2007/03/01

ΣιΑν, ΣαανΣι





Στον καιρό της δυναστείας των Τανγκ, ένας μεγάλος σεισμός χτύπησε την πόλη. Ο κόσμος φοβήθηκε και ζήτησε εξηγήσεις από τις αρχές. Ο αυτοκράτορας σκέφτηκε να κατευνάσει το Πνεύμα του Δράκου και έστησε μια μεγάλη παγόδα με κωδωνοστάσι στο κέντρο της πόλης. Αλλά 73 θαμμένοι αυτοκράτορες ολόγυρα, φούσκωναν τη γή. Εδώ δεν παίζουμε, σκέφτηκε ο ηγέτης του τόπου. Ubi sunt leones. Και μετέφερε την πρωτεύουσα από τη Σι Αν στο Πεκίνο.



Μια ώρα με το λεωφορείο βαστά η διαδρομή από το αεροδρόμιο στην πόλη. Περνάω αερογέφυρες, ημικαλλιεργημένες εκτάσεις, ρεκλάμες για προϊόντα και εργοστάσια, και μπαίνω στα όρια της αρχαίας πρωτεύουσας του Σααν Σι. Περιφερειακή ασχήμεια, γαλάζιες πινακίδες που διαφημίζουνε την είσοδο στην οικονομική ζώνη της επαρχίας του Λιντόνγκ. Στο βάθος, όμως, αρχίζει ήδη να φαίνεται το παλιό τείχος της πόλης. Άριστα διατηρημένο, ήταν να μπει στη λίστα της Ουνέσκο, ως τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Αλλά αστόχησαν, χρησιμοποίησαν μοντέρνες μεθόδους διατήρησης και μερικής αναστήλωσης και αποκλείστηκαν. Για μένα, αυτό το τείχος είναι κάτι σα σύμβολο για όλες τις μικρές ατυχίες και ευτυχείς συμπτώσεις που οργανώνουνε τη Σι Αν, μνημεία που ανακαλύφθηκαν από χωρικούς καταλάθος, μικρές αστοχίες στα κτίσματα, έλλειψη χρημάτων για την πλήρη εκσκαφή της ιστορίας της πόλης που πάλλει λίγα μέτρα κάτω από το χώμα, μεταφορά της πρωτεύουσας από πρόληψη.



Τα δάχτυλα του Βούδδα μιλάνε στο δικό τους αλφάβητο. Δείχνουνε έλεος, δύναμη, ελπίδα, ευχή, επιείκεια, κατά πως στρέφονται προς τον ουρανό ή τη γή, πως μπλέκονται μεταξύ τους, τι δείχνουν, τι ένταση έχουν. Στις στήλες με τους χίλιους βούδδες υπάρχει μια παράξενη συμμετρία. Κατά περίεργο τρόπο, οι βούδες στη Σι Αν καταδεικνύουν ινδουιστικές επιδράσεις. Στις πινακίδες κάτω από τα γλυπτά διαβάζω, μποτισάτβα, αβαλοκιτεβάρα, σακυαμούνι. Εδώ πρωτομεταφράστηκαν στα κινέζικα τα ινδουιστικά κείμενα. Έχουνε πολλά χέρια τα αγάλματα και δυνατή μορφή οι ελέφαντες.






Το μπει λιν μπο ου γκουάν, το μουσείο των πέτρινων γραφών λέγεται και «δάσος με τις χαραγμένες πλάκες». Για αιώνες οι καλλιγράφοι σκύβουνε πάνω στις στιγματισμένες πλάκες και ξεσηκώνουνε τα ανάλεκτα του Κουμφούκιου, το βιβλίο του Μένσιου, ποιήματα δέκα δυναστιών, ανακτορικούς καταλόγους, ιστορικά κείμενα. Συγκρίνουνε γραμματοσειρές, βρίσκουνε την τεχνική που τους αρμόζει, εξετάζουνε την εξέλιξη των ιδεογραμμάτων. Κάποτε οι στήλες αυτές ήταν έξω από παλάτια, πανεπιστήμια, στη μέση κήπων. Τώρα, μαζεμένες όλες ολόγυρα σε μια αυλή, λένε την ιστορία της γραφής και της καλλιγραφίας στην Κίνα και πόσο απίστευτα δύσκολο είναι να καρφώνεις το πνεύμα στην πέτρα με λιγότερες από 21 χαρακιές στο κάθε σύμβολο. Πίσω από γυάλινες προθήκες κοιτάζω πέτρες που μιλάνε για την είσοδο του νεστοριανικού χριστιανισμού στην Κίνα του 7ου αιώνα, για τη μετάφραση των ινδουιστικών κειμένων, για τους κανόνες της υικής αφοσίωσης.



Στη μουσουλμάνικη συνοικία για φαγητό. Ζαχαρωτά φρούτα, γλυκά από φασόλι, πίττες με κρέας. Συλλέγω από όλους τους πλανόδιους πωλητές. Και ενώ έχω τιγκάρει κανονικά, μπαίνω σε εστιατόρια για κανονικό δείπνο. Παίρνω σούπα με κρέας αρνίσιο, ευτυχώς δεν την πήζουν στον κορίανδρο, πίνω το πικρό μου τσάι, ζεσταίνομαι. Ξαναβγαίνω και περπατάω στο παζάρι που κλείνει, πιτσιρίκια που ζητιανεύουν, πωλητές τσιγάρων, ελάχιστοι τουρίστες. Χτυπάνε τα ρουθούνια μου μυρωδιές ψημμένης πίττας, φτηνού λαδιού, φτηνότερου καπνού. Ελέγχω μια θεωρία που έχω, σύμφωνα με την οποία παντού στον πλανήτη υπάρχει ένα KFC ή ένα χαμπουργκεράδικο λιγότερο από 200 βήματα μακριά από το αρχαιολογικό ή τουριστικό αξιοθέατο. Μετράω από το τζαμί, 10, 20, 50..80. Πάλι δίκιο έχω.





Η ντε φου σιανγκ, εκτείνεται 100 μέτρα, κάτω από χριστουγεννιάτικα λαμπάκια και είναι τίγκα στους κράχτες. Μπροστά σε καφετέρειες και τσαγάδικα και μπαρ. Στην τύχη αποφασίζω και μπαίνω μέσα στο old skipper bar. Ένα σωσίβιο στον τοίχο. Μπάλα στην τηλεόραση. Αγιοβασίληδες στα παράθυρα. Ξύλινα δοκάρια στην οροφή. Ένας τύπος τραγουδάει ποπ κινέζικα, κυρίως τραγούδια από σαπουνόπερες. Μετά από δυόμιση χρόνια στην ανατολή, αυτή η έκρηξη κακογουστιάς δεν έχει πλάκα για μένα. Πίνω την μπύρα μου, κάνω το τσιγάρο μου και φεύγω. Είναι παγωμένος ο αέρας.



Ο πρώτος και μοναδικός αυτοκράτορας των Τσιν, ο Τσιν Σι Χουάνγκ ανέβηκε στο θρόνο στα δεκατρία του. Η μορφή του δεσπόζει πελώρια πάνω από την κινέζικη ιστορία. Έδωσε κοινό νόμισμα σε όλες τις επαρχίες, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πάνω από 2000 χρόνια και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Έφτιαξε μονάδες μέτρησης. Απλοποίησε και κανονικοποίησε τους χαρακτήρες της γραφής. Αλλά το μεγαλύτερο μέλημα της ζωής του, ήταν ο τάφος του.
38 χρόνια. 720.000 άντρες. Το μεγαλύτερο ταφικό μνημείο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ξεκουβάλησαν έναν ολόκληρο λόφο και έσκαψαν 120 μέτρα κάτω από τη γη. Ο αυτοκράτορας πέθανε λίγο πριν κλείσει τα 50 του. Το τελευταίο γκρουπ εργατών τάφηκε μαζί του όταν έκλεισε η έξοδος. Ο γιός του για να τον τιμήσει, διέταξε ακόμα να ταφούν ζωντανές, μαζί με τον πατέρα του, όλες οι ανέγγιχτες παλακίδες του παλατιού. 3000 παρθένες. Αλλά τίποτα δεν καταδεικνύει την ύβρη, τη μεγαλομανία, τη φιλοδοξία και το μέγεθος του άντρα, όσο ο στρατός από τερρακόττα, παραταγμένος για μάχη, χιλιάδες πέτρινα αγάλματα από οπλίτες, άρματα, άλογα, που κοιτάζουν πέρα από το θάνατο, τα όρια της αυτοκρατορίας.



Αγάλματα, φτιαγμένα από ψημμένο πηλό με λιθόσκονη, 22 αιώνες πριν. 2 χιλιάδες ξεθαμμένα, σε παράταξη μάχης, μέσα σε 3 λάκκους. 4 χιλιάδες, ακόμα κάτω από το χώμα. Διακρίνεις τους αξιωματικούς από τις πανοπλίες, τα κουρέματα, τα όπλα. Τους τοξότες από τις θέσεις τους, το ίδιο και τους οπλίτες. Οι αρματηλάτες μένουν με τεντωμένα χέρια, όπως κάποτε που κρατούσαν τα χάμουρα. Έχουνε όλοι διαφορετικές φάτσες, φρύδια, μουστάκια. 40000 όπλα βρέθηκαν στους λάκκους. Όταν τους πρωτοξέθαψαν, είχανε έντονα χρώματα οι πολεμιστές, που όμως ξεθώριασαν γρήγορα στον αέρα. Διστάζουν οι κινέζοι να συνεχίσουν τις εκσκαφές. Περιμένουνε τα λεφτά και την τεχνολογία.
Οι πολεμιστές της Σι Αν, βρέθηκαν κατά λάθος, από χωρικούς. Κανένα ιστορικό βιβλίο δεν τους ανέφερε. Αυτό καταδεικνύει ακόμα περισσότερο την αλαζονεία του αυτοκράτορα των Τσιν, που έφτιαξε ολόκληρη πέτρινη στρατιά και την έθαψε μαζί του. Ίσως, όμως, καλύτερα να έμενε θαμμένη. Όλο το λιντόνγκ ζει από τον τουρισμό, παντού πουλάνε ρόδια, αγαλματάκια και στέλνουν τα παιδιά τους να ζητιανεύουν. Εκπορνεύτηκε η αρχαία πρωτεύουσα. Φρικάρω στη θέα των φλας, από αμέτρητες γιαπωνέζικες φωτογραφικές μηχανές. Η σιωπή των πέτρινων πολεμιστών δε μπορεί να καλύψει τον ήχο από το μασούλημα χιλιάδων μπιγκ μακ στη δυτική Κίνα.





Το Δεκέμβρη του 1936, ο στρατηγός Τσιανγκ βρίσκεται στη Σι Αν. Ενώ οι γιαπωνέζοι αλωνίζουνε την Κίνα, η ΚΜΤ επιμένει να κυνηγά τους κομμουνιστές. «Θέλουμε να γιατρέψουμε τα αίτια, όχι τα συμπτώματα της αρρώστειας», επιμένει ο εθνικιστής ηγέτης. 2 στρατηγοί, μπουκάρουνε στο παλάτι που αναπαύεται ο τζενεραλίσσιμο και οι στρατιώτες τους σκοτώνουν τους σωματοφύλακες. Ο Τσιανγκ φοβάται ότι ήρθαν να τον σκοτώσουν και την κάνει από το παράθυρο, φορώντας ένα μακρύ νυχτικό και τις παντόφλες του. Ο Τσιανγκ είναι 61 ετών και ο χειμώνας βαρύς. Σε 13 λεπτά, έχει σκαρφαλώσει 550 μέτρα από το βουνό και κρύβεται σε μια ρωγμή στο βράχο. Τον ανακαλύπτουν μετά από μερικές ώρες.
Για μέρες βαστάνε οι διαπραγματεύσεις. Η γυναίκα του έρχεται στη Σι Αν να παζαρέψει τους όρους της απελευθέρωσης. Τελικά, ο Τσιανγκ συμφωνεί να αναστείλει τις αντικομμουνιστικές δραστηριότητες της ΚΜΤ και να επικεντρωθεί στον αντιγιαπωνέζικο, πατριωτικό αγώνα. Δέκα χρόνια αργότερα, θα σπάσει αυτός ο όρκος.






Λίγες κολώνες και ένα υπόστεγο, μένουν να θυμίζουν την κρυψώνα του Τσιανγκ. Με παγωμένη ανάσα στο μεσοχείμωνο, κοιτάζω τα βράχια και σκέφτομαι πόσο θα μάτωσε το πόδια του και πόσο θα πάγωσε η ψυχή του εκείνη τη βραδιά, 70 χρόνια πριν. Μετά, κατεβαίνω και βλέπω τον ηθοποιό που έπαιξε τον Τσιανγκ σε μια από τις πιο επιτυχημένες κινέζικες σαπουνόπερες, να φωτογραφίζετε με τους τουρίστες.



Στη μεγάλη παγόδα της αγριόχηνας, ο μοναχός Τανγκ Σεν, μετάφρασε τις σούτρες στα κινέζικα. Ο Τανγκ έγραψε βιβλία, αλλά ήταν και ο ίδιος χαρακτήρας σε βιβλίο και μάλιστα στο πιο γνωστό, κλασσικό κινέζικο, «το ταξίδι στη δύση». Από την κορυφή θα μπορούσα να δω όλη την πόλη αλλά δεν μπόρεσα γιατί η ομίχλη με έκανε να κοιτάω χαμηλά. Στην πλατεία απέναντι, εκκωφαντική μουσική από τα μεγάφωνα και πίδακες νερού που εκτοξεύονται συγχρονισμένα με τη μουσική. Δυο ζευγαράκια φιλιούνται μπροστά στα παράθυρα. Στις τοιχογραφίες, η ιστορία του Βούδδα. Ένα πιτσιρίκι έχει μπήξει τις φωνές και τραβά τον πατέρα του να φύγουν. Το κοιτάζω, φέρνω το δάχτυλο στα χείλη και του κάνω νόημα, σιωπή. Με κοιτά μαγνητισμένο. Τα κάνω συχνά κάτι τέτοια, αλλά μου λένε ότι δεν είναι σωστό.


To 742 στήθηκε το μεγάλο τζαμί, η Αυλή του Ουρανού, για τους εκατό χιλιάδες μουσουλμάνους της Σι Αν. Απανωτές δυναστείες το μεγάλωσαν μέχρι που έφτασε, μαζί με τα λουτρά, τους κήπους και τους λοιπούς χώρους, τα δέκα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Αρμονικά δέθηκε η παραδοσιακή ισλαμική αρχιτεκτονική με την κινέζικη. Πλάκες με αραβικά και μανδαρίνικα πάνω σε πέτρινες χελώνες, περιστύλια, ξύλινες γυριστές οροφές, γαλαρίες και υφαντά στους τοίχους πολύχρωμα, που δείχνουνε το στόχο, την Κάσμπα και το μεγάλο προσκύνημα στη Μέκκα.






Νωρίς το πρωί, αχνίζει η ανάσα μου και μπορώ να δω τον χλωμό ήλιο κατάματα. Ακόμα δεν έχουνε πλακώσει οι ορδές των βαρβάρων (σημ. Πολύχρωμοι τουρίστες με τις Κάνον με τους πολυεστιακούς φακούς, τα κόκκινα αντιανεμικά του νορθ φέις, κλπ ) και περιφέρομαι στη σιωπή. Στους εκθεσιακούς χώρους, βλέπω παλιά έπιπλα, καθρέφτες, ένα ηλιακό ρολόι και μια πέτρα με σημάδια από καρφιά: αυτοί που περνούσανε κάποτε τις αυτοκρατορικές εξετάσεις μπήγανε καρφιά στην πέτρα, για να δούνε τι εξέλιση θα έχουνε στην ιεραρχία των υπαλλήλων του αυτοκράτορα. Βγαίνω, κοιτάζω ολόγυρα το παζάρι που στήνεται. Πουλάνε το κόκκινο βιβλίο του Μάο, χαρτογραφίες, υφαντά, αρωματικά κεριά, πέτρινα αγαλματάκια, μουσουλμάνικα σκουφιά. Παντού με καλούν. Χαμογελάω και προσπερνάω.

No comments: