Μοναδική αμερικάνικη παμπ στον κεντρικό πεζόδρομο και είναι τιγκαρισμένη. Αυστραλοί που διδάσκουνε εγγλέζικα στη Μογγολία και ήρθαν για διακοπές, ρώσοι τουρίστες, ντόπιες πουτάνες που ζυγίζουνε τους πελάτες και στοχάζονται ποιος να έχει περισσότερα για να του κουνηθούνε και ένας μεθυσμένος κινέζος μπάρμαν με καπελαδούρα να ξεχνάει τις παραγγελίες. Αρχίζουμε τις τεκίλες και τις μπύρες με το ολλανδέζικο ζευγάρι που μας συνοδεύει και περιμένουμε να αλλάξει ο χρόνος. Η τουαλέτα διακοσμημένη με εικόνες χοντρών γυμνών γυναικών για κάποιο λόγο που αδυνατώ να συλλάβω. Οργισμένη χιπ χοπ στα μεγάφωνα και ο καθένας να τραγουδάει τα δικά του. Φωτογραφίζουμε τις φλογισμένες φάτσες μας και τις γούνινες μπότες μας. Βγαίνω να πάρω τσιγάρα και αρχίζω να πατινάρω στο παγωμένο λιθόστρωτο.
Ο ρωσορθόδοξος ναός της Αγιασοφιάς στην καρδιά του Χαρμπίν έχει γίνει μουσείο. Ακόμα απαγορεύονται οι δημόσιες ορθόδοξες λειτουργίες στην Κίνα. Μέσα, έχουνε κάνει φωτογραφική έκθεση που καλύπτει τα τελευταία 150 χρόνια της πόλης. Το σινορωσικό πόλεμο, τον πρώτο σιδηρόδρομο, τους ρώσους έποικους, την εισβολή των Ιαπώνων στη Μαντζουρία το 1932, την απελευθέρωση, τα πρώτα συμβούλια των κομμουνιστών και τα λοιπά. Ακόμα και αποκόμματα από εφημερίδες που δίνουνε το στίγμα της κάθε εποχής, ανακοινώσεις για πυγμαχικούς αγώνες, οπερέττες και άλλες παραστάσεις. Στα υπόγεια έχουνε κρατήσει κάποιες εικόνες και γλυπτά για κειμήλια. Φοβερές ελαιογραφίες και βυζαντινού τύπου εικόνες, μοτίβα σε μπρούτζο και ξυλόγλυπτα που απεικονίζουν την παναγία, την αγία Σοφία, το Χριστό. Ένας κινέζος καλλιτέχνης το 1986 ζωγράφισε το ναό χωρίς σταυρούς, με αμπαρωμένες πόρτες και παράθυρα και σπασμένα τζάμια, ονόμασε το έργο του «σιωπή», και έδωσε με τέλειο τρόπο την απουσία θεού και λατρείας στο παγωμένο Χεϊλοντζιάνγκ. Πάνω από το Ιερό λείπουνε οι τοιχογραφίες, ακόμα και ο τρούλος έχει ξυστεί. Οι άγιοι απουσιάζουν.
Στο Πινφάνγκ, 25 χιλιόμετρα έξω από το Χαρμπίν, στέκουνε τα χτίρια της μονάδας 731, του τμήματος του γιαπωνέζικου στρατού που ήταν επιφορτισμένο με την έρευνα και τη διεξαγωνή βιολογικού και χημικού πολέμου. 4000 κινέζοι πολίτες και αιχμάλωτοι άφησαν εκεί τις επιθανάτιες κραυγές τους. Οι γιαπωνέζοι τους χρησιμοποίησαν για πειραματόζωα, μολύνοντάς τους με πανούκλα, δένοντάς τους γυμνούς στο κρύο και πετσοκόβοντάς τους ζωντανούς για να δούν την πρόοδο της μόλυνσης στα άντερά τους. Ξεθάφτηκαν τα πήλινα δοχεία που ρίχνανε με αεροπλάνα για να μολύνουν τον πληθυσμό, οι κρεμάστρες για τα εντόσθια, οι σχετικές διαταγές και φωτογραφίες. Το 1945 υποχωρόντας οι γιαπωνέζοι τίναξαν τα περισσότερα κτίρια στον αέρα για να καλύψουν το έγκλημά τους. Μόλις η χώρα τους συνθηκολόγησε, αμνηστεύτηκαν όλοι από τους Αμερικάνους με αντάλλαγμα να δώσουν τα πορίσματα των ερευνών τους. Οι Αμερικάνοι τα χρησιμοποίησαν λίγα χρόνια αργότερα στην Κορέα. Θα είχε θαφτεί το έγκλημα, αν μεταμελημένοι οι γιαπωνέζοι στρατιωτικοί γιατροί δεν είχανε γυρίσει στο μέσα της δεκαετίας του 80 στην Κίνα και δεν είχαν δώσει συνεντεύξεις. Βοήθησαν μάλιστα και τις εκσκαφευτικές προσπάθειες. Άφησα το παγωμένο χτίσμα γεμάτος σκοτεινές σκέψεις.
Ρέπλικες γαλλικών ναών, πελώριοι βούδες, τμήματα του σινικού τείχους, όλα φτιαγμένα από μπλόκ πάγου και φωτισμένα από μέσα με πολύχρομες λάμπες φθορίου. Δυο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες μέσα στις μπότες μου και ακόμα παγώνω. Σκαρφαλώνω παγωμένες σκάλες και κατεβαίνω τσουλήθρες, χάνομαι μέσα σε λαβύρινθους από πάγο. Κοιτάζω σκηνές, άλογα, λευκές αλεπούδες και σκηλιά δεμένα στα έλκηθρα.
Βαρέθηκα το κρύο και καταλήγω το βράδυ σε μια ρώσικη ντίσκο. Γεμάτη αστυνομία με γκλομπ για να προλάβει τα αποτελέσματα της βότκας. Μαφιόζικες φάτσες, χαραγμένες από το χρόνο και τα βίτσια. Αρχίζει το σόου. Ρωσίδες με λεοπαρδαλέ εσώρουχα κουνιούνται, σκαρφαλώνουν σε ένα στύλο, αφήνουν κραυγές. Κάνουν γυμναστικές επιδείξεις κουνιώντας την ψεύτικη ουρά τους. Ένα ζευγάρι χορεύει τανγκό. Κοριτσάκια με πατίνια τινάζονται το ένα πάνω από το άλλο. Και στο κορύφωμα, ένας μογγόλος πιτσιρικάς, δέκα χρονών περίπου, πετάει μπαλτάδες πάνω από το σώμα ενός άλλου πιτσιρικά και οι λάμες καρφώνονται σε ταμπούρλα πάνω από το κεφάλι του δεύτερου και ανάμεσα στα πόδια του.
Στα όρια της πόλης και αγγίζοντας το ποτάμι βρίσκεται το πάρκο του Στάλιν. Πριν το γύρισμα του χρόνου καρφώθηκα εκεί να βλέπω τα πυροτεχνήματα από την άλλη όχθη. Δεσπόζει μπροστά μου ένα σοβιετικό μνημείο, μπρατσωμένοι εργάτες, αυτόματα και σπαθιά που σκίζουν τον ουρανό. Φωτισμένο από τις δεσμίδες έξι προβολέων, υπερυψωμένο, μου θύμισε το μαμαγιέτ κουργκάν πάνω από το Στάλινγκραντ.
Την άλλη μέρα, πάω στο πάρκο από νωρίς. Τα αγάλματα του Στάλιν έχουν αποκαθηλωθεί, αλλά παραμένει η τεχνοτροπία: γεροδεμένα κορίτσια με τη στολή της επανάστασης, εργάτες που σφάζουνε δράκους, παλικαράκια με αυτόματα. Στα παγωμένα νερά δίπλα, χειμερινοί κολυμβητές. Μπαίνουμε σε μια άμαξα που τη σέρνει άλογο. Το άλογο αφηνιάζει και αρχίζει να κόβει κύκλους δίπλα στο νερό. Αρχίζει να τρέχει και ο ολλανδός φίλος μου στο φόβο του τινάζεται έξω. Τώρα όλα είναι υπό έλεγχο, φωνάζω στον οδηγό να σταματήσει για λίγο να τον μαζέψουμε αλλά το ματζουριανό αφτί του αργεί λίγο παραπάνω να πιάσει την προφορά μου. Επιστρέφω, για λουκάνικα και μπύρα.
No comments:
Post a Comment