Καθόμουν, έπινα σπιτίσια μπύρα και κοίταζα τη φωτιά. Γύρω μου, μεθυσμένοι γέροι μιλούσαν και δεν τους καταλάβαινα. Απ’ το πρωί, όταν μου απευθύνονταν ενάλλασσαν Ντεμπέλε και Αφρικάανς. Εξηγούσα, όσο πιο καθαρά μπορούσα ότι δεν ήμουν Νοτιοαφρικάνος, αλλά ήταν όλοι τους λιώμα απ’ τη ντάγκα και τη μπύρα. Σώπαινα πάλι.
Κάθε 4 χρόνια, σ’ αυτή την επαρχία μαζεύουνε τους νέους του χωριού, από 16 μέχρι 20 και τους πηγαίνουν στο βουνό για τελετές ενηλικίωσης. Μένουν εκεί 2 μήνες κι αφού έφυγαν αγόρια, γυρίζουνε άντρες. Ρώτησα τι κάνουν πάνω στο βουνό αλλά ήταν όλοι τους γεμάτοι μυστικοπάθεια και υπονοούμενα. Μιλούσαν μόνο για τραγούδια και χορούς, για την παράδοσή τους. Άμα έδινες λίγα κέρματα, τραγουδούσαν για σένα τυλιγμένοι στις τρίχρωμες κουβέρτες τους.
Το καλαμπάς, η κομμένη κολοκύθα, συνέχιζε τους γύρους γύρω απ’ τη φωτιά, κι η λευκή, σα γάλα μπύρα με μεθούσε. Είχα πάει το πρωί στο Κάμελριβίερ, οδηγώντας βόρεια απ’ την Πρετόρια και θα καθόμουν εκεί το σαββατοκύριακο. Η έκταση και η ένταση της γιορτής ήταν απίστευτες. Για δυο βδομάδες, όλοι οι άντρες, όλων των χωριών της επαρχίας θα γλένταγαν. Οι γυναίκες, όχι. Στην αυλή κάθε σπιτιού θρονιάζονταν και έτρωγαν και έπιναν και κάπνιζαν. Ήμουν ο μόνος ξένος και πάλι είχα γίνει αξιοπερίεργο. Φωτογραφίζονταν μαζί μου, όλοι μου μίλαγαν, με άγγιζαν, με καλούσαν σπίτι τους.
Ένας γέρος που με κοιτούσε σκεφτικός όλο το βράδυ, μάζεψε λέξεις και θάρρος και μου μίλησε. Είχε δυο δόντια στο στόμα του.
- Αδερφέ, είπε, ξέρεις το Μπομπ Μάρλεϋ;
- Φυσικά αδερφέ, αποκρίθηκα.
- Ξέρεις τη ντάγκα; Ξέρεις τι είναι μαριχουάνα;
- Βέβαια.
- Εγώ, όταν καπνίζω, αποκτώ τη γνώση.
Τον κοίταξα γελώντας. Γέλασε κι αυτός και μου έπιασε τα χέρια. Ένας τυπάκος, πιο νέος και ζωηρός, μου έδωσε καινούριο όνομα. Θα σε λέω Τούκα, μου είπε. Εγώ έβαλα με το νου μου ότι θα ήταν κάποιος παλιός πολέμαρχος που παλούκωσε πολλούς Βρετανούς και Ολλανδούς και χάρηκα. Μετά όμως μου είπε ότι ο Τούκα ήτανε πυγμάχος του 60 και αιστάνθηκα πιο ταπεινός.
Αυτός ο τύπος – και τι δε θα έδινα να θυμηθώ το όνομά του – μ’ έβαλε μέσα στο σπίτι, παρέα με 2 ακόμα γέρους. Ακουμπισμένες στον τοίχο 3 γριές με πλήρη γιορτινή αμφίεση μας υποδέχτηκαν. Πήραν να στριγκλίζουν και να ψέλνουν, κι αυτές και οι σύντροφοί μου. Οι άντρες σήκωναν τα χέρια ψηλά και ύστερα τα κατέβαζαν μέχρι το δάπεδο μ’ ένα μακρόσυρτο οοοοοομμμ, τρέμοντας. Τους μιμήθηκα. Ο πρεσβύτερος πήρε ένα μπαστούνι και μια ξύλινη ασπίδα κι άρχισε να χορεύει. Χοροπήδαγε, χτύπαγε την ασπίδα στα μεριά του, τα όπλα μεταξύ τους, την ασπίδα στο πόδι του. Φώναζε, έστριβε, γύριζε πίσω.
- Σειρά σου, είπε ο νονός μου.
- Τι λέτε; ρώτησα.
- Αυτό, ένα κι ένα κάνει έντεκα. Δύο κι ένα κάνει εικοσιένα.
Στην αρχή μου φάνηκε ότι ήταν γελοίο, αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν συμβολικό. Ότι ήθελαν να δείξουν με τις ασυναρτησίες τους πως είχαν καταληφθεί, ότι ήταν εκτός εαυτού, γεμάτοι ιερό πνεύμα και έκσταση. Σηκώθηκα, πήρα τα όπλα, άρχισα να τα βροντάω πάνω μου και ν’ απαγγέλλω αυτήν την παράλογη, μαγική αριθμητική. Ίδρωσα, μ’ επιδοκίμασαν και βγήκαμε έξω.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κολυμπάει στην ομίχλη. Θυμάμαι να περπατάω, να καταλήγω σε διάφορα ταβερνεία και να αιστάνομαι χαμένος. Χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να καταλήξω στο σπίτι που με φιλοξενούσαν. Έζησα, ήπια, μίλησα. Μου ήταν αρκετό.
Κάθε 4 χρόνια, σ’ αυτή την επαρχία μαζεύουνε τους νέους του χωριού, από 16 μέχρι 20 και τους πηγαίνουν στο βουνό για τελετές ενηλικίωσης. Μένουν εκεί 2 μήνες κι αφού έφυγαν αγόρια, γυρίζουνε άντρες. Ρώτησα τι κάνουν πάνω στο βουνό αλλά ήταν όλοι τους γεμάτοι μυστικοπάθεια και υπονοούμενα. Μιλούσαν μόνο για τραγούδια και χορούς, για την παράδοσή τους. Άμα έδινες λίγα κέρματα, τραγουδούσαν για σένα τυλιγμένοι στις τρίχρωμες κουβέρτες τους.
Το καλαμπάς, η κομμένη κολοκύθα, συνέχιζε τους γύρους γύρω απ’ τη φωτιά, κι η λευκή, σα γάλα μπύρα με μεθούσε. Είχα πάει το πρωί στο Κάμελριβίερ, οδηγώντας βόρεια απ’ την Πρετόρια και θα καθόμουν εκεί το σαββατοκύριακο. Η έκταση και η ένταση της γιορτής ήταν απίστευτες. Για δυο βδομάδες, όλοι οι άντρες, όλων των χωριών της επαρχίας θα γλένταγαν. Οι γυναίκες, όχι. Στην αυλή κάθε σπιτιού θρονιάζονταν και έτρωγαν και έπιναν και κάπνιζαν. Ήμουν ο μόνος ξένος και πάλι είχα γίνει αξιοπερίεργο. Φωτογραφίζονταν μαζί μου, όλοι μου μίλαγαν, με άγγιζαν, με καλούσαν σπίτι τους.
Ένας γέρος που με κοιτούσε σκεφτικός όλο το βράδυ, μάζεψε λέξεις και θάρρος και μου μίλησε. Είχε δυο δόντια στο στόμα του.
- Αδερφέ, είπε, ξέρεις το Μπομπ Μάρλεϋ;
- Φυσικά αδερφέ, αποκρίθηκα.
- Ξέρεις τη ντάγκα; Ξέρεις τι είναι μαριχουάνα;
- Βέβαια.
- Εγώ, όταν καπνίζω, αποκτώ τη γνώση.
Τον κοίταξα γελώντας. Γέλασε κι αυτός και μου έπιασε τα χέρια. Ένας τυπάκος, πιο νέος και ζωηρός, μου έδωσε καινούριο όνομα. Θα σε λέω Τούκα, μου είπε. Εγώ έβαλα με το νου μου ότι θα ήταν κάποιος παλιός πολέμαρχος που παλούκωσε πολλούς Βρετανούς και Ολλανδούς και χάρηκα. Μετά όμως μου είπε ότι ο Τούκα ήτανε πυγμάχος του 60 και αιστάνθηκα πιο ταπεινός.
Αυτός ο τύπος – και τι δε θα έδινα να θυμηθώ το όνομά του – μ’ έβαλε μέσα στο σπίτι, παρέα με 2 ακόμα γέρους. Ακουμπισμένες στον τοίχο 3 γριές με πλήρη γιορτινή αμφίεση μας υποδέχτηκαν. Πήραν να στριγκλίζουν και να ψέλνουν, κι αυτές και οι σύντροφοί μου. Οι άντρες σήκωναν τα χέρια ψηλά και ύστερα τα κατέβαζαν μέχρι το δάπεδο μ’ ένα μακρόσυρτο οοοοοομμμ, τρέμοντας. Τους μιμήθηκα. Ο πρεσβύτερος πήρε ένα μπαστούνι και μια ξύλινη ασπίδα κι άρχισε να χορεύει. Χοροπήδαγε, χτύπαγε την ασπίδα στα μεριά του, τα όπλα μεταξύ τους, την ασπίδα στο πόδι του. Φώναζε, έστριβε, γύριζε πίσω.
- Σειρά σου, είπε ο νονός μου.
- Τι λέτε; ρώτησα.
- Αυτό, ένα κι ένα κάνει έντεκα. Δύο κι ένα κάνει εικοσιένα.
Στην αρχή μου φάνηκε ότι ήταν γελοίο, αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν συμβολικό. Ότι ήθελαν να δείξουν με τις ασυναρτησίες τους πως είχαν καταληφθεί, ότι ήταν εκτός εαυτού, γεμάτοι ιερό πνεύμα και έκσταση. Σηκώθηκα, πήρα τα όπλα, άρχισα να τα βροντάω πάνω μου και ν’ απαγγέλλω αυτήν την παράλογη, μαγική αριθμητική. Ίδρωσα, μ’ επιδοκίμασαν και βγήκαμε έξω.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κολυμπάει στην ομίχλη. Θυμάμαι να περπατάω, να καταλήγω σε διάφορα ταβερνεία και να αιστάνομαι χαμένος. Χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να καταλήξω στο σπίτι που με φιλοξενούσαν. Έζησα, ήπια, μίλησα. Μου ήταν αρκετό.
Την άλλη μέρα κατέληξα στο σπίτι ενός ωραίου τύπου που υποδεχόταν το γιο του. Είχε στηθεί μεγάλη γιορτή στην αυλή του κι ήταν εκεί πολύς κόσμος. Τρώγαμε παπ και βόδι με τα χέρια και κοιτούσαμε στο κέντρο τις προσφορές των δώρων. Έπινα μπύρα και χάζευα. Σκεφτόμουν ότι θα είναι κάποιος τοπικός άρχοντας. Ήρθε και με χαιρέτησε.
- Περνάς καλά, ρώτησε.
- Άψογα. Γύρισε ο γιος σου;
- Ναι. Δυο μήνες στο βουνό έσφαξα τις καλύτερες αγελάδες μου. Τα παιδιά επιτρέπεται να τρώνε μόνο κρέας και να πίνουν μόνο γάλα.
- Δεν το’ ξερα…Ωραία σπίτια έχεις.
- Δυο. Ένα για τη μικρή γυναίκα και ένα για τη μεγάλη.
Γέλασα. Έφυγε. Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα έναν άλλον παράταιρο. Ένα λευκό. Κάθισα δίπλα του και μου είπε ότι έχει οικοδομική φίρμα στην περιοχή. Στο τέλος τον ρώτησα ποιο είναι το μεγάλο μυστήριο, τι διάολο κάνουν πάνω στο βουνό.
- Περιτομή, είπε.
Κι έτσι απλά, λύθηκε το αίνιγμα. Θυμήθηκα από το περασμένο βράδυ τους νέους να κοιτάνε με λαχτάρα τις κοπέλες και να μην μπορούν να τις αγγίξουν, γιατί έπρεπε να περάσουν ακόμα δέκα, δεκαπέντε μέρες, να γιατρευτούνε. Γι αυτό, σκέφτηκα, γυρίζουνε τα χωριά, χορεύουνε και τραγουδάνε. Περιμένουν
Κάτω απ’ όλα τα δέρματα, οι επιδιώξεις μας είναι ίδιες. Ψιθυρίζω το καινούριο μου όνομα και μυρίζω τον αέρα εκείνου του χωριού.