2007/01/25

Έσω Μογγολία





Ο μεγάλος Χαν πέθανε στο ΤσινγκΧάι. Αιώνες μετά, φέρανε τις στάχτες του πιο βόρεια. Σκεφτήκανε το μέρος που έπεσε μια φορά το μαστίγι του και κουβαλήσανε το δικό του δοχείο και τις στάχτες των γυναικών του. Και χτίσανε ένα μεγάλο μαυσωλείο και το ντύσανε με πολύχρωμα χαλιά. Σκάσανε πάνω του τα κύμματα του χρόνου, οι σοβιετικοί πιο βόρεια, οι κινέζοι πιο νότια, αφηνιασμένοι ερυθροφρουροί, χωρικοί χωρίς ιδέα και μετά από όλα αυτά, αποφάσισαν να κάνουν διορθωτικά έργα το σωτήριον έτος 2005, για να μην μπορώ να μπω μέσα εγώ, έχοντας κάνει 12 ώρες στο τρένο και άλλες 5 σε λεωφορεία και να βρίζω και να μασάω τα χείλια μου..αλλά τουλάχιστον έβγαλαν 3 σκηνές, σαν τις παραδοσιακές γιούρτες και μετέφεραν τα δοχεία και τα χαλιά και τα θυμιάματα μέσα. Έφτιαξαν και βότκα με την ονομασία του μεγάλου χαν και έβαλαν μπουκάλια μπροστά στο ιερό και έντυσαν και έναν τύπο παραδοσιακά να φωτογραφίζετε με τους τουρίστες.






Έζησες σε καλύτερους καιρούς, Τεμουτζίν και το αίμα σου, ο Ογκοτάι έφτασε έξω από τη Βιέννη. Το εγγόνι σου ο Κουμπλάι κίνησε τη δυναστία που γέμισε θαυμασμό τα μάτια του Μάρκο Πόλο. Τι έμεινε τώρα; Το τόξο σου πάνω σε ένα τραπέζι, να το κοιτάνε άσχετοι που δε μπορούν να συλλαβίσουν το όνομά σου, ενώ μιλάνε στο κινητό ή σκέφτονται τι θα φάνε σε λίγο.

Το ΝτονγκΣεν έχει ντίσκο ολοκαίνουρια. Με γιγαντοθόνες που παίζουνε πως γυρίστηκαν τα βίντεοκλιπ της Μπρίτνευ Σπηρς. Έχει και στύλους και κλουβιά για να χορεύουνε αισθησιακά ντυμένες κινέζες. Παίζει ποπ. Αλλά παγωμένες μπύρες δεν έχει. Αυτό δείχνει πως εισβάλλει ο καπιταλισμός στην πρώην νομαδική, πρώην αυτοκρατορική, πρώην κομμουνιστικη βόρεια Κίνα. Πρώτα έρχεται το KFC. Μετά τα σεξ σόπς. Η μπύρα, υποθέτω, θα λάβει τη θέση που της αξίζει (μέσα στο ψυγείο) λίγο πριν τους ολυμπιακούς.






Το Μπάοτοου έχει περί τα 2 μύρια κόσμο, μοιρασμένα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του. Στη μέση, 20 χιλιόμετρα χάος. Σκαμμένοι δρόμοι. Πουλάνε κρέας στις άκρες. Άλογα. Ερείπια. Εμπορικά κέντρα. Βραζιλιάνικο μπάρμπεκιου. Πιτσαρία. Συντριβάνια. Χαν. Μογγόλοι. Ποδήλατα. Μπάτσοι.
Καθώς γυρίζω στο ξενοδοχείο τσακισμένος από κούραση, ο ταξιτζής παίζει Σελίν Ντιόν. Είναι μεγάλος ο κόσμος και παράξενος και με λίγο νόημα.






ΝταΤσι, μια ώρα μακριά από το ΝτονγκΣεν, δυο ώρες μακριά από το Μπάοτοου, 3 αιώνες μακριά από τον δυτικό κόσμο. Παζαρεύουμε αμάξι για να πάμε στους αμμόλοφους. Εργάτες έρχονται, κάνουνε ημικύκλιο γύρω μου, στηρίζονται στα φτιάρια τους και ανάβουνε τσιγάρο. Με κοιτάνε λες και είμαι εξωγήινος. Ανάβω και γω τσιγάρο και τους κοιτώ. Μετά από μισή ώρα, τα παζάρια λήγουνε, το αμάξι βρίσκεται και τρέχουμε 40 λεπτά μακριά, εκεί που η έρημος Γκόμπι βάζει δάχτυλο μέσα στη νότια, έσω Μογγολία. Ανεβαίνω την άμμο, βλέπω τις καμήλες μαζεμένες, πληρώνω 35 κουάι και τραβάω για μισή ώρα μέσα στην έρημο. Ανάμεσα στις δυο καμπούρες, κάτω από τον πελώριο ουρανό, με τον τύπο μπροστά να τραβάει το σκοινί και να τσαλαβουτάει στην άμμο, αιστάνομαι καλά, κάτω από το δέρμα μου.









Θέλω να δω τη στέππα, αλλά είναι μακριά ακόμα. Περνάμε χωματόδρομους, σταματάμε ένα μπάρμπα. Να καβαλήσουμε το άλογό σου; Όχι, λέει, και φεύγει. Χοντό χορτάρι, στα όρια. Φράχτες. Ξαναφεύγω. Το τσακισμένο πρόσωπο του οδηγού τον δείχνει πενηντάρη. Τον ρωτάω. Είμαι 33, μου λέει.






Δεν είναι λεωφορείο, είναι μια κινητή παγίδα από μέταλο. Τρύπες από τσιγάρα στα καθίσματα, μυρωδιά μωρού που έχει χεστεί πάνω του. Οι μισοί καπνίζουνε, έχει πλακώσει ομίχλη, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Τσουλάμε με 20 χιλιόμετρα την ώρα, περιμένοντας να μαζέψουμε και άλλους. Η χοντρή μπροστά βάζει το δάχτυλο στο αφτί του άντρα της και σκαλώνει το κερί στο νύχι. Το κοιτάει και το τινάζει νωχελικά. Στον επόμενο σταθμό, τρώω ρύζι, κοτόπουλο με φυστίκια και πίνω ξεθυμασμένη κοκακόλα. Το άλλο λεωφορείο είναι καλύτερο, έχει τηλεόραση και παίζει ινδικό μιούζικαλ. Όλες οι ινδικές ταινίες είναι μιούζικαλ. Ζήτω το μπόλυγουντ. Μετά παίζει και το ντάνυ δε ντογκ με τον Τζετ Λι. Πειρατική κόπια. Χαμογελάω.



Σε όλους τους δρόμους κάνουνε έργα, έχει μπλοκάρει όλο το οδικό δίκτυο. Έχουνε ανοίξει παρακαμπτήριους και πάνω στην εθνική, ένα κατακόκκινο σήμα πάνω σε ένα λοφάκι χώματα. Ο οδηγός μας όμως, δε μασάει. Μπαίνει στον κλεισμένο δρόμο, οδηγώντας το λεωφορείο σα τζιπάκι και για 2 χιλιόμετρα οδηγάμε στη μοναξιά του κλειστού δρομου. Μέχρι που φτάνουμε κυριολεκτικά στο τέλος του οδοστρώματος. Το λεωφορείο παρακάμπτει, μπουκάρει στο βενζινάδικο, προσπαθεί να προσπεράσει τους εκσκαφείς. Ο οδηγός βγαίνει, γκρινιάζει, πείθεται ότι δεν είναι δυνατό να συνεχίσει, κάνει αναστροφή στα χώματα, γκαζώνει, γυρίζει στον παρακαμπτήριο, χάνεται, περνάει από μια άλλη πόλη και ξαναβρίσκει την εθνική από ατύχημα. 53 χιλιόμετρα. 2 ώρες στο λεωφορείο.






Με πολλές στροφές, σκαρφαλώνει ο δρόμος πάνω από το Μπάοτοου στο βουνό. Κοιτάζω στις πλαγιές τους πελώριους άσπρους χαρακτήρες που μνημονεύουνε τον ένδοξο κόκκινο στρατό. Σε ρουμάνια κρυβόντουσαν οι αντάρτες, όταν οι εθνικιστές του Τσανγκ Κάι Σεκ πιέζανε, ανεβαίνοντας πιο βοριοανατολικά προς τη Ματζουρία. Περνάω ασήμαντα χωριά μέχρι να φτάσω στο μοναστήρι, χτισμένο κατά τα πρότυπα των μεγάλων παλατιών στη Λάσα. Ένα σκοπό είχε, να βρει και να ετοιμάσει τον επόμενο ζωντανό Βούδα. Από το 18ο αιώνα βρήκανε 6. Μετά την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, κανείς.





Οι τοιχογραφίες παραμένουνε πολύχρωμες, επαναλαμβάνοντας την ίδια ιστορία δεκάδες φορές, τη γέννηση του Σιντάρτα, τις 4 συναντήσεις, τον ασκητικό καιρό, το φωτισμό του. 9 διαδοχικά χτίσματα σκαρφαλώνουνε την πλαγιά, οι μοναχοί μαθαίνουνε τη βουδική σκέψη, μαθηματικά, ιατρική, μέχρι το τελευταίο, όπου για να μπούνε πρέπει να νέψει ο εξαταστής στον πέτρινο θρόνο του. Η κατοικία του λάμα, άδεια, ταπεινή με ένα ξύλο για κρεβάτι. Αλλά στους τοίχους πολεμιστές προστάτες, με δεκάδες χέρια και πρόσωπα, που έχουνε ξελουρίσει δαίμονες και τους έχουνε φορέσει σέλες και χάμουρα στα άλογά τους. Παράδοξο, οι δαίμονες μοιάζουνε άνθρωποι, οι προστάτιδες θεότητες έχουνε φλόγες στα μάτια, νύχια και σκυλόδοντα. Στις πόρτες χρωματισμένα δέρματα. Δυνατά σύμβολα, η αρετή αμύνεται, το κακό φοράει μουτσούνα ανθρώπινη. Μέσα, τα μεγάλα μπρούτζινα αγάλματα του σιντάρτα, που κρατάει στο ένα χέρι το Λωτό και στο άλλο το Ξίφος. Φοράει το κίτρινο σκουφί, της κίτρινης σέκτας του θιβετιανού βουδισμού. Στο Ουντάνγκ (σημ. Ιτιά, στα μογγόλικα) το κίτρινο αντικαθιστά το κόκκινο των Σαολίν.





Μαζεμένες οι στάχτες των δασκάλων, σε μπρούτζινα δοχεία πίσω από τα τζάμι. Βαριά μυρωδιά θυμιάματος. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες των 2 τελευταίων. Προσφορά καρποί και χρήματα σε μεταλλικά πιάτα. Χαλιά στις κολώνες. Βγαίνω έξω, προσέχοντας να μην πατήσω τη νοητή γραμμή πάνω στην είσοδο. Ο ήλιος χτυπά τα μάτια μου. Και παίρνω το αεροπλάνο και γυρίζω σε αυτό που αποκαλώ σπίτι μου, αφού το σπίτι μου δεν το έχω βρει ακόμα.

1 comment:

anywhere_Smile said...
This comment has been removed by a blog administrator.