2013/10/24

Surabaya Zoo B




Μια παράδοξη, πολυόροφη οικοδομή υψώνεται στη μέση του κήπου. Το γυμνό σαράβαλο δεν έχει εξωτερικούς τοίχους. Όπως στέκεται γερασμένο στη μεσημβρινή εγκατάλειψη, μοιάζει σα να σχεδιάστηκε από χαλασμένο αρχιτέκτονα με σχιζοειδείς τάσεις, συνδυάζοντας αποθήκες, παρατηρητήρια και παλιούς ναούς. Οι τσιμεντένιες σκάλες σε αντικριστές πλευρές οδηγούν σε τέσσερα ορθογώνια επίπεδα που σταδιακά μικραίνουν, αποτίοντας φόρο τιμής σε μεσαμερικάνικα ζιγκουράτ. Οι γκρίζες δωρικές κολώνες του ισογείου είναι διακοσμημένες με τ’ανάγλυφα διαφόρων ζώων: είδα καρχαρίες, δεινόσαυρους, κοάλα και άλογα.


Ο πρώτος όροφος μοιάζει να εκκενώθηκε απότομα. Ο μικρός παιδότοπος δεν έχει παιδιά. Οι τραμπάλες, οι τσουλήθρες και τα τραμπολίνα σαπίζουν μόνα κι άχρηστα. Οι κολώνες φέρουν σχέδια από χλωμούς κοκοφοίνικες και θυμίζουν τίκι μπαρ δίχως πολλές φιλοδοξίες. Τα καθίσματα στο κυκλικό καρουζέλ βρίσκονται πάνω σε πλαστικές φώκιες και πλαστικούς ελέφαντες. Ο χαμογελαστός Ντόναλντ Ντακ έχει τεντωμένη πλάτη και καπούλια στον αέρα, υπαινισσόμενος παράξενες διαστροφές.



Ανεβαίνοντας στο δεύτερο πάτωμα δε βρήκα παρά γυμνό τσιμέντο, λασπωμένα νερά και ξεφτισμένες κολώνες με γκραφίτι. Τούτο το επίπεδο είναι αρκούντως υψηλό και μπορεί κανείς να διακρίνει όχι μόνο τα χρωματιστά κτίρια στο κέντρο της πόλης, αλλά κοιτάζοντας κάτω,  το γεωμετρικά ασύνταχτο σχεδιασμό του ζωολογικού κήπου: ποταμάκια οδηγούν σε νησίδες με ξεραμένα δέντρα· πέτρινοι τοίχοι κι εκτεθειμένες σκάλες που τερματίζουν στον αέρα, θυμίζουν το βομβαρδισμένο Βερολίνο του 1945. Μου είναι αδύνατο να αποφασίσω εαν όλα αυτά τα ξεντεριασμένα πτώματα, καλυμμένα πλέον με λειχήνες και ξεφλουδισμένες μπογιές, προορίζονταν για τα ζώα ή προς διασκέδαση των διαταραγμένων τέκνων μιας χαμένης φυλής.



Το γκραφίτι αποθρασύνεται στα ψηλώτερα πατώματα· οι χυδαιότητες, τα ονόματα, οι ημερομηνίες και οι διακηρύξεις αιώνιας αγάπης καλύπτουν τα δυο τρίτα της κάθε κολώνας. Σε μια απ’αυτές, όσο ψηλά φτάνει ένα τεντωμένο χέρι, κάποιος έχει γράψει ΑΝΤΑRTIKA. Έψαξα και γι άλλες ενδιαφέρουσες επιγραφές, αλλά δε βρήκα. Τα μικρά τσιμεντένια κουβούκλια κάτω από τις σκάλες ήσαν κάποτε εκδοτήρια εισητηρίων. Τα παράθυρα είναι καλυμένα από συρμάτινα πλέγματα, αλλά στη βάση τους, διακρίνονται ακόμη τα ημικυκλικά ανοίγματα, πάνω σε στενές ξύλινες σανίδες. Σε μερικά δωμάτια οι πόρτες λείπουν και στο εσωτερικό έχουν σχηματιστεί λόφοι από σκουπίδια που σαπίζουν. Κάποια άλλα είναι ασφαλισμένα μ’αλυσίδες. Τα σύρματα έχουν ξηλωθεί από μερικά απ’τα τετράγωνα, τσιμεντένια ανοίγματα.



Στο κέντρο της ταράτσας βρήκα ένα μοναχικό κιόσκι. Τέσσερεις κολώνες υποστήριζαν μια τριγωνική στέγη, που παρωδούσε κάποια παραδοσιακή αρχιτεχτονική που μου διέφευγε. Στάθηκα στην άκρη και κοίταξα ακριβώς κάτω μου, τις πολύχρωμες βαρκούλες και τους γονδολιέρηδες που κάπνιζαν αδιάφορα. Αλλά είχα πια καθυστερήσει ανεπίτρεπτα. 


Κοντά στην έξοδο του ζωολογικού κήπου βρήκα τους Δράκους του Κομόντο. Ήσαν περίπου δώδεκα με δεκαπέντε και κινούνταν αργά κάτω απ’τον ήλιο. Μερικοί μαράζωναν πάνω σε πέτρινα ταψιά και σπάνια σήκωναν τα κεφάλια τους. Ήσαν όλοι τους πανομοιότυποι, απωθητικοί κι ασύλληπτα ξένοι κι αρχαίοι. Τα κεφάλια και τα πόδια του ήσαν γκριζόμαυρα και εμφανέστερα πιο σκοτεινά από τις πλάτες και τις ουρές τους που μου φάνηκαν καφεκίτρινες. Ως αποτέλεσμα, έμοιζαν συναρμολογημένοι κι αυτή η εντύπωση πολλαπλασιαζόταν από τις φολίδες που κάλυπταν το πλαδαρό και διπλωμένο δέρμα τους. Σκέφτηκα πως ανήκαν σε κάποια άλλη εποχή, πως είχαν αναμνήσεις από τη νεότητα του κόσμου. Σαν τους πιγκουίνους στο ζωολογικό κήπο της Σινγκαπούρης, στέκονταν ή παρήλαυναν σε περίεργους σχηματισμούς, ακολουθώντας προανθρώπινες συμμετρίες. Δεν είχαν απολύτως τίποτα ελκυστικό ή οικείο. Συνειδητοποίησα πόσο παράξενο ήταν που το είδος μου δεν τους είχε εξολοθρεύσει. Τους κοίταξα για μια τελευταία φορά – δυο δράκοι ακουμπούσαν τα κεφάλια τους στις πλάτες δυο άλλων, φτιάχνοντας με τα κορμιά τους ΧΧ – και βγήκα στους ανθρώπινους δρόμους.


No comments: