βασικός λόγος είναι ότι έχουν καταστεί γλώσσα πρώτης ανάγκης και βασικής επικοινωνίας για αμέτρητους ταξιδιώτες και εμπόρους και φοιτητές και γραφιάδες κάθε τύπου και βρίσκονται σε χρήση αυτή τη στιγμή σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Αυτή τη στιγμή, σε κάθε χώρα, τουλάχιστον δυο τύποι μιλάνε εγγλέζικα και εξηγούν ο ένας στον άλλο, που είναι το κωλόμπαρο με τις καθαρότερες Ταϋλανδέζες, που θα δέσει το καράβι, ποιό κονβόυ διασχίζει την αποστρατικοποιημένη ζώνη, ποιό έγγραφο χρειάζεται υπογραφή για τον εκτελωνισμό, ποιό λεωφορείο πάει στο πανεπιστήμιο. Χιλιάδες ζευγάρια συνεννούνται εγγλέζικα κι ας ειναι γλώσσα που δε τους μάθαν οι γονείς τους.

Είναι ευκολότερο να γράψεις στα εγγλέζικα για τη Νότια Αφρική, και όχι στα αφρικάανς, είναι ευκολότερο να γράψεις στα εγγλέζικα για την Αλγερία, και όχι στα γαλλικά. Κάποιες γλώσσες κουβαλάνε λάθος πυροβολισμούς αιώνων. Επιπλέον, όταν γράφεις στη γλώσσα του Κέρουακ, του Χάντερ Τόμσον, του Μπόουλς και του Κίπλινγκ, είναι δύσκολο να περάσεις παπαριές απαρατήρητα και ατιμώρητα. Ελέγχεσαι ευκολώτερα. Υπάρχουν πάμπολλα ντοκουμέντα για όλες τις κωλότρυπες του πλανήτη, δόξα και τιμή αιωνία στη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία και τους υπαλλήλους της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Δυστυχώς, δε συμβαίνει το ίδιο με γραφτά σε μικρές γλώσσες, όπως ας πούμε, τα νέα ελληνικά, όπου τα ιδεολογικά σκαλώματα και η θεμελιώδης ανειλικρίνεια στήνουν πανηγύρι.

Πάρε για παράδειγμα, τον Καζαντζάκη. Τα ταξιδιωτικά του με φρικάρουν για δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι, ότι δε χρειαζόταν καν να ταξιδεύει για τα γράψει. Τα είχε προκάτ στο κεφάλι του. Τον φαντάζομαι στο τρένο ή στο λεωφορείο, πριν δει την Αλάμπρα για πρώτη φορά να έχει αποφασίσει τι θα γράψει για τους κίονες και τα χρυσά αραβικά χρόνια. Παρατηρώντας τις Ισπανίδες γύρω του, γράφει αυτά που είχε αποφασίσει μήνες πριν, όχι στερεότυπα, αλλά αρχέτυπα (παπαριές καμαρωτές), σκληρές ράτσες, άντρες φιλοπόλεμοι και μάτσο, αιώνια μητρικά πρότυπα, όλοι οι άνθρωποι αποσταγμένοι σε βολικά σχήματα και εκφράζοντες ωραίες και υψηλές ιδέες. Εγώ πιθανολογώ ότι οι συνταξιδιώτες του σκέφτονταν αν το φαί είναι έτοιμο στο σπίτι, αν θα γαμήσουν, τι ώρα θα σηκωθούν τη άλλη μέρα, άντε αν ζει ο γιός τους στον πόλεμο και πότε θα ξαναμείνει έγγυος η γυναίκα τους. Ψηλότερες ιδέες, δε γίνεται.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι διάλογοι του Καζαντζάκη γίναν μόνο μέσα στο κεφάλι του. Στην πραγματικότητα, αποκλείεται. Και δε λέω για τους διαλόγους του με τον Σβάιτσερ, ή τον Ουναμούνο, μορφωμένους και πολύγλωσσους τύπους με τους οποίους ο Κ. μπορεί να τάλεγε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, εννοώ αυτά που δήθεν έλεγε με χωριάταρους και οδηγούς ελκήθρων στους πάγους. Σκέφτομαι ότι οι δικές μου βαθιές κουβέντες με εξωτικούς ντόπιους είναι, δώσμου τη μπύρα σε Ντεμπέλε, μου τελειώσαν τα τσιγάρα σε Ζουλού, δεν τρώμε τόσο καφτερά φαγητά στην Ελλάδα με κινέζους ταξιτζήδες, 44 νούμερο έχεις με μαλαισιανούς παπουτσάδες και άλλα σε παρόμοια ένδοξο αρχετυπικό τόνο. Τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πως δεν τον είχανε ξεφωνήσει τον Κ. για τα ταξιδιωτικά του, αλλά μάλλον πήρε άφεση αμαρτιών για άλλους λόγους.

Κάπου το πήγαινα με όλα αυτά, αλλά ξέχασα.

2007/05/14

Μπατάμ, Ινδονησία








Τραβάω την πλαστική καρέκλα στην άκρη της ξύλινης πλατφόρμας, κάθομαι, ο ήλιος καίει το σβέρκο μου και ανοίγω τη μπύρα μου. Είναι εννιά και πέντε το πρωί και είμαι Ινδονησία. Έφτασα με φέρρυ στο Μπατάμ από τη Σιγκαπούρη, το λεωφορείο με έφερε σε μιά άλλην άκρη του νερού και η βάρκα δυο χιλιόμετρα πιο μέσα, σε καμπίνες πάνω στο νερό, στηριγμένες σε ξύλινα πόδια. Ανάβω τσιγάρο και ρουφάω το υγρό πρωινό μου. Είναι Μάης, είμαι και πάλι στους τροπικούς και έχω γράψει αγωνίες και ευθύνες σταρχίδια μου.




Η αδερφή της γυναίκας μου με κοιτάει βρώμικα. Πασαλείβω χέρια και στήθος με κόπερτον, αράζω και κοιτάω τη θάλασσα. Δεν κουνιέται τίποτα. Οι άλλοι ετοιμάζουν καλάμια και πετονιές για ψάρεμα. Πίνω και ξανακοιτάω τον ορίζοντα. Τα μάτια μου δακρύζουν στην ένταση του ήλιου. Τα κλείνω. Τα αφτιά μου βουλώνουν, δεν ακούω ούτε ποπ σε μπαχάσα που παίζει στην τηλεόραση, ούτε το ρυθμικό βογγητό της γεννήτριας, ούτε καν τον ψίθυρο του κύμματος δίπλα μου. Τα βλέφαρά μου θολώνουν, απεικάσματα παίζουν στις κόρες μου. Είμαι 31, είμαι μακριά, είμαι χαρούμενος.






Ο τύπος λέει στα κινέζικα ότι θέλει το διαβατήριό μου για λόγους ασφαλείας, θα το πάει στην τοπική αστυνομία για εγγραφή και θα επιστρέψει. Το δίνω. Σχεδόν εύχομαι να χαθεί και να μείνω στη μέση του πουθενά. Αγόρασα δυο κιβώτια μπύρα για μια χούφτα δολλάρια από το ντιούτι φρή. Ανοίγω τη δεύτερη και ξανακοιτάζω τη γραμμή του ορίζοντα. Γαμημένε Καββαδία. Σε καταλαβαίνω αμετάκλητα.


Ο καρπός μου πονάει και τον έχω δέσει. Ούτε που θυμάμαι τι μαλακίες έκανα και τι σήκωνα το προηγούμενο βράδυ. Θέλω να ψαρέψω αλλά δε μπορώ και αρκούμαι στη μπύρα. Τάιγκερ, Μπιντάνγκ, Χάινεκεν. Έχουνε πάρει να ζεσταίνονται, σκέφτομαι να σηκώσω πάγο από τα κιβώτια, σκέφτομαι ότι θα μυρίζουνε ψάρι κι εγκαταλείπω τη σκέψη. Ανοίγω την τρίτη. Είμαι περίφημα κάτω απτο δέρμα μου, αλλά αρχίζει να ουρλιάζει το στομάχι μου. Πάνω στην ώρα, φέρνουνε μύδια, καλαμάρια, ψάρια με τσίλι, χυμό από ισημερινά φρούτα. Ο ήλιος είναι κάθετος, ιδρώνουνε τα ξύλα και καίγονται τα δέρματα. Ξαπλώνω κι ανοίγω το βιβλίο μου. Ξαναδιαβάζω το Θαλασσόλυκο του Λόντον και το βρίσκω φλύαρο. Ο μάγειρας ακονίζει το μαχαίρι απειλώντας τον αφηγητή. Κλείνω το βιβλίο, οι σελίδες βαστάν την ανάσα τους και με παίρνει ο ύπνος.




Δυο ώρες αργότερα ξυπνάω. Έχει πεντακόσιους βαθμούς, ξεκολλάω ταρχίδια απτα πόδια μου, ανάβω τσιγάρο και βγαίνω. Στην πλαστική λεκάνη κολυμπάνε 2-3 ψάρια. Γεμίζω χέρια πόδια κρέμες και λάδια και βγαίνω στον ήλιο. Ανοίγω μια μπύρα κι αρχίζω να σκέφτομαι. Σκέψεις χαλαρές κι ασύνδετες, σχεδόν ευχάριστες. Οι έγνοιες μου πεθαίνουν σα βρυκόλακες το μεσημέρι. Η τηλεόραση παίζει τώρα κινέζικες σαπουνόπερες. Μια μικρή πάνω στην πλατφόρμα, ότι που φουσκώνουν τα βυζάκια της, πάει για κατούρημα. Μου χαμογελά. Περνάνε διάφορα πίσω από το μέτωπό μου που βρωμίζουν τις συνάψεις μου και σηκώνω τη μπύρα στα χείλια μου. Δέκα μπύρες αργότερα ξανατρώω. Έχεις σηκωθεί άνεμος και τα καλαμάρια δεν τσιμπάνε.



Γέρνει η πύρινη μπάλα στον ουρανό και φλογίζει τα σύννεφα. Τρεκλίζω στην άκρη και τραβάω φωτογραφίες. Με κοιτάνε ανήσυχοι, φοβούνται θα πέσω στη θάλασσα. Καγχάζω. Η συνηθισμένη μου παραφροσύνη χρειάζεται πάνω από τα 12 κουτάκια για να βάλει το κλειδί στη μίζα. Έχει σηκώσει αέρα και δεν τσιμπάει τίποτα. Πάω στην πίσω μεριά της πλατφόρμας. Πρώτα σκέφτομαι το συμβόλαιό μου που έληξε και πως πρέπει να ρίξω τρέξιμο γυρίζοντας. Βλατημάω. Μετά σκέφτομαι τι ωραία που θάταν να είχα αγοράσει και ένα μπουκάλι ρούμι. Ή μπέρμπον. Ξανατρώω. Πήξανε τα καλαμάρια στο τσίλι. Κι όλα τάλλα πιάτα το ίδιο.


Σηκώνομαι το άλλο πρωί κατά τις 9 και με φρίκη διαπιστώνω ότι έχουνε μείνει μόνο 6 μπύρες. Ιδρώνω, ανησυχώ και ελπίζω να φύγουμε νωρίς το μεσημέρι, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δε θα την παλέψω νηφάλιος. Ξαναλαδώνομαι και βγαίνω στον ήλιο. Δοκιμάζω για λίγο να ψαρέψω, ο καρπός μου είναι κάπως καλύτερα. Κάποιος πιάνει ένα δηλητηριώδες ψάρι, μια στρογγυλή, αγγαθωτή μαλακία, που ξαναρίχνουμε στη θάλασσα μετά από λίγα λεπτά χάζεμα. Πάνω που ξανατρώμε, τελειώνω την τελευταία μπύρα μου. Και πάνω στην ώρα την κάνουμε, τα σακιά στη βάρκα, η βάρκα στην ακτή, τα σακιά στο λεωφορείο, το λεωφορείο στο τέρμιναλ, τα σακιά στο φέρρυ, το φέρρυ στη Σιγκαπούρη, άλλη μια επιστροφή, τόσος λίγος χρόνος, χριστέ μου, τόσος λίγος χρόνος για μπύρες και ήλιο.