2007/04/16

Σιγκαπούρη Α'







Ταμίλ μουσουλμάνοι που κοιτάνε με λαγνεία κινέζες με κοντές φούστες και φλιπ-φλοπ, αυτοί πάνε γραμμή για το τζαμί κι αυτές για ψώνια στο χόλιντέυ πλάζα. Ζυγίζω για λίγο την αδικία μέσα μου και μπαίνω για ψώνια. Μπισκότα με παστό ψάρι, ή το ντιβιντί με το σεξομαραθώνιο της Άναμπελ Τσονγκ; Ότι να’ναι, αρκεί να φύγω λίγο από την κάψα του δρόμου. Και φαντάζει λιωμένη λάβα, η πουτάνα άσφαλτος στους τροπικούς. Ανεβαίνουνε μυρωδιές από παντού, από τα κάρρυ των ινδών, από τις ιδρωμένες μασχάλες, από τα αποσμητικά, από τα λεωφορεία, από τη θάλασσα. Μου αρέσουνε οι συνοριακές πόλεις, όλοι οι μεθοριακοί σταθμοί και οι αντιστοιχίες που έχουνε με τα πολιτισμένα αστικά κέντρα. Ότι είναι το ΣενΤζέν για το Χονγκ Κονγκ, ότι ειναι το Τίσιν για την Οστράβα, είναι το Τζοχόρ για τη Σιγκαπούρη. Μια γέφυρα, ένας έλεγχος διαβατηρίου και εκατό μέτρα αργότερα βυθίζεσαι σε έναν άλλο κόσμο. Θυμόμουνα τη σιδηρογραμμή που με χώριζε κάποτε, στο Ρούντεπορτ, από τις παράγκες της Ντόμπσονβιλ.



Περπατάω. Κατά μήκος του δρόμου, gents' salon με τις ασχημότερες τσατσάδες κάτω από τον ήλιο. Εστιατόρια. Κομμωτήρια. Φοίνικες. Λιωμένοι εργάτες στα παγκάκια. Τζαμιά. Εμπορικά κέντρα. Βίλλες. Αλάνες. Καίγεται η φάτσα μου, ποτάμι ο ιδρώτας σε πλάτη και στήθος. Βλέπω ανεμιστήρες κάτω από τη λαμαρίνα και μπαίνω να φάω. Νουντλς με ψαρόμπαλες και κάρλσπεργκ εισαγωγής, επειδή το πήξανε στο τσιλι. Ανάβω τσιγάρο και χαζεύω τη χοντρή μαλαισιανή πάνω από τις κατσαρόλες της.


Πέθανε ένας πρώην πρόεδρος και ανοίξανε το προεδρικό μέγαρο στο κοινό. Περπατάω στους κήπους, βλέπω τις λίμνες, όλο αυτό το μυστήριο συνταίριασμα ζούγκλας και πόλης, χαζεύω τις μαθήτριες με τις κοντές μπλε φούστες και τις κόκκινες γραβάτες και μπαίνω μέσα. Ο παλιός αγγλικός θυρεός σε γιάλινη κάσα, dieu et mon droit, μάλιστα, αλλά κάπου χάλασε η αποικιοκρατική συνταγή της βασιλίσσης. Αίθουσα για ξένους απεσταλμένους, για δείπνο, για προσφώνηση, για διπλωματία και η μεγάλη μαρμάρινη σκάλα. Βαριέμαι και βγαίνω γρήγορα έξω. Δυο κορεάτισσες τουρίστριες θέλουνε να τις βγάλω φωτό, αλλά οπωσδήποτε να φαίνεται η σημαία πάνω στην οροφή. Κατηφορίζω, αγοράζω κάρτες, βγαίνω στο δρόμο. Το έκανα το τουριστικό το χρέος.




Μου αρέσει το μαρμάρινο λιοντάρι που φτύνει νερό και έχει ουρά γοργόνας. Μου αρέσει και ο ουρανοξύστης από πίσω και το παλιό δικαστήριο με το γήπεδο ποδοσφαίρου μπροστά, που χρησιμοποιείται πλέον για ιβέντς και παρελάσεις. Μου αρέσει και το άγαλμα του Σερ Ράφλς, που άραξε στην Σιγκαπούρη το 1819 και του φάνηκε καλή ιδέα να την κάνει αγγλική. Δύσκολο να μη σου αρέσει το οτιδήποτε κάτω από εκτυφλωτικό φως, που σπάει τις λεπτομέρεις και την ταχύτητα και δίνει άλλη ποιότητα στα πράματα. Το εκθεσιακό κέντρο, σχεδόν άδειο, απέναντι από τη Βελόνα, το μνημείο για τους πεσόντες στους δυο παγκόσμιους πολέμους. Πουλάνε παγωτό με ψωμί στους δρόμους. Χιλιόμετρα της Όρτσαρντ Ρόουντ, για χάζεμα βιτρίνας, παγωμένο τσάι κι αναζήτηση σκιάς. Στο Μπόρντερς για βιβλία. Επιστροφή με τρένα δίχως οδηγό στο Μπουκίτ Παντζάνγκ.




Σπούδασε, μου λέει, φιλοσοφία, γιατί δεν ήξερε τι ήθελε. Οι γονείς της ήταν ταοϊστές και αυτή κατέληξε χριστιανή καθολική. Τώρα την ενδιαφέρει να μάθει κάποια πράματα για τους ορθόδοξους, γιατί γουστάρει το τελετουργικό, τα μακριά μούσια, τα μαύρα ράσα, τη λειτουργία σε αρχαία γλώσσα. Εγώ, κοιτάζω τα μπούτια της που αστράφτουν ολόλευκα και το μικρό της στήθος που διαγράφεται κάτω από το σπαγγέτι τοπ και παραγγέλνω άλλη μια μπύρα. Μπάρονς, 8.8% αλκοόλ και παλεύω να τιθασέψω τις λαχτάρες μου. Σηκώθηκε για λίγο αεράκι, στεγνώνει ο ιδρώτας κάτω από το πουκάμισο και κοιτάζω γύρω μου, τους τουρίστες, τις ακριβές καφετέρειες, τα δέντρα, και ξέρω ότι η θάλασσα είναι λίγο μακρύτερα. Παίζουνε διάφορες γλώσσες γύρω μου, εγγλέζικα, μανδαρίκικα, χόκιεν, μαλέυ, αρπάζω νοήματα και λέξεις. Καταραμένη μονογαμία. Είναι και κείνος ο λέκτορας πιο δίπλα και θέλει να μιλήσουμε για μπίζνες. Τα ρίχνω όλα στη ζέστη.


Επιμένει να δούμε τα ροζ δελφίνια και εγώ επιμένω να ανεβούμε στο φρούριο. Κάπου στα μισά, βρίσκουμε τη λύση και πάμε πρώτα στο Φορτ Σιλόζο για να δούμε τα τούνελ και τις ρέπλικες των κανονιών και την ιστορία της ιαπωνικής κατοχής στη Σιγκαπούρη, μόνο που το κάνουμε στα γρήγορα και μου έρχεται δυσπεψία. Γενικά μου αρέσει να επισκέπτομαι πολεμικά μουσεία και φρούρια και να κατεβαίνω στα τούνελ και να μυρίζω την υγρασία. Μου αρέσει να φαντάζομαι τα 9ιντσα και τα 12ιντσα να στρέφονται στην ανοιχτή θάλασσα, ενώ βρετανοί αξιωματικοί αλά Άλεκ Γκίνες στη γέφυρα του ποταμού κβάι, γαυγίζουνε διαταγές βαστώντας παραμάσχαλα τη ράβδο και πιάνοντας το καλοχτενισμένο μουστάκι τους.




Ήταν όμως μεγάλα τα βορεινά σύνορα και κατέβηκαν με ταχύτητα οι γιαπωνέζοι και τα έβαλαν κυρίως με τους λευκούς και τους κινέζους που υποψιάζονταν προδότες. Οι ινδοί και οι μαλαισιανοί πέρασαν καλύτερα, ιδιαίτερα όσοι είχαν εκδηλώσει αντι-βρετανικά συναισθήματα και μετά πέρασε από πάνω τους η προπαγάνδα για αυτονομία σα νερό, αλλά δεν ψάρωσαν και χάθηκε.




Το 45 που έφυγαν οι γιαπωνέζοι, ενώ οι θυσίες των άγγλων επί κατοχής δε μπορούσαν να παραγραφούν, το αυτονομιστικό αίτημα γιγαντώθηκε για να γίνει πραγματικότητα η ανεξάρτητη Σιγκαπούρη 15 χρόνια αργότερα. Άλλα 2 χρόνια κυβερνήθηκε από τη Μαλαισία και μετά απέκτησε πλήρη ανεξαρτησία για να διαγράψει την πιο επιτυχημένη πορεία για πρώην αποικία στο τελευταίο μισό του προηγούμενου αιώνα. Προφταίνω να δω ένα τούνελ ακόμα; όχι! Γαμημένα ροζ δελφίνια.




Ο κήπος είναι για τη ζούγκλα, ότι είναι ο σκύλος για το λύκο. Πάει να πει, φύση χειραγωγημένη, εξευγενισμένη, υπό έλεγχο. Τώρα που το σκέφτομαι, κατά κανόνα η επαφή μας με τη φύση γίνεται μέσα από υποκατάστατα, διότι θέλουμε να δούμε τις πεταλούδες αλλά δε γουστάρουμε να μας τσιμπάνε τα κουνούπια.



Με τέτοιες σκέψεις περπατάω δίπλα στις λιμνούλες και τα ρυάκια και τα παγκάκια και τα μαγαζιά που πουλάνε καρτ ποστάλ. Μπαίνω και στον κήπο με τις ορχιδέες, δεύτερο εισιτήριο στο καπάκι, και περπατάω και ιδρώνω. Πολλές νέες ποικιλίες από ορχιδέες ανακαλύπτονται κάθε χρόνο και φαντάζομαι ότι και αυτοί που τις βαφτίζουνε έχουνε βαρεθεί τα λατινικά ονόματα που δίνανε οι γερμανοί φυσιοδίφες το 18ο αιώνα, και ψάχνουνε για κάτι πιο εξάϊτινγκ. Δεκτό. Στο κάτω κάτω, ένα λουλούδι μπορεί να έχει το επίσημο όνομά του, π.χ, χαράλαμπος σταυρόπουλος, αλλά οι φίλοι του να το φωνάζουνε μπάμπης ο σουγιάς. Έτσι, περνάω και θαυμάζω ορχιδέες με ονόματα όπως «πριγκίπισσα Νταϊάνα», «Νέλσον Μαντέλα» και πάει λέγοντας. Σκαλώνω μόνο μπροστά σε μια που λέγεται, ορχιδέα Μάργκαρετ Θάτσερ.

Αυτό, με διασκεδάζει για περίπου 6 λεπτά. Μέχρι δηλαδή που αντικρίζω την ορχιδέα Ρίκυ Μάρτιν.





Ο ζωολογικός κήπος της Σιγκαπούρης είναι μοναδικός επειδή δεν έχει ούτε ένα κλουβί. Υπάρχουνε ορισμένοι χώροι για ορισμένοι είδη που είναι οροθετημένοι με τάφρους, ή βράχους ή κάτι τέλος πάντων που εξασφαλίζει ότι δε θα σε κουτουλίσει ο ρινόκερος, αλλά η εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε πραγματικά φυσικό χώρο είναι πολύ ισχυρή. Ειδικά όταν απέναντί σου και χωρίς προστατευτικά αντικρίζεις ένα δράκο από το Κομόντο ή λιοντάρια, ή λευκές τίγρεις. Μετά, έχουνε και όλες αυτές τις περιοχές με κλιματικές συνθήκες βροχοδάσους, όπου μπαίνεις κάτω από το τεράστιο δίχτυ με τον ανυπόφορο κλιματισμό και λούζεσαι στον ιδρώτα ενώ χαζεύεις τα ιγκουάνα. Συνεχίζω να πιστεύω ότι στην Πρετώρια έχουνε το καλύτερο τμήμα ερπετών σε ζωολογικό κήπο, αλλά και αυτός δε με χάλασε. Πέτυχα τους κροκόδειλους σε περίοδο ζευγαρώματος, όπου τα αρσενικά βγάζουνε ένα βαθύ γουργουρητό με κρότους – κάτι σα σολάρισμα μπάσο μέχρι που μπαίνουνε τα ντραμς στο κομμάτι – και είδα και τη μεγαλύτερη χελώνα που έχω δει στη ζωή μου. Μετά τάισα και κάτι λεμούριους μπανάνες, κι ας μην έπρεπε.

Έχουνε εκπαιδεύσει τους ελέφαντες και τα πιθήκια και κάνουνε διάφορα σόου κάθε μέρα, του στυλ Χάρυ (ελέφαντας) ζωγράφισε με την προβοσκίδα σου και Τζώνυ ( χιμπατζής) κατέβασε τις καρύδες από το δέντρο και δείξε μου πόσο κάνει 7+4 και άλλα τέτοια που κάνουνε τους φιλόζωους να βγάζουν πετάλες. Εμένα δε με ενοχλεί καθόλου. Αυτό τον πόλεμο τον κερδίσαμε. Αν είχανε κερδίσει τα ερπετά, θα κοιτάγανε εμένα κλεισμένο σε με γυάλινη προθήκη, με τα αβλέφαρα γυάλινα μάτια τους και τις φολίδες τους να στραφταλίζουνε στον ήλιο.



Μυρίζει ο αέρας αντιηλιακό και θάλασσα και περνάνε οι μικρές πάνω σε πατίνια και ποδήλατα, ενώ ένα γκρουπ ινδών σε κύκλο συστήνονται μεταξύ τους. Μακρύτερα από την παραλία, τα τάνκερ πιάνουν λιμάνι και γιαυτούς που δουλεύουνε οι φοίνικες είναι πολύ μακριά. Κάψα, κατάλευκο φως, ιδρώτας, παγωτά. Πιτσιρικάδες βουτάνε, οι κόρες απλώνονται στην άμμο, και πρέπει η όρασή μου να έχει βελτιωθεί καθώς από απόσταση βλέπω ακόμα μια σταγόνα θάλασσα να γυαλίζει στο λάκο του λαιμού τους. Λίγοι μουσουλμάνοι ρίχνουν ματιές σα μαχαίρια κάτω από τα πυκνά φρύδια τους, λευκοί περιφέρουνε τις κοιλιές και τα παιδιά τους και γω αρχίζω να πεινάω.
Τρώω μεγάλα καβούρια με σάλτσα πιπέρι και η εμπειρία είναι απερίγραπτη. Ξεπερνά τα γαστρονομικά και την κατατάσω στο χώρο της ερωτικής έκστασης. Ακόμα και χωρίς πιπέρι η καβουρόψυχα είναι φανταστική, αλλά είναι το μπαχάρι που σε κάνει να γλύφεις ακόμα και τις δαγκάνες, ακόμα κιαν καίγεσαι στους τροπικούς και δε μπορείς να κάνεις τσιγάρο εκεί που υπάρχει κλιματισμός.


Όπως το χόλλαντ βίλλατζ, κλασάτη και πανάκριβη περιοχή, με μπαρ πάνω στο κανάλι και μπυραρίες, 13 σιγκαπουριάνικα δολλάρια το μπουκάλι. 8 ποτηράκια των 2 ουγγιών στο δοκιμαστήριο, από ξανθές μπύρες μέχρι stout. Στο διπλανό τραπέζι, σε άλλο τόνο, σχεδόν τον έχει ρίξει μια κόρη τον αμερικάνο. Χαμογελά, με αγχωμένη βιασύνη βγάζει το πορτοφόλι του. Πέφτουν τα μάτια μου στα πολύχρωμα χτίρια του καναλιού και κάνω σχέδια.


Κάπου χαθήκαμε, αλλά είχα ώρα και δε με πείραξε. Ο ταξιτζής ζήταγε συνέχεια συγγνώμη κι έκανα να τον χαλαρώσω. Φανταστικό μουσάκι και γκρίζα κοτσίδα. Κινέζος 3ης γενιάς, άψογα αγγλικά και λίγα μαλαισιανά. Άρχισε να βρέχει με ένταση για ένα τέταρτο και μετά σταμάτησε. Η ζέστη αμείωτη και το νερό εξατμιζόταν στο οδόστρωμα φτιάχνοντας σύννεφα υδρατμών. Φτάσαμε κέντρο. Ομιλητικότατος, αριστερά βλέπουμε αυτό, δεξιά τούτο και γω αμίλητος. Σκεφτικός είσαι, μου λέει. Δουλειές τρέχουνε, αποκρίνομαι.

Στη γωνία Όρτσαρντ και Σκοτ, εδώ θα σε αφήσω λέει, έχει μποτιλιάρισμα μπροστά . Σε αυτό τον πύργο έρχονται πολύ ξένοι, είναι τίγκα στα μπαρ και τα κλαμπ και εκεί βρίσκονται πολλές δεσποινίδες από την Ταυλάνδη και τις Φιλιπίνες που προσφέρουνε διασκέδαση και χαλάρωση σε κυρίους.

Χάνομαι για λίγο στο βιβλιοπωλείο και βγαίνω πιο έξω για καφέ. Πήρε να βρέχει πάλι άγρια, σκοτεινιά αλλά παλαβή ζέστη, κι όλοι ταχαίνουνε το βήμα προς τους σταθμούς του τρένου και των λεωφορείων. Κοιτάζω το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Φορσάυθ, όταν σκάει κεραυνός. Σηκώνουνε τα μάτια όλοι, μια οικογένεια που πίνει κοκακόλες, ένας φοιτητής που χαζεύει δίπλα, μια μικρή που περιμένει το ραντεβού της. Άργησε, αλλά μάλλον η βροχή θα είναι. Ή μπορεί και όχι.



Πληρώνω τον καφέ, σηκώνομαι και περπατάω λίγο, τσαλαβουτώντας. Από τότε που διάβασα τη ρήση του Τσουνεμότο ( όποιος τρέχει στη βροχή κατορθώνει μόνο να βραχεί περισσότερο) την έχω δει σαμουράι. Μπαίνω σε ένα λεωφορείο και επιστρέφω.

1 comment:

anywhere_Smile said...
This comment has been removed by a blog administrator.