2007/04/17

Σιγκαπούρη Β' - Μαλαισία






Στην αίθουσα εκδικάζουν μια υπόθεση παράνομης εισόδου στη χώρα. Η δημοσιογράφος που με έβαλε μέσα είπε ότι μπαίνοντας, πρέπει να κάνω μια μικρή υπόκλιση στη μεριά του δικαστή. Όλα γίνονται στα αγγλικά, αλλά με πολύ αστεία προφορά. Η κατηγορούμενη έχει κινέζα μεταφράστρια. Βαριέμαι γρήγορα, βγαίνω έξω, με βαράει ο ήλιος. Νευρικοί αυτοί που περιμένουν τη σειρά τους, καπνίζουν στα σκαλιά.



Ξυπόλυτοι γυρίζουμε το ναό και την αυλή και κοιτάμε αμέτρητα αγάλματα ινδών θεών με φόντο τους ουρανοξύστες παραπίσω. Ένα πελώριο κεφάλι με γυριστά μουστάκια με κοιτάει μέσα σε ένα ναίσκο. Στα αετώματα, κεφάλια ελάφαντα και σώμα άντρα, γύρω μας ιερείς με κόκκινο στο κούτελο και μυστήρια ράσα και τύποι που προσεύχονται οκλαδόν. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό το τελευταίο. Γύριζα τη μικρή ινδία ψάχνοντας κάρρυ της προκοπής, είχα δει το τζαμί στην τσάινατάουν, ο τύπος μου είχε δώσει φυλλάδιο με τις αρχές του Ισλάμ και στενοχωρήθηκε όταν του είπα ότι δεν είμαι μουσουλμάνος. Αλλά με τραβάνε οι ναοί, όπως όλα τα ύποπτα μέρη στον πλανήτη και υποχωρώ.





Γύρω στο 1500, μια κινέζα πριγκίπισσα έκανε ένα μεγάλο ταξίδι για να παντρευτεί το σουλτάνο της Μαλαισίας. Αυτό τον γάμο τον ακολούθησαν άλλοι και σμίξανε οι γραμμές αίματος και βάστηξε η παράδοση μέχρι τις μέρες μας. Oι περάνακαν έχουνε δέρμα πιο σκούρο και μάτια πιο στρογγυλά, βάφουνε τις προσόψεις των σπιτιών τους με δυνατά χρώματα και τρώνε φαγητά καφτερά, ψάρια με τσίλι και βοδινό ρεντάνγκ. Μιλάνε χόκιαν, μπλέκουνε κινέζικα και μαλαισιανά, κρατάνε έναν περίεργο βουδισμό. Μαρέσουνε τα χωνευτήρια από ράτσες που γεμίζουνε την αποστειρωμένη πόλη, μαρέσουνε κιαυτά που τρώνε και ας μου φέρνουν διάρροια. Πριν λίγες μέρες έμαθα ότι μια φίλη μου είναι ¼ περάνακαν. Τρελό παιδί. Μου φέρνει κακά όνειρα.




Κοντά στις γυναικείες φυλακές και το στρατόπεδο βασικής εκπαίδευσης των σιγκαπουριάνων, κάνουν πιάτσα τα τραβέλια. Τα πιο όμορφα που έχω δει στη ζωή μου. Αβαντάρονται από τη φύση οι ασιάτες τρανσέξουαλ και μετά την εγχείρηση με πολύ δυσκολία βλέπεις τη διαφορά. Η πλάκα είναι ότι παντού όπου πάω, αυτοί που με ξεναγούν αμέσως υποθέτουν τι θέλω να δω και πέφτουν μέσα διάνα. Εγώ ποτέ δεν προτείνω τίποτα. Πρέπει να είναι η φάτσα μου.

Στο γκευλάνγκ πάει κανείς για δύο λόγους, είτε για να φάει πάπια με ρύζι και πηχτή σάλτσα, είτε για να γαμήσει μια από τις πολλές πουτάνες που περιφέρονται κρατώντας ανοιχτόχρωμες ομπρέλες για κράχτη. Είναι σουρρεαλιστικοί αυτοί οι πενήντα περίπου δρόμοι και διαφορετικοί από την υπόλοιπη αποστειρωμένη πόλη-κράτος της σιγκαπούρης. Βλέπει κανείς τζαμιά και ισλαμικά σχολεία και τις μανάδες να συνοδεύουν τις πιτσιρίκες τους που φοράνε κάλυμμα στο κεφάλι. Βλέπει τους μαλαισιανούς μανάβηδες να πουλάνε ντούριαν, το πιο περίεργο φρούτο του κόσμου που μυρίζει τόσο έντονα που απαγορεύεται να το κουβαλήσει κανείς μέσα σε τρένα και λεωφορεία. Βλέπει γιάπηδες με κουστούμια να τρώνε πάπια σε πλαστικά τραπεζάκια για πέντε δολλάρια. Βλέπει και τις πουτάνες που κουράζονται από τον ήλιο και την αράζουνε σε καφενεία για να παζαρέψουνε την τιμή με επίδοξους πελάτες, ή γέρνουνε νωχελικά στα κατώφλια των σπιτιών τους. Πίνει κανείς χυμό από καρύδα ή ανανά, ακούει από δίπλα σιδερόβεργες να κόβονται σε αποθήκες, ανεβαίνει ο καπνός από τα τσιγάρα μαζί με τη θερμοκρασία και ξαφνικά, σκοτεινιάζει ο ουρανός και αρχίζει η τροπική βροχή, χοντρές ψιχάλες που πέφτουνε ζεστές στο δέρμα και σχεδόν εξατμίζονται χτυπώντας το οδόστρωμα.


Τα δίδυμα κανόνια κοιτάζαν κατανότου, ένα στο οχυρό σιλόζο στη Σεντόζα, ένα στο λαμπραντόρ πάνω στο νησί. Οι εγγλέζοι περιμένανε τον Αυτοκρατορικό Στόλο των Ιαπώνων, που ποτέ δεν ήρθε. Ο στρατηγός Γιαμασίτα υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα ότι σε 100 μέρες θα κατέβει όλη τη χερσόνησο της Μαλαισίας μέχρι τη Σιγκαπούρη και τίμησε την υπόσχεσή του. Έμειναν άχρηστες οι οχυρώσεις και πήραν πανικόβλητοι οι άγγλοι να ανατινάζουνε τα τούνελ τροφοδοσίας και τις αποθήκες κάτω από τα όπλα. Κατέρρευσαν καταμέρος οι σήραγγες και άρχισε η ζούγκλα να επανακτεί τα εδάφη της. Φύτρωσαν πρασινάδες, αγρίεψαν και χάθηκαν οι πέτρες από τα μάτια των ανθρώπων.


Μισόν αιώνα αργότερα και στην τύχη τις ξαναβρήκαν και έστησαν πάλι τα τούνελ και κράτησαν τα βαρέλια και τα βλήματα και τις εφημερίδες της εποχής για τους τουρίστες και γιαυτούς που σαν και μένα βρίσκουνε καταφύγιο από την τροπική ζέστη μέσα σε ένα κομμάτι ιστορίας. Περιφέρομαι, ρίχνω τα δάχτυλά μου στους τοίχους, μυρίζω την υγρασία, αρπάζω το σκοινί που σήκωνε τις ξύλινες σανίδες που ανέβαζαν τα πυρομαχικά στην επιφάνεια. Φαντάζομαι την υποχώρηση, τους εθελοντές της φρουράς σιγκαπούρης και τους λίγους άγγλους στρατιώτες να τρέχουνε έξω από τις σήραγγες πριν σκάσουν τα εκρηκτικά, φαντάζομαι κι αυτούς που δε γλίτωσαν και τους μάζεψαν οι Ιάπωνες και αποφάσισαν να τους λιγοστέψουν με πελώριες πορείες κάτω από τον ήλιο, όταν έριχναν ράγες για να περάσουν τα τρένα εκείνων που τους έκλεψαν την αυτοκρατορία.







Πρώτα, έχεις τους μπαλινέζους χορευτές, που καταπίνουνε και ξαναφτύνουν φλόγες, ύστερα τις χορεύτριες σε ένα νωχελικό ρυθμό κουνώντας τους γοφούς τους με τους χαλκάδες στα πόδια τους να αντηχούν. Με ανεβάζουνε στη σκηνή, χειροκροτάνε οι τουρίστες, μου δίνουνε μια δάδα και τη σβήνω στη γλώσσα του αρχηγού των χορευτών. Μετά, γονατίζω και ρίχνω το κεφάλι πίσω, ο τύπος κάνει ότι θα βάλει τον πυρσό στο στόμα μου, νοιώθω την κάψα στη φάτσα μου, φοβάμαι ότι θα αρπάξουν τα γένια μου, αλλά την τελευταία στιγμή γυρίζει τη σβησμένη πλευρά στο στόμα μου. Δεν ψαρώνω. Κατεβαίνω, προχωρώ και μπαίνω στο τρενάκι.



Τραβάει μέσα στο ζωολογικό, κοιτάζουμε τα φλαμίγκος, τα λιοντάρια και διάφορα βαρετά θηράματα, κατεβαίνουμε, συνεχίζουμε με τα πόδια και μπαίνουμε σε ένα μεγάλο κλουβί με νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα. Σκέφτομαι να κάνω καμιά μαλακία να τις ξυπνήσω και να αρχίσουνε να πετάνε οργισμένες γύρω γύρω, αλλά σοβαρεύομαι και το ξεχνάω. Κολλάνε τα ρούχα μου από ζέστη και υγρασία, τα κουνούπια τσιμπάνε όλους τους άλλους εκτός από μένα, βλέπω κάτι ιπτάμενους σκιούρους και τρωχτικά με πελώρια μάτια,την αράζω σε μια γωνία, κάνω τσιγάρο και ετοιμάζομαι να φύγω. Διψάω.






Κανονίζω να δω μια παλιά μου φίλη και κατεβαίνω στο κλαρκ κη. Τρώω καβούρια με τσίλι, πολύ τσίλι, έχω να χέσω 3 μέρες, πράμα που μου συμβαίνει σπανιότατα και δε μου αρέσει καθόλου. Πίνω μπύρα τάιγκερ, είμαι εύθυμος και γεμάτος ιδέες γεμάτες γωνίες και φυσικά κατορθώνω να βρω τραπεζάκι έξω από την μπυραρία, πάνω στο κανάλι, εκεί που επιτρέπεται να καπνίσω και παραγγέλνω μια ινδιάνικη ξανθιά μπύρα. Έχω μετανιώσει που τις πρώτες μέρες πίνω μόνο τάιγκερ σε μια έκρηξη του συντηρητισμού μου και παλεύω να διορθωθώ. Μιλάμε για δουλειές και τόπους και ανθρώπους και για μεγάλη μου ντροπή φεύγω πριν τα μεσάνυχτα και πάω να κοιμηθώ σε στρώμα κατάχαμα με τον ανεμιστήρα στα μούτρα μου.





Το πουλάου ουμπίν είναι στα στενά και πάει κανείς με καραβάκι από το τσάνγκγι, στα βορειοανατολικά της σιγκαπούρης. Nοικιάζουμε ποδήλατα και γυρίζουμε το νησί, πρώτα στα δυτικά εκεί που εκπαιδεύονται οι αστυνόμοι και ύστερα κατανότου, σε ένα θέρετρο που πίνουμε γάλα καρύδας για ξεδίψασμα και ταίζουμε ψωμί τα ψάρια. Ρίχνω ορθοπεταλιές στις ανηφόρες, σκαλώνω στους χωματόδρομους που βαστάνε ακόμα λάσπες από τη βροχή, χαιρετάω τους ψαράδες. Ένα σκυλί τρέχει πίσω μας, ζέστη, ζούγκλα, σαύρες στις άκρες των βάλτων. Μικροί κινέζικοι ναοί με θυμιάματα να καίνε, καλύβες για αναψυκτικά και απαγορευτικές πινακίδες γιαυτούς που θέλουνε να κολυμπήσουν.






Ψαρεύω γαρίδες για πρώτη φορά. Την πρώτη φορά είμαι πάντα τυχερός. Κέρδισα την πρώτη που έπαιξα χαρτιά, που πόνταρα σε σκυλιά, που έπιασα γκόμενα. Καλά την πρώτη φορά που μέθυσα και την πρώτη που έκανα σεξ δεν ήμουνα αστέρι,αλλά παρεκτρέπομαι. Δείτε με, έχω ποτήρια μπύρα μπροστά μου, τα τσιγάρα μου και κόβω μικρά κομματάκια το δόλωμα και το περνάω στο αγκίστρι. Ρίχνω, περιμένω για λίγο, τσιμπάει. Τραβάω το καλάμι κατακόρυφα, τινάζεται η γαρίδα, πιο μεγάλη από την παλάμη μου και σκαλώνει σε κάτι σύρματα από πάνω. Συνεχίζω. Στις 3 σταματάω. Βαρέθηκα και ήπια πολύ. Κρατώ τις γαρίδες για την άλλη μέρα και φεύγω.



Περνώντας τα σύνορα στο τζοχόρ, το αμάξι τραβάει βόρεια 134 χιλιόμετρα με την εθνική να χωρίζει τη ζούγκλα στα δύο. Στο μέρσινγκ κατεβαίνω να ψωνίσω μαλαισιανές σαγιονάρες και μου βγαίνει η παναγία μέχρι να βρω στο νούμερό μου. Φριχτή ζέστη, ψάχνουμε εισιτήρια για το φέρρι και καμπίνα στο νησάκι απέναντι. Φτάνοντας στην ξύλινη προβλήτα, δένουμε και πέφτει το σαγόνι μου. Φοίνικες, αμμουδιά, πράσινα νερά, βράχια και κοράλια. Μαζεύω τη χαρά μου, πετάω την τσάντα στην καμπίνα, φοράω μαγιό και την πέφτω στη θάλασσα. 5 το απόγεμα και τα νερά είναι ζεστά. Μετά από μια ώρα, την αράζω στο μοναδικό ανοιχτό εστιατόριο, ο τύπος βάζει στον ατμό τις γαρίδες που ψάρεψα την προηγούμενη μέρα στη φάρμα και κάνω ένα από τα καλύτερα γεύματα της ζωής μου.



Πέφτει η νύχτα, πέρνουμε καλάμια και πάμε να ψαρέψουμε καλαμάρια στην προβλήτα. Τα καλαμάρια τα ψαρεύει κανείς με ψεύτικο φωσφοριζέ δόλωμα και πρέπει να το κουνάει συνέχεια και γω βαριέμαι. Γεμίζω ένα κουτί πάγο και κάρλσμπεργκ, την αράζω με τα τσιγάρα μου κάτω από το σταυρό του νότου, συλλογιέμαι τους ανάποδους αστερισμούς και πίνω και ονειρεύομαι. Μυρίζει η θάλασσα, μυρίζουν οι κρέμες και τα αντηλιακά σε δεκάδες σφιχτά ασιάτικα σώματα, ταστέρια από πάνω, τρίζει το ξύλο, κρύα η μπύρα και σκέφτομαι την απίστευτη τύχη μου και όλα τα θαυμαστά που βλέπω και μυρίζω και γεύομαι και πιάνω και ακούω, σα να μου χρωστάνε οι θεοί. Είναι 3 η ώρα και πάω για ύπνο.



Σηκώνομαι το πρωί, πίνω γλυκό καφέ, τρώω ψαροκεφτέδες, και την κάνουμε με ένα καραβάκι για σνόρκελινγκ. Είμαι μικρές οι μάσκες, μπάζει νερά η δική μου, αρχίζω να πιστεύω ότι είναι ασύμμετρη η φάτσα μου και τα παρατάω. Αρχίζω να κάνω βουτιές από το καίκι στα ανοιχτά, ένα κύκλο γύρω απλωτές, πάλι πάνω σκαρφαλώνοντας σκοινιά, πάλι βουτιά και απλωτές μέχρι που κλατάρω, ανεβαίνω και την αράζω. Ο ήλιος κατακόρυφος μου καίει το δεξί πόδι αλλά σταρχίδια μου. Πόσοι συγκαιρινοί μου ψήνονται στους τροπικούς; Γυρίζουμε και τρώω τα χτεσινοβραδινά καλαμάρια μέχρι που πρήζομαι. Ξανά στο φέρρυ, πίσω στο μέρσινγκ, τρελό μποτιλιάρισμα σε όλο το δρόμο μέχρι τη σιγκαπούρη, στα σύνορα ψάχνουνε χώρο στο διαβατήριό μου για τη σφραγίδα, βραδυνή ψαρόσουπα, γυρίζω ψόφιος και καμμένος και την πέφτω για ύπνο.





Με πρησμένο πόδι γυρίζω το βιβλιοπωλείο, αγοράζω τρία βιβλία, ένα για μισθοφόρους, ένα για πειρατές και ένα εγχειρίδιο σκανδιναβικής μυθολογίας. Την αράζω για καφέ και τα ξεφυλλίζω. Τελειώνει ο χρόνος μου και δε μου αρέσει καθόλου, σκέφτομαι πάλι την επιστροφή μου στο βορρά. Διαβάζω λε καρρέ στο αεροπλάνο την άλλη μέρα, δε με πιάνει ύπνος, πάλι θέλω να φύγω και δε μπορώ.

5 comments:

Anonymous said...

Σιγκαπούρη, καλοκαίρι του 2000, επίβλεψη επισκευής γκαζάδικου. Αηδία, αμερικανοπρεπής κομιλφώτις και ασύδοτη παιδική πορνεία. Σου είπα ποτέ πόσο αντιπαθώ τους κίτρινους;

[Αντιπαρέρχομαι το ιταμό σχόλιο περί καταξίωσης κι επαναλαμβάνω: πότε θα κεράσω μώλτ στη λέσχη μου;]

xylokopos said...

Ήσουνα πιτσιρικάς και δεν ήξερες που να πας και τι να κάνεις.

Αγάπα τον κίτρινο ως εαυτόν.

Πού είναι η λέσχη σου;

Anonymous said...

Ναι ρε, παρέα με τον δεύτερο καπετάνιο- μερακλής, από παλιά ναυτική οικογένεια, πολύ γυρισμένος- και δεν ήξερε πού να πάω/με (εγώ φυσικά δεν ήξερα).

ΥΓ1: Προφανώς εννοείς τΙς κίτρινες ως εαυτόν μα πάλι διαφωνώ.
ΥΓ2: Τα υπόλοιπα από κοντά, αντιπαθώ το νέιμ-ντρόπ(η)ινγκ.
ΥΓ3: Να το προσέξεις με την αναφορά στην ηλικία, μου θύμησες το μαλάκα που σε είχε ξενερώσει στο πχό.

xylokopos said...

Έλα ρε, πλάκα σου κάνω. Ο σωστός τύπος περνά παντού καλά.

Ξαναπάω Σιγκαπούρη σε δυο βδομάδες.

Τώρα που μεγάλωσες, τι να σου φέρω;

Anonymous said...

Ναι μωρέ, κι εγώ αστειεύομαι, από σένα ειδικά δεν παρεξηγώ τίποτα. Άμποτες να βολέψει να τα π(ι)ούμε.

ΥΓ1: Όντως η αναγωγή του υγ3 ήτο πολύ βαριά. Σόρρυ.
ΥΓ2: Προ μηνός ήμουν στον αγώνα στη Σεπανγκ. Κρίμα να μη γνωρίζω πως ρεμπέλευες εκεί γύρω.