Μια ιστορία που μιλά για μια πτώση μιλά αναγκαστικά και για την αναπόφευκτη πρόσκρουση. Τέτοια είναι και η ιστορία της Νότιας Αφρικής. Οι πολιτικοί λένε πως ελπίζουνε ενάντια στα νούμερα, οι επενδυτές ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, οι λευκοί μεταναστεύουν δίχως τύψεις, οι μαύροι καπνίζουν ντάγκα αγνοώντας, εθελοτυφλώντας, αρνούμενοι να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Η χώρα στέκεται στο χείλος του γκρεμού και ετοιμάζεται για το μεγάλο άλμα. Ένας στους τέσσερις ενήλικους νέγρους έχει AIDS, μερικοί καταυλισμοί έχουν έξι και έξι φορές έξι την εγκληματικότητα της Νέας Υόρκης. Ο αυτοκινητόδρομος που ενώνει Πρετόρια και Γιοχάνεσμπουργκ είναι μια λαιμητόμος. Ο δείχτης λευκής μετανάστευσης ποτέ και πουθενά δεν ήταν υψηλότερος, η μέση τάξη δε στηρίζεται και δεν αυξάνει εξαιτίας μια τελείως ανεπαρκούς παιδείας. Μαθητές παίρνουν απολυτήριο με συνολική επίδοση 35%, συλλαβίζοντας ακόμα τα εγγλέζικα, γράφοντας ανορθόγραφα και το όνομα της πόλης τους.
Οι πόλεις γκετοποιούνται, οι επιχειρήσεις και οι κατοικίες τραβιούνται στα προάστια. Οι ουρανοξύστες χάσκουν άδειοι. Υπήρξε πρόταση ο πρώην τηλεπικοινωνιακός πύργος του Γιοχάνεσμπουργκ να μετατραπεί σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Οι πάντες οπλοφορούν. Μετά τη δύση του ήλιου δεν μπορείς να πλησιάσεις κανέναν για να ζητήσεις οδηγίες. Η Ανγκλο-Αμέρικαν, που ουσιαστικά έφτιαξε τη Νότια Αφρική, αποτραβιέται απ’ το χρηματιστήριο ελέγχοντας πλέον μόνο το 13% των διακινούμενων μετοχών. Παρά τη δημιουργία του νέου επιχειρησιακού κέντρου στο Σάντον, η χώρα βουλιάζει. Το ραντ έχασε το ένα πέμπτο της αξίας του στους 6 μήνες που βρέθηκα εκεί. Η αστυνομία κάνει μόνο για διακόσμηση και εν τέλει, φρουροί, αυτόματα, σκύλοι, περίπολοι, ηλεκτροφόροι φράχτες, συστήματα ασφαλείας, δεν αρκούν, γιατί ακόμα κι αν κρατήσουν το θάνατο για λίγο μακριά από τα γκαζόν και τις πισίνες, δε μπορούν να εμποδίσουν το φόβο και την ένταση που φιλτράρονται και που φτάνουν και μπαίνουν στα κρανία και δηλητηριάζουν τα μυαλά.
Αυτή δεν είναι η χώρα που παρουσιάζεται στα τουριστικά γραφεία, στην τηλεόραση και στις αφηγήσεις των περισσοτέρων ταξιδευτών. Η Νότια Αφρική της μπροσούρας και της γραφικής κάρτας είναι γεμάτη από ηλιοβασιλέματα στο Κέιπ Τάουν, αναρριχήσεις στα Ντράκενσμπεργκ, σαφάρι, παραδοσιακούς χορούς, ελέφαντες, γριές που λένε το μέλλον και ηλιοφάνεια. Σ’ αυτή τη χώρα όλοι ξέρουνε τους καλούς και τους κακούς, τι σήμαινε η εξέγερση του 76, ποιοι ήταν οι φταίχτες και τα θύματα και πως τα πικρά φρούτα που γεύονται τώρα είναι απ’ τη συγκομιδή της καταπίεσης.
Ξεχνάμε ό,τι νομίζουμε ότι ξέρουμε και πιάνουμε στομάχι, νου κιαρχίδια γερά, αφήνοντας τις προκαταλήψεις να πέσουν.
Το Σοβέτο αναπτύχθηκε από έναν αρχικό, μικρό πυρήνα καταυλισμών. Η επέκταση έγινε προς τα δυτικά και προς τα νότια. Παραγκουπόλεις συνέχισαν ν' αθροίζονται ακόμα και μετά την πτώση του παλιού συστήματος. Αρχικά υπήρξε η απαγόρευση να ζούνε μαύροι στις λευκές πόλεις. Το μεγάλο σχέδιο ήταν να περιοριστεί ο εγχώριος πληθυσμός σ' ορισμένες αγροτικές περιοχές που δεν κάλυπταν παρά το 13% της χώρας. Ως αποτέλεσμα του στοιβάγματος των τεσσάρων πέμπτων του πληθυσμού στο ένα έκτο της χώρας, η γη χέρσεψε από την υπερεκμετάλλευση. Για να αποφύγουνε τον επερχόμενο λιμό αλλά και για να δημιουργήσουνε χρήματα για τις οικογένειές τους, μαύροι άντρες άρχισαν να μαζεύονται στα περίχωρα των πόλεων και αφέθηκαν να χρησιμοποιηθούν ως φτηνή εργατική δύναμη, κυρίως σ' ορυχεία και εργοστάσια. Τούτη είναι, λοιπόν η αιτία της δημιουργίας των καταυλισμών. Η ανταλλαγή της λιμοκτονίας σ' αγροτικό περιβάλλον, με την αστική μιζέρια.
Η υπόθεση περιπλέχτηκε από μια σύγκρουση συμφερόντων. Από τη μια μεριά, το σύστημα, η λευκή εργοδοσία είχε ανάγκη το μαύρο εργάτη. Από την άλλη, έπρεπε να τον κρατήσουν μακριά από την πόλη, να ελέγξουν την πληθυσμιακή ροή, να ενθαρρύνουν την επιστροφή σ' επίπλαστες και κακοσχεδιασμένες "πατρίδες" στα βάθη του Τρανσκέι και στα περίχωρα του Λεσότο. Ο μαύρος έπρεπε να είναι κοντά στην πόλη, αλλά όχι μέσα σ' αυτήν. Έπρεπε να εργαστεί γι αυτούς, αλλά και να σπρωχτεί μακριά, σε μια ξεπατωμένη γη. Aυτή η σχιζοφρένεια του πολιτικού συστήματος τσάκισε τη μαύρη οικογένεια. Ο άντρας έφευγε για να δουλέψει κοντά σε κάποια πόλη, μένοντας σε πανάθλια "ξενοδοχεία" των παραγκουπόλεων μαζί με τους ομόμοιρούς του, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά έμεναν πίσω. Στη συνέχεια, και αφού τα χρήματα δεν επαρκούσαν, ολόκληρες οικογένειες μετοικούσαν στους καταυλισμούς στην περιφέρεια των πόλεων.
Η γέννηση του Σοβέτο εντοπίζεται νωρίτερα. Ο καταυλισμός υπήρξε σπέρμα των χρυσωρυχείων του Γιοχάνεσμπουργκ και της ζήτησης εργατικού δυναμικού. Κι ωστόσο, μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πάνω από 60 χρόνια απ' την άτυπη σύστασή του, το Σοβέτο απέχτησε αυτοσυνείδηση ως μαύρη πόλη. Το 1959 προτάθηκε ψηφοφορία για να δοθεί όνομα που να καλύπτει τους καταυλισμούς του Ορλάντο, τα Μέντοουλαντς και το Ντίπκλουφ. Το ακρωνύμιο Soweto (South Western Townships) επικράτησε ως δηλωτικό αυτού του συνονθυλεύματος από σπίτια και παράγκες, νότια και δυτικά της Πόλης του Χρυσού.
Στα 30 χρόνια που ακολούθησαν, μέσα από σφαγές και εξεγέρσεις, το Σοβέτο επεκτάθηκε ακόμα νοτιότερα και ακόμα δυτικότερα. Η ταχύτητα επέκτασης ήταν αντιστρόφως ανάλογη της επιθυμίας του κράτους να φροντίσει τις συνθήκες διαβίωσης της μαύρης εργατικής τάξης, η οποία ούτως ή άλλως είχε διογκωθεί σε βαθμό που έκανε την ανεργία να καλπάζει. Μ' αυτό, δε θέλω να πω ότι ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να απορροφήσει μια τέτοια εργατική δύναμη. Η ταχτική του εθνικιστικού κόμματος να καταποντίζει την ποιότητα της μαύρης εκπαίδευσης και να παρακρατά εξειδικευμένα επαγγέλματα μόνο για λευκούς τεχνίτες, δημιουργούσε μόνο χειρώνακτες που ήταν αδύνατο να απορροφηθούν. Οι συνέπειες τούτης της ταχτικής φάνηκαν και μετά το 94, όταν η ανεργία συνέχισε να αυξάνεται - η μαύρη, απαίδευτη κοινωνία αδυνατούσε να συγκροτήσει μέση τάξη. Οι λευκοί άρχισαν να μεταναστεύουν και στην προσπάθειά της να μορφώσει τους μαύρους, η νέα κυβέρνηση άρχισε να ρίχνει τα κριτήρια της εκπαίδευσης. Προτρέχω όμως, και πέφτω σ' άλλο θέμα.
Για πολλές δεκαετίες στο Σοβέτο δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα, θέατρα, κινηματογράφοι, γενικά οτιδήποτε μπορεί να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, ν' ανακουφίσει. Μόνο παράνομα ταβερνεία, αυτοσχέδιες γιορτές κι αυτό που αποκαλώ "πολιτισμό της γειτονιάς" - μπάλα, βόλτες, ντάγκα. Περιοχές ολόκληρες δεν είχαν νερό και ηλεκτρισμό, οι κάτοικοι τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, ψήνονταν το καλοκαίρι, τουρτούριζαν το χειμώνα και γενικά υπέφεραν και πέθαναν. Οποιαδήποτε θρυλούμενη αναδιαμόρφωση των καταυλισμών επί Απαρτχάιντ, ή οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του μαύρου αστού, ήταν τελείως εικονική μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Εντάξει, φτιάχτηκε ένα πολυκατάστημα στη Ντόμπσονβιλ, ακολούθησαν μερικά ακόμα, νομιμοποιήθηκαν τα ταβερνεία, αλλά στην ουσία το Σοβέτο παρέμενε ένα γκέτο, μια επικίνδυνη ζώνη που ήταν καλύτερα ν'αγνοείται. Κι έπειτα, άρχισε ο πόλεμος.
Οι μαύροι των καταυλισμών οδηγήθηκαν στις εκλογές του 94 παρασυρμένοι από ένα ποτάμι αίμα. Ήδη, 3-4 χρόνια, τα μέλη του ANC και τα μέλη του Ινκάθα, του σκληροπυρηνικού κόμματος του Μπουτελέζι βρίσκονταν στα μαχαίρια. Και καθώς παραδοσιακά οι Κόζα υποστήριζαν τον ομόφυλό τους Μαντέλα, και οι Ζουλού τον Μπουτελέζι, μια πολιτική διαμάχη φυλετικοποιήθηκε, με αποτέλεσμα άνθρωποι να σφάζονται στο δρόμο με την υποψία ότι ανήκουν σ'αυτή ή στην άλλη φυλή. Βεβαίως οι υποψίες δεν επαληθεύονται πάντα, και τύχαινε κάποιος Πόντο να μαχαιρωθεί δεκάδες φορές και να ψυχορραγήσει στο οδόστρωμα - αλλά τι σημασία έχουν οι μεμονωμένες απώλειες; Τον καιρό εκείνο ένα ειδησεογραφικό δελτίο ανέφερε πως "σ'αυτό που η αστυνομία περιέγραψε ως ένα γενικά ήρεμο σαββατοκύριακο, μόνο 52 άτομα έχασαν τη ζωή τους στο Σοβέτο". Μόνο.
Όποιος πιστεύει σε κάποια μαύρη αδελφοσύνη ή αλληλεγγύη είναι ηλίθιος. Η ικανότητα του αφρικανού για ακραίες βιαιοπραγίες σαστίζει το νου. Πέρα από τις πολιτικές διαμάχες στους καταυλισμούς, στις αρχές της δεκαετίας του 90 παρουσιάστηκαν και οι πόλεμοι των ταξί. Ήδη μια προσοδοφόρος εργασία είχε θεμελιωθεί πάνω στις μετακινήσεις εργατικού δυναμικού και καταναλωτών στο τρίγωνο κέντρο-καταυλισμός-προάστια. Χρησιμοποιούνταν βαν με 11 και 14 θέσεις, τα περισσότερα κλεμμένα και αλλαγμένα. Στη διεκδίκηση των πιο κερδοφόρων διαδρομών ανταλλάσσονταν πυροβολισμοί. Το ένα βαν πλεύριζε το άλλο, τίγκα στον κόσμο, κατεβαίνοντας με 80 τον αυτοκινητόδρομο, ο ένας οδηγός πυροβολούσε τον άλλον και το φορτηγάκι συντριβόταν ακυβέρνητο στους διαχωριστικούς φράχτες ή στα χαντάκια. Όλοι νεκροί.
Αυτό ήταν το Σοβέτο, φίλε μου. Τότε υπήρχαν προειδοποιητικές πινακίδες στους δρόμους του τύπου, "προσοχή, μπαίνετε στο Σοβέτο". Τώρα, οδηγώντας από το Ρούντεπορτ στη Ντόμπσονβιλ βλέπεις ένα μεγάλο σήμα, ένα ανθρωπάκι μ'ανοιχτά χέρια και βαμμένο στα χρώματα της σημαίας, κι από κάτω γράφει, "καλωσόρισες στο Σοβέτο". Αναρωτιέμαι για ποιόν είναι το καλωσόρισμα.
No comments:
Post a Comment