2015/01/06

Το Παλάτι του Ναράι, Λομπούρι, Ταϊλάνδη



Ο Ναράι κάλεσε Γάλλους κι Ιταλούς αρχιτέκτονες να χτίσουν το παλάτι του στο Λομπούρι αφού άφησε την Αγιούταγια. Ο βασιλιάς αγαπούσε την πόλη που διέμενε κάθε που πήγαινε για κυνήγι και την έκανε πρωτεύουσα. Μετά το θάνατό του το Λομπούρι παρήκμασε και σάπισε, μέχρις ότου τον δέκατο όγδοο αιώνα το παλάτι αποκαταστάθηκε κι αναστηλώθηκε από τον μεγάλο Μονγκούτ. Στα χρόνια που ακολούθησαν το παλάτι μετατράπηκε σε δημαρχείο και εντέλει σε μουσείο. Η βασιλική οικεία με την αίθουσα του θρόνου παραμένει ελκυστική αλλά στερείται του μεγαλείου και της πολυτελείας του αυτοκρατορικού θώκου στην Μπανγκόκ. 


Στ’ανατολικά του συγκροτήματος βρίσκονται οι δώδεκα βασιλικές αποθήκες, άστεγες και καταρρέουσες. Στα χρόνια της ακμής του βασιλείου θάβρισκε κανείς όχι μόνο τη βασιλική περιουσία αλλά κι εξαγώγιμα εμπορεύματα στοιβαγμένα μέχρι τα δοκάρια της οροφής. Σήμερα είναι γυμνές και άδειες όπως όλα τα ερείπια.



Στάθηκα και σκέφτηκα τα χαρακτηριστικά του ερειπίου: έλλειψη σκοπού, έλλειψη χρηστικότητας, απώλεια ταυτότητας. Στην ουσία τα χαρακτηριστικά τούτα ίσως περιγράφουν αλλά δεν ορίζουν το ερείπιο. Η ερείπωση διαφέρει της παρακμής και της κατάρρευσης. Το ερείπιο ενσαρκώνει μια βαθιά μεταφυσική αλήθεια. Κανείς ποτέ δεν σχεδιάζει ένα ερείπιο κι όμως, σε κάποια φάση, κάθε ανθρώπινο εργόχειρο θα ερειπωθεί. Παρομοίως, κανείς ποτέ δεν κατασκευάζει απορρίματα ωστόσο όλες οι μηχανές και όλες οι συσκευές καταλήγουν σε σκουπιδότοπους. Η συνειδητοποίηση τούτη μας τρομάζει κι συνεκδοχικά εξηγεί την εμμονή μας με την ανακύκλωση και την ελαχιστοποίηση των αποβλήτων.  



Αλλά και πάλι, το ερείπιο είναι διάφορο του απορρίματος και του αποβλήτου. Όταν κοιτάζω ένα ερειπωμένο χτίσμα δεν βλέπω κάτι που παραμένει από το αρχικό οικοδόμημα. Το ερείπιο δεν είναι κάτι που παραμένει, είναι κάτι που γίνεται, είναι το τελικό προϊόν μιας μεταμόρφωσης, μιας μετατροπής. Πρόκειται για μια εφιαλτική άσκηση τελεολογίας: ανάμεσα δημιουργίας κι εξαφάνισης κάθε ανθρώπινο έργο κρέμεται σαν φάντασμα, σαν ένα ασχεδίαστο αλλά αναπόφευκτο γεγονός. Η αλήθεια τούτη μολύνει κι υποσκάπτει μια από τις ιερότερες αυταπάτες μας, ότι η ζωή είναι μια δημιουργική πράξη κι ότι η δημιουργική πράξη χαρίζει νόημα.


Παραδόξως, τέτοιες σκέψεις με ικανοποιούν βαθιά. Αντικρίζω ερείπια και στέκομαι ελάχιστα καταθλιπτικός ή απαισιόδοξος. Απ’τον καιρό που ανακάλυψα λαχτάρες φθοράς κι αποσύνθεσης παίζω με την ιδέα να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο Ενατένιση Ερειπίων. Τ’οραματίζομαι με μορφή μανιφέστου και είμαι σίγουρος πως θα είναι λιγότερα ηλίθιο απόλα τάλλα μανιφέστα που έχουνε ποτέ γραφεί. Πρωτοσυνέλαβα την ιδέα στο Σέγου, στην Κεντρική Ιάβα. Ήμουν κατάμονος το μεσημέρι μέσα στη λίθινη νεκρόπολη κι ήμουν χαρούμενος. Απλή κι αγνή ταυτότητα, πράξη ασυνείδητης μαρτυρίας, το έμβιο ν’αντικρύζει το άβιο, και τα λοιπά. Αυτή η ενατένιση καθιστά ολόκληρη την υπόλοιπη σαπουνόπερα υποφερτή. Χρόνος, αξία και νόημα επαναχτούν τη θέση που τους αξίζει. Όταν συλλογίζομαι τη ζωή μου έως τώρα παρατηρώ πως στις καλύτερές μου ώρες και στις πλέον ευτυχισμένες μου στιγμές ήμουνα μόνος κι απόλυτα ικανοποιημένος δίχως άλλους και χωρίς σκέψη ή κατανόηση, συρρικνωμένος, ένα ελάχιστο ίχνος συνείδησης, κυκλωμένος από την αχρονία της νεκρής ύλης. Ίσως αυτή η αδιάφορη κι αμέτοχη μαρτυρία συνιστά το πρώτο βήμα προς την απόκτηση μιας πραγματικά αισθητικής συνείδησης, κάτι που προαπαιτείται για μια ειλικρινή σχέση ανάμεσα στο νου και τον κόσμο. Και φυσικά από το βυθό των σκοτεινότερών μου σκέψεων ανέκαθεν με ανέσυρε η σκέψη άλλων ερειπίων, άλλων ρημαγμένων τόπων και τραυμάτων. Πως βάζει κανείς τέλος στην όλη ανοησία δίχως να έχει δει τις Πυραμίδες;



Δίπλα στις αποθήκες βρήκα την πρόσοψη και τα λοιπά απομεινάρια της Αίθουσας Υποδοχής που έχτισε ο Ναράι το 1666 για τους ξένους επισκέπτες του. Μια ρηχή τάφρος ολόγυρα βαστούσε ακόμα στάσιμο νερό και πράσινα νούφαρα. Από τα είκοσι συντριβάνια που κάποτε διακοσμούσαν τους βασιλικούς κήπους γύρω από την Αίθουσα δεν απομένει ίχνος. Προσπάθησα να φανταστώ τα βασιλικά συμπόσια για τους Γάλλους και τους Πέρσες πρεσβευτές που εδόθησαν στους κήπους, την υπερβολή και την πολυτέλεια. Η αποσύνθεση, σκέφτηκα, εξευγενίζει κι αγιοποιεί τα πάντα, αποθήκες, αίθουσες χορού και μπουρδέλα.





Στους κήπους σταβλίζονταν οι βασιλικοί ελέφαντες. Ο Ναράι έβγαινε για κυνήγι στη ράχη τους. Περπάτησα αργά δίπλα στην τούβλινη περίφραξη. Οι χώροι μου φάνηκαν ανεπαρκείς. Οι ελέφαντες κι αυτοί που τους φρόντιζαν έμεναν σε διπλανά και πανομοιότυπα δωμάτια. Δίχως να βγάλω συμπέρασμα, προχώρησα. Έφτασα στις λίγες στοιβαγμένες πέτρες του Σούθα Σαγουάν, της ιδιωτικής κατοικίας του βασιλιά, που ανηγέρθη το 1688. Ο βασιλιάς είχε φυτέψει λεμονιές για να κρεμάει φώτα και δοχεία μ’αρωματικά. Σήμερα απομένουν μόνο τα λιθάρια κι η ξεραμένη γη κι ένα ασημένιο κύπελο μπροστά από το ρημαγμένο βωμό. 



Όταν επισκέφτομαι τις σκιές άλλων αιώνων προχωρώ από μια συμβολική περιφέρεια προς ένα εξίσου συμβολικό κέντρο. Αποφάσισα να δω το Παλάτι καθαυτό και το Μουσείο στο τέλος της περιήγησης. Μου έμενε να θαυμάσω ένα τελευταίο ερείπιο, ένα δίπατο που είχε κάποτε χτιστεί ως αίθουσα υποδοχής ή χορού. Σκαρφάλωσα στα επισφαλή κλιμακοστάσια κι ατένισα από ψηλά. Το χτίσμα φάνταζε στοιχειωμένο και γέμιζε το νου και την καρδιά μου με μια αίσθηση τεράστιας απώλειας και χαμού. Η γκριζόμαυρη επιφάνεια έμοιζε μπογιατισμένη από γλώσσες φωτιάς. Ένα δέντρο στο μικρό περίβολο ράγιζε και διαπερνούσε τα τούβλα. Οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν κατεδαφιστεί, οι κολώνες είχαν διαλυθεί και λιγοστέψει. Κάποιος είχε στήσει έναν πρόχειρο βουδικό βωμό στην κεντρική είσοδο, αν και το κτίριο δεν είχει λειτουργήσει ποτέ σα χώρος λατρευτικός. Ένα σκυλί περπάτησε αργά προς τα μέσα, μια γυναίκα ακολούθησε για να προσευχηθεί και στο τέλος, ένας γέρος σκαρφάλωσε τ’ανισόπεδα σκαλιά και ξανακατέβηκε. 


Πέρασα το μουσείο σχεδόν τροχάδην, φωτογραφίζοντας αρχικά παλαιολιθικούς σκελετούς κι ύστερα ακέφαλους θεούς από τον καιρό των Ντβαραπάτι και γκροτέσκους φύλακες από τα χρόνια της ηγεμονίας των Χμερ. Στο δεύτερο πάτωμα διέμενε και κοιμόταν ο βασιλιάς Μονγκούτ. Η διακόσμηση ολόκληρου του ορόφου μου θύμισε έντονα το παλάτι του τελευταίου Κινέζου αυτοκράτορα στο ΣενΓιάνγκ. Κατέβηκα, φόρεσα παπούτσια, διέσχισα τα λίγα μέτρα μέχρι την είσοδο του Παλατιού, ξανάβγαλα τα παπούτσια και μπήκα.


Λίγοι επισκέπετες και λιγοστά εκθέματα. Στάθηκα μπροστά στον πίνακα που επεικόνιζε την άφιξη της Γαλλικής αντιπροσωπείας στη βασιλική αυλή. Οι πρεσβευτές έφεραν μαζί τους γράμμα από τον Λουδοβίκο τον 14ο. Στον πίνακα διακρίνεται ο πρωθυπουργός του Ναράι, ο Κωνσταντής Γεράκης. Ο Γεράκης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να συναφθούν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλική Αυτοκρατορία και το Βασίλειο του Σιάμ. Το γεγονός τούτο εξηγεί γιατί οι γαλλικές πηγές τον παρουσιάζουν θετικά, ενώ οι αγγλόφωνες με τα μελανότερα χρώματα. Στο τέλος, όμως, η ακραία φραγκοφιλία του Γεράκη του κόστισε το κεφάλι του: αφού έπεισε το βασιλιά να επιτρέψει την εγκατάσταση Γαλλικής φρουράς στην πρωτεύουσα, ένα πραξικόπημα υποκινημένο από ψηλόβαθμους μανδαρίνους φυλάκισε το Ναράι κι εκτέλεσε το Γεράκη.


Στον αντίκρυ τοίχο είδα ένα καδραρισμένο σχέδιο με τίτλο Ambassadeurs de Siam που απεικόνιζε τη συνεκδοχική άφιξη της σιαμέζικης αντιπροσωπείας στις Βερσαλλίες. Έκαναν άριστη εντύπωση στο Λουδοβίκο και επέστρεψαν με δώρα κι υποσχέσεις. Ο επικεφαλής της πρεσβείας ήταν ο υποκινητής του πραξικοπήματος που λίγο αργότερα εκθρόνισε το Ναράι κι αποκεφάλισε τον Έλληνα συμβουλό του. Παραδίπλα κρεμόταν ένας παλιός χάρτης γεμάτος απαρχαιωμένα ονόματα - Mer du Congo, Ocean Ethiopien – που ιστορούσε το θαλασσινό ταξίδι από τη Βρέστη στο Σιάμ της Ιησουίτικης αποστολής του 1685. Ο χάρτης είχε σχεδιαστεί σύμφωνα με τις εμπειρίες κι εκτιμήσεις των αγίων πατέρων και την εγκυρότητά του είχαν εγγυηθεί Γάλλοι μαθηματικοί στη Ινδία και την Κίνα, οι οποίοι, φυσικά, είχαν εκπαιδευτεί από τον ιερέα Κορονέλλι, τον επίσημο χαρτογράφο της Βενετίας. 
 

Λίγοι χάρτες ακόμα, ένα μαρμάρινο άγαλμα της Ολλανδικής Σχολής, ένα αναλόγιο, κι ο θρόνος. Βγήκα και προχώρησα στο μικρό κήπο που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του παλατιού. Είδα τρία αγάλματα. Τα δυο ήσαν χωρίς κεφάλι και το τρίτο ανήκε σ’έναν πέτρινο βούδα πάνω σε τούβλινο βάθρο. Ο Βούδας καθόταν στη στάση του λωτού πάνω στις σπείρες του Νάγκα, του ιερού ερπετού που σηκωνόταν πίσω από την πλάτη του και τον σκέπαζε.



Πέρασα γρήγορα τις βοηθητικές κατοικίες, μια έκθεση για τη φαρμακευτική τέχνη τον 17ο αιώνα και ό,τι απέμενε από τους στρατώνες. Μεσημέριαζε και οι τουρίστες εισέρχονταν πολυπληθείς, παχύσαρκοι και γεμάτοι επιθετικά χαμόγελα.

No comments: