2015/01/12

Η Αρχαία Αγιουτάγια, Ταϋλάνδη


Το βαν κίνησε από το Μνημείο της Νίκης και μια ώρα αργότερα έφτασε στην Αγιούταγια. Κίνητρο γιαυτό το ταξίδι μου ήταν μια εικόνα πολεμιστών που λογχίζουν και τοξεύουν ο ένας τον άλλον πάνω σε ράχες ελεφάντων. Μετά την ισοπέδωση της πόλης από τους Βιρμανούς το δέκατο όγδοο αιώνα, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε για τελευταία φορά.


Κατέβηκα. Αγνόησα τα τουκ-τουκ και τις φωνές και κοίταξα ένα γύρο. Ύστερα, πήρα υπό την προστασία μου τρεις νεαρές γερμανίδες που ταλαντεύονταν σα ζαλισμένα κοτόπουλα και τις έβγαλα απ’ τον ήλιο. Ζήτησα οδηγίες σε ένα φτηνό ξενοδοχείο κι έπειτα βρήκα το τουριστικό γραφείο. Πήραμε χάρτες, ρώτησα αποστάσεις κι αποφάσισα πως το πρέπον ήταν να νοικιάσουμε ποδήλατα.


Τελευταίος στο κονβόι κοιτούσα τα κορίτσια να κάνουν πετάλι στην κάψα και τον ήλιο να χύνεται βίαια στ’άσκεπα ξανθά κεφάλια τους και τα κατάλευκα μπούτια τους. Κυλήσαμε στην οδό Ναρεσούαν μέχρι το αρχαιολογικό πάρκο κι εισήλθαμε από τη μεριά του Γουάτ Μάχα Θατ. Κλειδώσαμε τα ποδήλατα κι αγοράσαμε εισητήρια. Λίγοι οι επισκέπτες το καταμεσήμερο. Τα πρασάτ κι οι βιχάρες είχαν ερειπωθεί κι από τα περισσότερα χτίσματα παρέμεναν λίγα ραγισμένα τούβλα στη βάση. Οι βούδες μέσα στις παλιές γαλλαρίες είχαν αποκεφαλιστεί. Ένα αποκολημένο κεφάλι βρισκόταν σκαλωμένο κι αμετακίνητο στις ρίζες ενός δέντρου, δίπλα στ’απομεινάρια του κεντρικού πρανγκ. Πήρα φωτογραφίες κι άρχισα να μιλάω σα να με πλήρωναν: ιστορίες για τους εισβολείς από τη Μπούρμα, ιστορίες για λατερίτες και ξεραμένα ποτάμια, ιστορίες για ινδικές επιρροές και σιβαϊστικούς πύργους. Οι Γερμανίδες χαμογέλασαν μ’ευγένεια και πήγαν να βρουν καπέλα. Ύστερα πήγαμε για νουντλς σε ένα φτηνό, δίπλα στη διασταύρωση. Η μεγαλύτερη ήταν 23. Μια σπούδαζε νοσοκόμα, μια άλλη εγγλέζικα. Ζούσαν σε μια μικρή πόλη, στα σύνορα με την Αυστρία. Καθώς τις άκουγα σκεφτόμουν τη δική μου χαμένη νεότητα, σα να επρόκειτο για κάποιο χάρτη που σκίστηκε, για κάποιο μυστικό μέρος που δε μπορούσα να ξαναβρώ. 


Γουάτ Ρατζαμπουράνα: ο βασιλικός ναός. Διέσχισα την άστεγη αίθουσα συνελεύσεων. Τα βάθρα παρέμεναν μα τ’αγάλματα έλειπαν. Οι κολώνες που ακόμα στέκονταν μου θύμιζαν μιναρέδες. Έφτασα στη βάση του κεντρικού πύργου κι αντίκρυσα τις σκαλωσιές. Αγνόησα όλες τις πινακίδες, μπήκα και κατέβηκα στα έγκατα του ναού. Στη βάση του κλειστοφοβικού φρεατίου, βαθιά στ’άντερα της υγρής γης, χώθηκα στο μικροσκοπικό κι άδειο δωμάτιο, είδα τις σβησμένες από το χρόνο μπογιές και τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες και ανάσανα βαθιά μούχλα και χώμα. Μόνος, ξανά, στον πάτο της ιστορίας.


Στον ακίνητο αέρα του απομεσήμερου ο καπνός του τσιγάρου δε σηκώνεται. Ξεφτίζει πάνω στο πυρωμένο πεζοδρόμιο και την άσφαλτο. Θυμάμαι να κοιτάζω το φλογισμένο βάθος και να περιμένω τις Γερμανίδες να πληρώσουν τους χυμούς τους. Αλλά μια ώρα μετά βρίσκομαι στο ποτάμι, μέσα σε μια στενή βάρκα που βρωμάει πετρέλαιο και πλευρίζει την όχθη για ν’αποφύγει τ’απόνερα από τα μεγαλύτερα βαπόρια που κουβαλάνε εμπορεύματα.


Θυμάμαι. Η βάρκα έδεσε και κατεβήκαμε στο Γουατ Πανάνγκ Τσoνγκ, μοναστήρι που θεμελιώθηκε πριν γίνει η Αγιούταγια πρωτεύουσα το δέκατο τέταρτο αιώνα. Μέσα στο ναό είδα τον Λουάγκ Πο Το, το μεγαλύτερο αρχαίο βουδικό άγαλμα σε όλο το βασίλειο, έναν επιχρυσωμένο γίγαντα στη στάση του λωτού. Σε παλιότερα χρόνια ο Βούδας ήταν εκτός ναού, έρμαιος στις διαθέσεις του καιρού όπως όριζε η παράδοση. Ήταν ορατός από χιλιόμετρα μακριά. Οι Κινέζοι ναύτες τον λάτρευαν ως προστάτη τους.


Η βάρκα ξανάδεσε. Γουάτ Πουτάι Σαγουάν: η μεγάλη στούπα παραμένει λευκή σαν ελεφαντόδοντο. Στη μαρμάρινη πλατφόρμα που κοιτάζει το ποτάμι, τέσσερεις μπρούτζινοι βασιλιάδες ατενίζουν την αιωνιότητα: Ο Ταξίν, ο Ναρεσούαν, Ο Ραμαθιμπόντι κι ο Εκατόσαροτ. Στον περίβολο βρίσκονται τέντες που σκεπάζουν μαύρα αγάλματα, γκονγκ και καμπάνες. Στο βάθος, λίγοι γκρεμισμένοι βωμοί παραμένουν στο χορταριασμένο κήπο. Ακόμα πιο πίσω, γαλαρίες μ’αγάλματα του Βούδα, ναϊσκοι και στούπες και ένας κατάλευκος πύργος που μου φάνηκε σαν το μεγάλο Ναό της Αυγής στον Τσάο Πράγια.


Τελευταία στάση. Γουάτ Τσαιγουαταναράμ: ερείπια στο ηλιοβασίλεμα. Πύργοι απ’τον καιρό τον Χμερ. Διέτρεξα μανιακές τροχές ανάμεσα στα μνημεία, αλλά ο χρόνος μου είχε σωθεί. Η βάρκα ξεκόλησε απ’την προβλήτα και κύλισε αργά. Τα μάτια μου αχόρταγα αγκάλιασαν τις καλύβες που ήσαν υψωμένες πάνω σε ξύλινους πασάλους, τις ξεδοντιασμένες γριές στις αυλές και τα μπαλκόνια, τα γυμνά παιδιά που παίζαν και τα δορυφορικά πιάτα πάνω στις πρόχειρες στέγες. Ένα αγροτικό φορτηγό περίμενε στην άλλη προκυμαία. Γύρισα στην αφετηρία, χαιρέτησα τα κορίτσια και ίσα που πρόλαβα να πάρω το τελευταίο φορτηγάκι για την πρωτεύουσα.


2 comments:

Snowball said...

Όμορφα αλλά και μελαγχολικά φίλε μου...
Για την γραφή σου εννοώ...

xylokopos said...

Μελαγχολία και θλίψη, μάλλον κρίση μέσης ηλικίας θάναι.