2019/01/02

Τασκένδη | Τσόρσου | Μνημείο Κοσμοναυτών


Προσγειώνομαι στην Τασκένδη γύρω στις 7 ταπόγεμα. Θα είχα φτάσει νωρίτερα αλλά μια άγρια καταιγίδα καθήλωσε το αεροσκάφος στην Κουάλα Λουμπούρ για ένα δίωρο. Μέσα σε λίγα λεπτά έχω τελειώσει με έλεγχο διαβατηρίων, τελωνεία και παραλαβή αποσκευών, ένα θαύμα βιβλικών διαστάσεων. Αργότερα μαθαίνω πως το θαύμα οφείλεται στον Μιρτζιγιόγεφ, τον καινούριο πρόεδρο, ο οποίος παλεύει να δώσει νέα κατεύθυνση στη χώρα μετά το θάνατο του Καρίμοφ το 2016, υπό την ηγεσία του οποίου τα διαδικαστικά παρέμεναν στο μετασοβιετικό ψυγείο. Βγαίνω στο σκοτάδι, κρύο, Δεκέμβρης. Το αίμα μου έχει αραιώσει στον ισημερινό. Εκατό οδηγοί ουρλιάζουν, αλλά έχω κανονίσει. Πελώριες λεωφόροι, άδειοι δρόμοι. Στο ξενοδοχείο, το δωμάτιο θυμίζει σάουνα. Θερμαινόμενα πατώματα, παχιά χαλιά, άδειοι τοίχοι, στενά κρεβάτια. Μου αρκεί.  


Σηκώνομαι νωρίς, τρώω πρωινό. Αλλάζω εκατό δολάρια για ουζμπέκικα σομ και παίρνω ταξί για το σιδηροδρομικό σταθμό. Θέλω να κλείσω εισητήρια για την Μπουχάρα την άλλη μέρα. Η Τασκένδη είναι κατάχλωμη. Ομίχλη. Τα χρώματα μουντά. Λίγα αυτοκίνητα στο δρόμο, σοβιετικές πολυκατοικίες. Αγέλαστες γυναίκες, αγέλαστοι άνδρες, μαύρα παλτά. Παίρνω το μετρό, το πρώτο μετρό της Κεντρικής Ασίας. Τα έργα άρχισαν το 1966, η κατασκευή της πρώτης γραμμής ολοκληρώθηκε μια δεκαετία αργότερα. Οι σταθμοί της Τασκένδης είναι αριστουργήματα αρχαιοφουτουρισμού, γεμάτοι μαρμάρινες κολώνες και πελώριες πλατφόρμες, ψηφιδωτά και διακοσμημένους θόλους και ένστολους υπαλλήλους και ατέρμονες κυλιόμενες σκάλες. Γυναίκες με στολές μέσα σε μικρά κιόσκια γράφουν σε καταλόγους και σηκώνουν τηλέφωνα κατασκευασμένα πριν μισό αιώνα. Το μετρό της πρωτεύουσας θυμίζει χρονοκάψουλα: εδώ βρίσκεται η Σοβιετική Ένωση του 1976, παγωμένη και εκτεθειμένη, σα μαμούθ σε μουσείο. Πριν λίγα χρόνια απαγορεύονταν οι φωτογραφίες, αλλά τα πράματα έχουν χαλαρώσει. 




Πηγαίνω στο Τσόρσου, το μεγάλο παζάρι, στη βορειοανατολική γραμμή. Δεν έχει μεσημεριάσει ακόμα. Η Τασκένδη παραμένει ενδεής χρωμάτων.Ο θόλος του παζαριού χαρίζει λίγο γαλάζιο και ένα γύρω το παζάρι ξεδιπλώνεται υπό τον ουρανό. Οι πάντες διαφημίζουν την πραμάτεια τους. Τσαγκάρηδες, μανάβηδες, ράφτες – πωλητές ρούχων και μπαχαρικών και νευρικοί τύποι που ανταλλάσουν συνάλλαγμα παράνομα και γυναίκες που πουλούν μεταξωτά φουλάρια. Η όλη σκηνή μου μοιάζει εξαίρετα χορογραφημένη – πόσες χιλιάδες φορές έχει παιχτεί ξανά και ξανά τα τελευταία χίλια πεντακόσια χρόνια στο Δρόμο του Μεταξιού;


Μέσα στο μεγάλο θόλο, στο ισόγειο: γιαούρτι, μέλι με κερύθρα, τυριά, και κρέας αλογίσιο και κεφάλια αλόγων. Στον πρώτο όροφο τα μπαχάρια. Διάφοροι νεαροί τύποι προσπαθούν να μου πουλήσουν τσάι και σαφράνι και καρύδια και ξεραμένα σύκα. Στην τεράστια λαϊκή αγορά έξω απτον θόλο, οι ίδιοι φρενήρεις ρυθμοί. Ρύζι, στραγάλια, φακές, ρόδια. Εντοπίζω τέσσερεις μπανάνες σε ένα καφάσι και μούρχονται γέλια. Μου φαίνεται εξαιρετικά διασκεδαστικό να πωλούνται μπανάνες για τρελές τιμές τουτον τον Ουζμπέκικο Δεκέμβρη. Συνεχίζω την άσκοπη περιήγηση. Γλώσσες φωτιάς από τους ασπροβαμένους φούρνους, ψωμιά, κουλούρια, κρεατόπιτες. Εντέλει αποφασίζω να φύγω απτο παζάρι. Ήθελα να δώ άλλα πράματα, αλλά κατέφτασα πάνω σε εθνική γιορτή και τα μουσεία ήσαν κλειστά.




Τζαμιά, ισλαμικά σχολεία. Βρίσκω ένα μικρό εστιατόριο στην άκρη του παζαριού και τρώω πιλάφι με κρέας και πίνω τσάι με λεμόνι. Καθώς περπατάω στο σκεπασμένο πεζοδρόμιο περνάω μαγαζιά που πουλούν εργαλεία και κουζινικά και μαγαζιά που επιδιορθώνουν διάφορα μουσικά όργανα. Δύο γέροι παίζουν σκάκι και κόσμος έχει μαζευτεί και χαζεύει. Ξύλινες κούνιες και παιδικά κρεβατάκια, ξυλόγλυπτα και μπογιατισμένα. Στο δρόμο όλα ταυτοκίνητα είναι λευκά και φέρουν το σταυρό της Σεβρολέ. Αργότερα και πάλι, μαθαίνω για την κοινοπραξία της κυβέρνησης με τους νοτιοκορεάτες της Νταεγού και με τη Τζένεραλ Μότορς.

Μετρό και πάλι και μαύρα παλτά. Άνοδος. Το Μουσείο των Τιμουρίδων είναι κλειστό. Περνάω τη Νομική Σχολή και στρίβω στον πεζόδρομο. Πωλητές βιβλίων, τύποι που σχεδιάζουν την καρικατούρα σου για ένα δολλάριο. Στην πλατεία απέναντι δεσπόζει το μπρούτζινο άγαλμα του Ταμερλάνου πάνω στάλογό του. Το άγαλμα στήθηκε μετά την ανεξαρτησία του Ουζμπεκιστάν. Στην ίδια θέση χρόνια πριν δέσποζαν άλλα αγάλματα, του στρατηγού Κάουφμαν, του Λένιν, του Μαρξ. Οι λιγοστοί επισκέπτες φωτογραφίζονται μπροστά στο μεγάλο κατακτητή. Φωτογραφίζομαι και γω.  


Όταν φτάνω στο σταθμό του Κοσμοναυτλάρ το σαγόνι μου κρεμάει. Κοιτάζω από τη μέση της πλατφόρμας τα ψηφιδωτά πορτραίτα στους τοίχους που απεικονίζουν τον μεγάλο Ουλουγκ Μπεκ και τον Ίκαρο, τον Γκαγκάριν και τη Βαλεντίνα Τερέσκοβα. Γαλάζιοι τοίχοι και ύστερα μαύροι πριν τα τούνελ. Τα τρένα που μπαίνουν στις σήραγγες συμβολίζουν την άνοδο από την φιλική ατμόσφαιρα στο παγωμένο σκοτάδι του διαστήματος. Το Κοσμοναυτλάρ συνιστά φόρο τιμής στους σοβιετικούς αστροναύτες, κυρίως στον Βλαδιμίρ Τζανιμπέκοφ που γεννήθηκε στο Ουζμπεκιστάν και που πέρασε 145 μέρες στο διάστημα κατά τη διάρκεια 5 αποστολών. Ο Τζανιμπέκοφ γεννήθηκε μάλλο όνομα αλλά αποφάσισε να υιοθετήσει το επίθετο της γυναίκας του, μια πρωτάκουστη πρωτοπορεία τον καιρό εκείνο. Ο πεθερός του δεν είχε γιους κι ο αστροναύτης αποφάσισε να διασώσει το όνομα του προγόνου του, του Τζανιμπέγκ, μεγάλου χάνου της Χρυσής Ορδής τον δέκατο τέταρτο αιώνα. 







Πριν από την έξοδο του σταθμού, σέναν τοίχο καταλογογραφούνται δεκάδες σοβιετικοί κοσμοναύτες. Αναγνωρίζω τόνομα του Κόμαροφ, του φίλου του Γκαγκάριν, θυσιασμένου λόγω της ματαιοδοξίας των πολιτικών, μάρτυρα της βιασύνης ενός νεκρού συστήματος. Ύστερα βγαίνω από το σταθμό στην πλατεία που φέρει το ίδιο όνομα και που επίσης έχει μνημείο. Δέκα αγόρια και κορίτσια κάνουν ποδήλατο και πατινάρουν. Το παράξενο γλυπτό εικονίζει τον Ουλούγκ Μπεκ που κατεβάζει τον ήλιο με τον εξάντα του, σκάλες, πλανήτες κι αστροναύτες, τον Ίκαρο και μια γυμνόστηθη γυναίκα που βαστά το μωρό της κι έναν τύπο με κοστούμι που δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο Κόρολιεφ, ο αρχιτέκτονας του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος. Έχει νυχτώσει και περπατάω. Έχω χάσει το δρόμο για το ξενοδοχείο. Η επιστροφή βαστάει ώρα. Σταματάω λιγοστούς περαστικούς και ρωτάω, αλλά δεν μοιραζομαστε κάποια γλώσσα και κινούμαι από παρεξήγηση σε παρεξήγηση και σε αχρείαστες στροφές. Αλλά όλες αυτές οι υποθέσεις πάντοτε λήγουν όπως πρέπει.  

  

No comments: