Στις 7 Απριλίου του 1521 ο Μαγγελάνος έφτασε στο Σέμπου και
λιγότερο από ένα μήνα αργότερα ο Ράτζα Χουμαμπόν ασπάστηκε τον Καθολικισμό. Ο
Πορτογάλος καπετάνιος συμφώνησε να βοηθήσει τον εκχριστιανισμένο μονάρχη και
νέο του σύμμαχο ενάντια στον Λάπου-Λάπου, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη που
ακολούθησε. Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του Πιγκαφέτα, του Βενετσιάνου
γραμματέα της αποστολής, ο Μαγγελάνος πρόφτασε να δει τους στρατιώτες του να
υποχωρούν πανικόβλητοι προς τα πλοία, καθώς οι ιθαγενείς του Μακατάν τον πετσόκοβαν
με ξίφη και δόρατα. Ο Χουμαμπόν, δίχως χρεία των Ισπανών πλέον, σχεδίασε να
τους δηλητηριάσει. Στο τέλος, κι από τους 250 άντρες που κατέφτασαν στις
Φιλιππίνες με 5 γαλέρες του Ισπανικού Θρόνου, μόνο ο Πιγκαφέτα κι άλλοι 17
γύρισαν στην Ευρώπη, έχοντας περιπλεύσει την υδρόγειο για πρώτη φορά στην
ιστορία.
Στο ημερολόγιό του ο Πιγκαφέτα είχε καταχωρήσει πως τη
μέρα που ο Βαλδεράμα – ο ιερέας της αποστολής- βάφτισε το Χουμαμπόν και τη
γυναίκα του, τη Χουάνα, ο ίδιος [ο Πιγκαφέτα] δώρισε στο άρτι εκχριστιανισμένο
βασιλικό ζεύγος μια εικόνα του Αγίου Βρέφους. Το 1565, μια δεύτερη αποστολή
σταλμένη από το Φίλιππο το Δεύτερο έφτασε στο Σέμπου. Οι ιθαγενείς υπέθεσαν πως
οι Ισπανοί επέστρεψαν για να γυρέψουν εκδίκηση για το Μαγγελάνο κι επιτέθηκαν.
Αλλά οι στρατιώτες του Ντε Λεγκάζπι τους έτρεψαν σε φυγή και στα θρύψαλα μετά
τον κανονιοβολισμό του Σέμπου βρέθηκε άθικτο, το αγαλματίδιο του μικρού
Χριστού.
Στον τόπο του θαύματος ο Ουρντανέτα, Αυγουστίνος ιερέας,
διάσημος κοσμογράφος και πλοηγός της αποστολής από το Μεξικό, θεμελίωσε την
πρώτη εκκλησία στης Φιλιππίνες. Λίγο αργότερα, ο ξύλινος ναός κάηκε, όπως κι ο
επόμενος που χτίστηκε στο ίδιο σημείο. Ο σημερινός ναός χτίστηκε το 1735 και
παραμένει. Το αγαλματίδιο του Αγίου Βρέφους βρίσκεται σε γυάλινη προθήκη και
προσελκύει προσκηνητές κάθε μέρα. Το 1965, ένεκα του εορτασμού των 400 ετών από
τον εκχριστιανισμό των Φιλιππίνων, η πρώτη εκκλησία της χώρας αναβαθμίστηκε και
μετονομάστηκε σε Ήσσονα Βασιλική του Αγίου Βρέφους.
Μια μέρα στα τέλη Σεπτέμβρη του 2013 πέρασα ώρες στην
παλιά τούτη εκκλησία, φωτογραφίζοντας και παίρνοντας σημειώσεις. Περπάτησα αργά
ανάμεσα στα στασίδια, φωτογράφισα τοιχογραφίες κι αγάλματα, θαύμασα το τέμπλο
και στήθηκα στην ουρά των προσκηνητών. Όταν έφτασε η σειρά μου μπροστά στο
θαυματουργό άγαλμα είδα πως το γυαλί της προθήκης ήταν θαμπό και νοτισμένο από
αμέτρητα φιλιά. Έφυγα.
Δυο βδομάδες αργότερα, ένας σεισμός γκρέμισε το
κωδωνοστάσι και γέμισε ρωγμές τους τοίχους.