2015/01/08

Η Βίλλα του Γεράκη, Λομπούρι, Ταϋλάνδη





Στο Λομπούρι πήγα πρωταρχικά για να δω την ερειπωμένη κατοικία ενός Έλληνα τυχοδιώχτη, ο οποίος στα χρόνια της ηγεμονίας του Ναράι κατόρθωσε ν’αποσπάσει τη βασιλική εύνοια και να χρηστεί πρωτοσύμβουλος. Αφού βρήκα φτηνό δωμάτιο κι αμπάρωσα τα παράθυρα ενάντια στις μαϊμούδες, πήρα το δρόμο για το Μπαν Βιτσαγιέν, την παλιά πρεσβευτική κατοικία.


Πρέπει να ήταν δυο ή τρεις τ’απόγεμα στην τροπική υψικάμινο. Σταμάτησα την πορεία μου μπροστά στους πρωτο-Χμερ ινδουιστικούς πύργους του Πρανγκ Καέκ και πήρα φωτογραφίες. Γεμάτος ανυπόμονη λαγνεία τράβηξα βορειοδυτικά προς τον τοιχισμένο περίβολο. Η δίγλωσση κακοσυλλαβισμένη πινακίδα μ’ενημέρωσε στ’αγγλικά και τα ταϋλανδέζικα ότι κατέφτασα στο σπίτι του Κωνσταντίνου Γεράκη. 


Σε κάποια φάση της ζωής του, ο Κωνσταντίνος φραγκοποίησε το επίθετό του και τόκανε Phaulkon, κατά πάσα πιθανότητα πριν την άφιξη της Γαλλικής αντιπροσωπείας από την Αυλή του Λουδοβίκου, προς επισύναψη εμπορικών και διπλωματικών σχέσεων με το βασίλειο του Σιάμ. Χρόνια πριν, ο Γεράκης είχε κάνει ναύτης σε βρετανικά βαπόρια της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, πριν ξεμπαρκάρει στην Ταϋλάνδη και πριν ξεκινήσει την εμπορική και πολιτική σταδιοδρομία του, που τον οδήγησε στην de facto πρωθυπουργία του Σιάμ. Κανείς ξένος πριν το Γεράκη αλλά κι έκτοτε δεν κατόρθωσε κάτι ισοδύναμο σε τούτα τα μέρη.  


 Πλήρωσα εισητήριο στον ημιθανή από ανία γέρο και μπήκα. Ήμουν ο μόνος επισκέπτης στα ερείπια. Ένας κηπουρός πότιζε το μαλακό γρασίδι. Λίγα δέντρα στο βάθος στέκονταν σα χιλιομετρικοί δείχτες. Πήρα βαθιά ανάσα: φραντζιπάνι, η μυρωδιά του οποίου πάντα γεμίζει την καρδιά μου με έντονες λαχτάρες κι ινδοσυκιές, άοσμες αλλά με ρίζες σαν οχυρώσεις και σα φουσκωμένα φίδια. Ο ήλιος τυραννούσε τα τούβλινα χτίσματα. Εκτός από τη βίλλα του Κωνσταντίνου, είδα τους τοίχους ενός μεταγενέστερου καθεδρικού ναού και διάφορες αποθήκες. Τα τούβλα κι οι σοβάδες υποχωρούσαν κάτω από την πίεση του χρόνου. Τα ξεψυχισμένα κόκκινα και άδεια γκρίζα χτίσματα, δίχως σκεπή και με τρύπιους τοίχους, είχαν γίνει καταφύγιο για τα πουλιά και τις σαύρες.


Ο Γεράκης και γω έχουμε βαθιά κι εκλεκτική συγγένεια. Όχι επειδή είμαστε Έλληνες, αλλά επειδή είμαστε μια συγκεκριμμένη φυρά, μια συγκεκριμμένη φάρα, που γυρεύει νέα ζωή και νέα μέρη πέρα από τη θάλασσα. Παίρνουμε γυναίκες από άλλους τόπους, ξεχνάμε τις ρίζες μας κι εγκαταλείπουμε κάθε ελπίδα επιστροφής. Τα επιτεύγματα του Γεράκη, φυσικά, επισκιάζουν μ’εξευτελιστική άνεση ό,τι έχω κάνει κι ό,τι μάλλον θα κάνω στα χρόνια που μου μένουν. Από την άλλη μεριά, είμαι εξίσου σίγουρος ότι κανείς δε θα μου πάρει το κεφάλι σε πραξικόπημα του χρόνου. 


Μετά την ανατροπή του Ναράι, ο Γεράκης έμεινε δίχως προστάτες. Ο νέος ηγεμόνας τον αποκεφάλισε. Ο πρώην ναυτικός ήταν 40 χρονών. Ο επίσημος τίτλος του ήταν Πρώτος Εθνοσύμβουλος ή κάτι παρόμοιο. Ως δημόσιος υπάλληλος απαγορευόταν να έχει ιδιωτικές επιχειρήσεις κι συμφέροντα. Ο Γεράκης αγνόησε τις απαγορεύσεις κι ασχολήθηκε με το εμπόριο. Συνδυάζοντας επιχειρήσεις και τα προνόμια της βασιλικής αυλής, πλούτισε. Νυμφεύτηκε μια ευρασιάτισσα καλονή με ρίζες από Πορτογαλία, Ιαπωνία και Βεγγάλη, που έγινε διάσημη στην Ταϋλάνδη για τις συνταγές και τα γλυκά της. 


Ο Γεράκης στάθηκε τυχερός που γεννήθηκε στην Κεφαλονιά, η οποία βρισκόταν υπό βενετσιάνικη διοίκηση το δέκατο έβδομο αιώνα. Και διπλά τυχερός που το βρετανικό ναυτικό του έδωσε την ευκαιρία να φύγει και να γυρέψει καλύτερη ζωή. 


Διέσχισα τ’άσκεπα κτίρια, έγειρα σε σπασμένους τοίχους και κάθισα στα πέτρινα σκαλιά. Είδα τα περιστέρια να φωλιάζουν στις τσακισμένες αψίδες. Τα δέντρα είχαν ανθίσει και για κάποιο μυστήριο λόγο η ζέστη ήταν υποφερτή. Μπήκα σ’ένα χαμηλό τούβλινο οίκημα, το μοναδικό μ’ακέραιη τη στέγη του. Ακούμπησα στον τοίχο κι εισέπνευσα. Αν μπορούσα να ξεχειλώσω τη στιγμή αυτή και να την κάνω να διαρκέσει χρόνια, θα το κανα. Θα έμενα μετέωρος κι απολιθωμένος ανάμεσα σε τούβλινες προσόψεις και ξεφτισμένο κονίαμα, κυκλωμένος από σαύρες και περιστέρια, φασκιωμένος μ’αρχαίες οσμές δόξας κι εγκατάλειψης. Όλη η γελοία κι άσκοπη προσπάθεια, όλη η αναζήτηση κι όλο το βάσανο κι όλα αυτά που είμαι θα έπαυαν και θα παρέμενα αγυάλιστος καθρέφτης για μια αιωνιότητα, άδειο σκεύος σε σιωπηλή κάμαρα, ξεθωριασμένη ανάμνηση καρφωμένη στα διαλυμένα πατώματα.


Συνήρθα απότομα. Βγήκα και περπάτησα και πάλι στον περίβολο. Πήρα μερικές φωτογραφίες ακόμα. Όλα τα χτίρια είχαν παρακμάσει ομοιόμορφα. Τα δέντρα ερπετόφερναν και πλησίαζαν τους τοίχους. Αποφάσισα να φύγω, δεν είχα τι άλλο να δω. Χαιρέτησα το φύλακα και βγήκα από το Μπαν Βιτσαγιέν. Με βαριά πόδια και ξεραμένα χείλη περπάτησα μέχρι που βρήκα κεντρικό δρόμο.

No comments: