2013/04/12

Το Νεκροταφείο Που Δεν Ήταν Εκεί, ΚΛ, Μαλαισία


Έφτασα στο τέρμα της γραμμής στο Λάρκιν· άλλαξα τα δολλάρια σε ρίνγκιτ, κατούρησα, αγόρασα εμφιαλωμένο νερό και πήρα το επόμενο λεωφορείο για την Κουάλα Λουμπούρ. Σχεδόν πάντα κάνω το ταξίδι αυτό μόνος, με ένα μικρό σάκο και διαβάζω καθώς παίρνουμε την εθνική για το βορρά. Τούτη τη φορά χάζεψα για λίγο τις φυτίες κι αναρωτήθηκα πόσο φοινικέλαιο χρειάζεται ο κόσμος.
     Πέντε ώρες αργότερα, κατέβηκα στο τέρμιναλ που βρίσκεται έξω από την πρωτεύουσα, στο Μπαντάρ Τασίκ Σελατάν. Πήρα τραίνο μέχρι το σέντραλ στέισιον κι από κει μετρό για το ΚLCC. Πάντα σταματάω εκεί, κοιτάζω τους πύργους κι ύστερα περπατάω αργά μέχρι το Μπουκίτ Μπιντάνγκ. Έχω συνήθειες. Κατά καιρούς, έχω μείνει σε διάφορα ξενοδοχεία στον ίδιο δρόμο. Την πρώτη φορά πέρασα ένα βράδυ στο Χοτέλ Αγκόρα, όπου ο θυρωρός με ρώτησε αν θέλω γυναίκα για παρέα κι όπου τα βογγητά από τις πουτάνες και τους πελάτες τους με κράτησαν ξάγρυπνο. Από το ανοιχτό παράθυρο έβλεπα μια στέγη από αλουμίνιο, στρωμμένη με χίλιες γόπες. Για ώρα στάθηκα και κάπνισα και πρόστεσα στη συλλογή. Την επόμενη φορά έμεινα στο Τ-Χοτέλ, σ’ένα μικρό και δίχως παράθυρο δωμάτιο. Θυμάμαι τη βρωμιά στις μαξιλαροθήκες και τον ψύκτη μπροστά από το ασανσέρ. Υποθέτω ότι την πιο ευχάριστη διαμονή την έκανα στο Κιουμπ Χοτέλ στο τέρμα του δρόμου, σε δωμάτιο επίσης φτηνό και δίχως παράθυρο, αλλά με καλύτερη ντουζιέρα και με κλιματισμό. Είχε κρεμάστρες και δυο-τρεις γάτζους στην πόρτα.


Μου αρέσει η Κουάλα Λουμπούρ επειδή είναι ένα παράξενο υβρίδιο, μια μίξη μέσης και άπω ανατολής, το ημίαιμο μπάσταρδο ενός τζαμιού κι ενός μπουρδέλου. Οι μισοί κάτοικοι είναι Κινέζοι κι οι άλλοι μισοί Μαλαίυ, με λίγους Ινδούς για γαρνίρισμα. Αλλά οι περαστικοί , οι μετανάστες, οι εργάτες κι οι τουρίστες καθιστούν την ανθρώπινη γεωγραφία της πόλης μοναδική: Σύριοι, Νεπαλέζοι, Βιρμανοί, Αφρικάνοι και λεγεώνες από Άραβες  γεμίζουνε τους δρόμους. Η αρχιτεκτονική του τόπου είναι επίσης παράξενη και συμπεριλαμβάνει βρετανικό αποικιακό στυλ, κινέζικα μαγαζιά, παραδοσιακές και μοντέρνες ισλαμικές δημιουργίες, ουρανοξύστες από γυαλί κι ατσάλι, καινούρια διαμερίσματα και φτηνές πολυκατοικίες χτισμένες από την κυβέρνηση, σε διάφορες φάσεις φθοράς κι εγκατάλειψης.
     Δύσκολα οι λέξεις φωτογραφίζουν ένα τόσο περίπλοκο αστικό περιβάλλον. Τα βρετανικά χτίρια είναι κι αυτά μπασταρδεμένα, με ευρωπαϊκές, αιγυπτιακές και μουγκάλ επιρροές. Το ΚΤΜΒ, το χτίσμα όπου εδράζονται οι Μαλαισιανοί Σιδηρόδρομοι, είναι σχεδόν εξωγήινο, με πύργους, θόλους και γαλαρίες που ανοίκουν σε πολλές κουλτούρες· το ΚΤΜΒ δεν ανοίκει πουθενά. Πολλά τζαμιά είναι δείγματα μοντερνισμού. Τα περισσότερα χτίσματα της παλιάς αποικιακής διοίκησης στεγάζουν πλέον δικαστήρια και υπουργεία της τωρινής κυβέρνησης και ταλαντεύονται ανάμεσα στην κοσμική και την εκκλησιαστική τους εμφάνιση.  Ερείπια κι ετοιμόρροποι τοίχοι, μοναχικά συγκροτήματα και σκελετοί χτισμάτων σωριάζονται κι εγκαταλείπονται και συνεκδοχικά μετρατρέπονται σε σκουπιδότοπους και χώρους στάθμευσης. Απέναντι από την Μπερτζάγια Τάιμς Σκουέαρ αντίκρυσα μια αποικιακή πρόσοψη του δέκατου ένατου αιώνα κι ένα τοιχισμένο τετράγωνο γεμάτο λόφους από μπάζα.  Ο χώρος είχε μετατραπεί σ’εργοτάξιο και ρώτησα το φύλακα τι φτιάχνουν τόσοι γερανοί κι εργάτες και τι υπήρχε εκεί πρωτύτερα. Δεν γνώριζε να μου πει. Βρήκα κι άλλα τέτοια πολεοδομικά κουφάρια σκορπισμένα ανάμεσα σε δρόμους και ξενοδοχεία. Δεν αναφέρονται σε τουριστικούς χάρτες και δεν υπάρχουν αναμνηστικές πλακες ή πινακίδες που να τ’αναγνωρίζουν και να τα περιγράφουν.
     Κάθε φορά μένω στο Μπουκίτ Μπιντάνγκ, τη Μικρή Αραβία. Είναι φτηνή κι ευχάριστα ύποπτη περιοχή.  Σ’αντίθεση με την Μπανγκόκ και τις άλλες πρωτεύουσες στην νοτιανατολική Ασία, στην Κουάλα Λουμπούρ δε σ’ενοχλεί κανείς. Ένεκα ισλαμισμού και εκατομμυρίων τουριστών από άλλες μουσουλμάνικες χώρες, οι δουλειές της νύχτας γίνονται με τρόπο διακριτικό.  Αλλά συχνά η διακριτικότητα πάει περίπατο. Κάθομαι και πίνω την μπύρα μου και κοιτάζω τους ανθρώπους που περνούν και που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα που στη μια άκρη έχει το ιερό και στην άλλη το χυδαίο. Μια γυναίκα με καταμέλανη μπούρκα και νικάμπ στο πρόσωπο περπατά ένα βήμα πίσω από τον άντρα της – ο τύπος φοράει βερμούδα και μπλουζάκι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ακολουθούν τρεις νεαροί Άραβες, που στέκονται για να μιλήσουνε στην Κινέζα πουτάνα δίπλα στο Κάρντογκαν Χοτέλ. Παζαρεύουν για ώρα, υποθέτω για ομαδικό γαμήσι, αλλά αυτή αρνείται. Λίγα λεπτά αργότερα, μόνο ένας επιστρέφει και η πουτάνα τον περνάει απέναντι, σε ένα άλλο φτηνό ξενοδοχείο. Δυο ή τρεις μπύρες αργότερα, η Κινέζα έχει επιστρέψει κι έχει πιάσει το πεζοδρόμιο στο ίδιο σημείο. Την κοιτάζω, είναι όμορφη. Μου χαμογελάει και νεύει. Αλλά μένω εκεί που είμαι.
     Από το ίδιο σημείο, κοιτάζω τα δυο μασατζίδικα στην άλλη μεριά του δρόμου. Φαίνονται καθαρά και σε οικογενειακό στυλ και προσφέρουν ρεφλεξόλοτζυ. Οι κράχτες προσπαθούν να προσελκύσουν κόσμο και το δράμα ξεκινάει όταν ένα χτικιάρης που διαφημίζει το ένα μαγαζί κατορθώνει να εκνευρίσει τη χοντρή με τη χωριάτικη φάτσα που εκπέμπει διθυράμβους για το διπλανό. Τον χτυπάει επανειλημμένα με τους φακέλους και το πλακάτ που βαστάει· ύστερα, κρίνοντας τη ζημιά που τα χτυπήματα αυτά προκαλούν ανεπαρκή, τον γρονθοκοπεί. Κατά τη διάρκεια μιας προηγούμενής μου επίσκεψης, και πάλι πίνοντας στο ίδιο σημείο, υπήρξα μάρτυρας μιας άλλης μικρής τραγωδίας. Ένα αυτοκίνητο και μια μηχανή συγκρούστηκαν, αλλά κανείς δε χτύπησε σοβαρά. Οι οδηγοί άρχισαν να ζητούν μάρτυρες για να στηρίξουν τη δική τους εκδοχή. Ένας ζητιάνος δίχως πόδια πλησίασε, τσουλώντας πάνω σε ένα  καφάσι με ρόδες και προσέφερε τη δική του προοπτική·  ένα ζευγάρι Αράβων με παραδοσιακή φορεσιά – αυτή φορούσε μπούρκα, αυτός φορούσε μπλουζάκι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ – στάθηκαν κι έδωσαν τη δική τους θεωρία. Δυο πόρνες πλησίασαν κι η μαρτυρία τους είχε βαρύνουσα σημασία λόγω της θέσης τους στο πεζοδρόμιο, που προσέφερε την καλύτερη και πλέον ανεμπόδιστη θέα στο συμβάν. Αλλά εγέρθησαν αντιρρήσεις: ήταν η προσοχή τους αναπόσπαστη; Αμφίβολο, στην καλύτερη περίπτωση.


Έπινα σε ένα άλλο μαγαζί στη νότια μεριά του δρόμου. Ένας μεσήλικας Κινέζος με στολή φύλακα κάθισε δίπλα μου. Βαστούσε έναν ασύρματο κι έφτυνε εντολές.  Τα μεγάφωνα έσπρωχναν στ’αφτιά μας το Γκάνγκναμ Στάιλ για δυσχιλιοστή φορά κι όλοι οι θαμώνες βογγήξαμε συγχρονισμένα. Ο τύπος μου είπε ότι ήταν επικεφαλής ασφαλείας για όλη τη συνοικία, ή κάτι παρόμοιο, κι ύστερα συζητήσαμε για τη Μαλαισία και τη Σινγκαπούρη και τα φαγάδικα με καλό ψάρι στο Τζοχόρ Μπαρού και για τα ριζόρτ στο Μπατάμ και το Μπιντάνγκ όπου όλοι σπιτώνουν τις ερωμένες τους. Μου έδειξε ένα κλαμπ και παραίνεσαι να τ’αποφύγω. Οι πόρνες, είπε, τρίβουνε ένα ναρκωτικό στις ρόγες τους, οι πελάτες γλείφουν κι ύστερα χάνουν τις αιστήσεις τους, κι όταν ξυπνήσουν, διαπιστώνουνε ότι έχουνε χάσει κάρτες, μετρητά, ρολόγια και τα συναφή. Τον ευχαρίστησα για τις πληροφορίες και του ζήτησα να μην ανησυχεί, αφού βρισκόμουν στην πόλη μόνο για μπύρες και μουσεία. Η σερβιτόρα πίσω από τον πάγκο έπιανε το στομάχι της· είχε χλωμιάσει και τη ρώτησα τι τρέχει.  Ύστερα, προσέφερα την καλύτερη συμβουλή που γνώριζα για γαστροεντερικά ζητήματα: άσπρο ρύζι και ξεθυμασμένη κοκακόλα. Το κόλπο μου το είχε μάθει ο λοχαγός μου στο Κέντρο.
     Σηκώθηκα νωρίς ένα πρωί και περπάτησα μέχρι το τέλος του Τζαλάν Μπουκίτ Μπιντάνγκ κι ύστερα έστριψα δυτικά. Είχα σχεδιάσει να περπατήσω μέχρι τη Μερντέκα, την Πλατεία Ανεξαρτησίας, για να μάθω καλύτερα τι υπάρχει σ’αυτή τη μεριά της πόλης. Αλλά πήρα το λάθος δρόμο. Ανεβοκατέβηκα πάρκα και λοφίσκους και διέσχισα συγκροτήματα διαμερισμάτων και στο τέλος αναγκάστηκα να πισογυρίσω κι να περπατήσω το Τζαλάν Ράτζα Τσουλάν.


Ο καιρός άλλαξε κι έπιασε βροχή. Στην αρχή ψιχάλιζε με τρόπο αβέβαιο, σχεδόν ευρωπαϊκό, αλλά γρήγορα το ψιλόβροχο βάρυνε και πύκνωσε και μετατράπηκε σε τροπική καταιγίδα. Γύρεψα καταφύγιο σ’ένα νεοκλασσικό στην άλλη μεριά του δρόμου κι έτσι τυχαία ανακάλυψα το Μουσείο Τηλεπικοινωνιών. Ήταν νωρίς και δεν είχε ανοίξει ακόμα, αλλά ο φύλακας μου έδειξε την ανοιχτή καντίνα του μουσείου και συνέστησε να περιμένω εκεί. Κάθισα να στεγνώσω, ζήτησα καφέ κι έβγαλα το βιβλίο από το σάκο μου – δε θυμάμαι αν διάβαζα κάποιο ταξιδιωτικό του Θερού ή μια νουβέλα του Λε Καρέ. Ήμουν ο μοναδικός πελάτης. Ένας φύλακας μίλαγε στη μαγείρισσα. Δυο σερβιτόρες ήσαν βαριεστημένες έως θανάτου. Η βροχή χαμήλωνε σαν γκρίζα κουρτίνα και θόλωνε τον ορίζοντα πέρα από την ανοιχτή πόρτα, αλλά εγώ αιστανόμουν άνετα και δεν μέτραγα πια τα λεπτά μέχρι ν’ανοίξει το μουσείο. Ήμουν βαθιά ικανοποιημένος και γαλήνιος. Αλλά όλα τα ευχάριστα αισθήματα ζουν σύντομες ζωές και χάνονται απότομα κι εν τέλει οι πόρτες του μουσείου άνοιξαν και γω μπήκα και πέρασα τουλάχιστον μια ώρα κοιτάζοντας τα εκθέματα: παλιά τηλεφωνικά κέντρα, υποθαλάσσια καλώδια και τηλέγραφοι Μορς και συλλογές φωτογραφιών από τη γιαπωνέζικη κατοχή και κέρινα ομοιώματα που παριστούσαν σημαντικές δουλειές που πια έχουν εκλείψει. Συλλογίστηκα πόσο γρήγορα απαρχαιώθηκε η τεχνολογία του εικοστού αιώνα κι αναρωτήθηκα πόσα χρόνια θα πάρει μέχρι κι οι τωρινές ταμπλέτες και τα κινητά τηλέφωνα να βρούνε θέση σε μουσειακές προθήκες.
     Ο καιρός βελτιώθηκε, η καταιγίδα μετατράπηκε και πάλι σε ψιχάλισμα και γω βγήκα απ’το μουσείο και περπάτησα δυτικά. Όταν ο ουρανός καθάρισε, βρισκόμουν σε μια συνοικία γεμάτη ινδικά καταστήματα, νεπαλέζους χαμάληδες και τοιχοκολλημένες αγγελίες στα βιρμανέζικα. Πέρασα υπουργεία και δικαστήρια κι έφτασα μπροστά στην πλατεία. Το κοντάρι της σημαίας ψήλωνε δεκάδες μέτρα και πέρα από τις πρασινάδες ατένισα το Ρόγιαλ Σελανγκόρ Κλαμπ. Αναπόφευκτα, η προσοχή μου αποσπάστηκε από τον αγγλικάνικο καθεδρικό της Παρθένου Μαρίας.


Έχω χάσει από χρόνια την πίστη μου, αλλά συνέχεια έλκομαι από χριστιανικές ιεραποστολές, μονές κι εκκλησίες στην Ασία. Υποθέτω ότι συμβαίνει λόγω πολιτιστικής οικειότητας ή μπορεί απλά υποσυνείδητα να τραβιέμαι σε τόπους θρησκευτικής λατρείας, όταν ξυπνάω μ’ενοχές και ζαλάδες ύστερα από βράδυα με το μπουκάλι. Όπως και νάχει κάθισα σ’ένα στασίδι κι αναπαύτηκα. Δυο εργάτες γυαλίζανε τις μπρούτζινες αναθεματικές πλάκες στους τοίχους. Λίγοι επισκέπτες εισήλθαν κι εξήλθαν σχεδόν αυτόματα. Δε θυμάμαι κάποιον πιστό να προσεύχεται. Μήνες αργότερα επισκέφτηκα και πάλι τον ίδιο ναό και τούτη τη φορά μοιράστηκα τη στιγμή μ’ένα ασύνταχτο ζευγάρι: ο τύπος ήταν χοντρός με μπυροκοίλι και ξεφτισμένα τατού στους βραχίονες· η γυναίκα ήταν κοκαλιάρα κι ασιάτισσα και τουλάχιστον εικοσιπέντε χρόνια νεώτερη και τα ρούχα της δε φανέρωναν κάποια εκκλησιαστική συνάφεια.
     Βγήκα και διέσχισα την  πλατεία. Η κάψα αυλάκωνε τον αέρα και φρυγάνιζε τους διψασμένους δρόμους κι εχώ συνέχισα το δρόμο μου, όπως κάνω πάντα, με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπο και την πλάτη μου, σημαδεύοντας πάντα το νότο. Σταμάτησα στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Κάθισα στην πίσω μεριά της πλατφόρμας και παρατήρησα ανθρώπους με σκοπό κι ανθρώπινα κουρέλια: δυο ή τρεις άστεγους ζητιάνους, έναν άντρα δίχως πόδια και μια βρώμικη γριά που παραμιλούσε. Ύστερα πέρασα τη γέφυρα στην άλλη μεριά της γραμμής και βρέθηκα στο ΚΤΜΒ αλλά φυσικά δε μ’αφησαν να περιπλανηθώ στους διαδρόμους του χτιρίου, αφού στέγαζε γραφεία λειτουργικής εταιρείας και δεν ήταν τουριστική ατραξιόν. Στη συνέχεια επισκέφτηκα το Εθνικό Τζαμί και το Ισλαμικό Τηλεοπτικό Κέντρο και έφαγα καθισμένος σε πυρωμένες σκάλες.


Ο χρόνος μας είναι ελάχιστος κι ο κόσμος είναι πελώριος. Έζησα εφτά χρόνια στην Κίνα και ταξίδεψα σε δεκαπέντε από τις επαρχίες της, κι εντέλει, τι πρόλαβα να γνωρίσω; Θα μπορούσα να ζήσω εκεί τη ζωή μου ολόκληρη, αλλά η λαγνεία κι η λαχτάρα να δω περισσότερα δε θα μ’εγκατέλειπαν ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για τη Μαλαισία και για όλους τους άλλους τόπους. Κάθε χώρα είναι προσκύνημα που βαστάει μια ζωή. Και δεν είναι μόνο τα ταξίδια, αλλά και τα βιβλία κι οι άνθρωποι και τα τραγούδια και όλο το πλήθος των μεγάλων και υπέροχων πραγμάτων· ανεπαρκής πάντα ο χρόνος μας και τραγικά λίγες οι μέρες μας.
     Τα ρούχα μου είχαν μουσκέψει και κόλλαγαν στο πετσί μου. Έφτασα στο Εθνικό Πλανητάριο και μπήκα σε μια από τις μόνιμες εκθέσεις για δροσιά. Για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να συνηθίσουνε τα μάτια μου το πέρασμα από το εκτυφλωτικό φως στο κλιματιζόμενο σκοτάδι, δεν είδα τίποτα. Σιγά-σιγά, διάφορες φιγούρες άρχισαν να αχνοφαίνονται, κυρίως μαθητές με τις στολές τους και ξάφνου ο ιδρώτας μου στέγνωσε και σιβηριανός αέρας με χτύπησε απόλλες τις μπάντες. Στην Κουάλα Λουμπούρ πιστεύουν ότι η θερμοκρασία δωματίου απαιτεί παλτό και πως αν δε ρισκάρει κανείς πνευμονία, δε δροσίζεται. Βγήκα μετά από λίγα λεπτά κι αποφάσισα να επισκεφτώ το Εθνικό Μουσείο.


Η ιστορία της Μαλαισίας είναι αρκετά περίπλοκη αλλά η γραμμική της αναπαράσταση μοιάζει εύκολη. Στην αρχή ανήκε σε μια ινδουιστική αυτοκρατορία, αργότερα μετατράπηκε σ’ένα σύμπλεγμα από σουλτανάτα κι ύστερα διοικήθηκε από Πορτογάλους, Ολλανδούς και Βρετανούς. Η ανεξαρτησία ήρθε το 1957 κι ακολούθησε μια ιδιαίτερα ασταθής περίοδος μέχρι που η χώρα άρχισε την ανάβαση που οδηγεί σε χίλιους ουρανοξύστες κι ένα εκατομμύριο τουρίστες. Η μαλαίυ κουλτούρα μοιράζεται συστηματικές ομοιότητες με την ινδονησιακή, κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού οι δυο χώρες είναι γλωσσικά και φυλετικά παρόμοιες.  Μετά την ανεξαρτησία οι σχέσεις των δυο χωρών ήσαν δύσκολες κι ενεπλάκησαν σε συνοριακές διαμάχες, με επιδρομές και μίνι πολέμους. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Στο τέλος δεν έμεινα στο μουσείο όσο έπρεπε, αλλά περπάτησα μέχρι το σέντραλ και πήρα τρένο για το σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων κι από κει ξανακατέβηκα στο νότο.
     Την επόμενη φορά που βρέθηκα στην πόλη, πέρασα την Μπερτζάγια και την περιοχή με τα φτηνά χόστελς και έφτασα στη λαϊκή αγορά του Πουντού Στέισον. Και τούτη τη φορά παρέκλεινα προς τη δύση και παρέκαμψα τις φτηνές πολυκατοικίες και το πολυκατάστημα Κενάνγκα, αλλά ήμουν βέβαιος ότι δεν είχα χαθεί. Ο ουρανός σκοτείνιασε και πάλι και μόλις πρόφτασα να καταφύγω σ’ένα γωνιακό καφενέ πριν ανοίξουν οι ουρανοί. Η βροχή έπεσε αμέσως, γκρίζα κι ασημένια σεντόνια νερού. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι στην άκρη του πεζοδρομίου, κάτω είτε από μια τέντα ή καλυμμένος από την υπερυψωμένη γέφυρα και παρήγγειλα καφέ. Κοίταξα ένα γύρο τους γέρους να πίνουνε τσάι ή σούπα και να καπνίζουν. Ο αρχαίος ιδιοκτήτης με ρώτησε από που είμαι, κι αφού αποκρίθηκα έγνεψε εγκρίνοντας. Ρώτησα αν ήταν κοντά το πολεμικό νεκροταφείο και μου απάντησε πως πράγματι, αν περνούσα τη λεωφόρο στη διασταύρωση πίσω από το μαγαζί, θα τόβλεπα. Τον ευχαρίστησα κι άναψα τσιγάρο.


Στους τροπικούς η βροχή σταματά όσο απότομα ξεκινάει· σηκώθηκα και διέσχισα το δρόμο και βρέθηκα στο παλιό νεκροταφείο. Ένα αδέσποτο σκυλί μ’ακολουθούσε και μου γάβγιζε, βρεγμένο και μίζερο. Μου έδειξε το δόντια του και γρύλισε. Στο τέλος εισήλθα στο νεκροταφείο και δε μ’ ακολούθησε. Περπάτησα στο λασπωμένο χώμα και είδα τις πλάκες και τ’αγάλματα. Τα χορτάρια μου έφταναν στα γόνατα και πολλοί τάφοι ήσαν σπασμένοι. Μουσκεμένο πρωινό σε τόπο μουχλιασμένο και νεκρό, σκέφτηκα. Σμήνη κουνουπιών μου διάλυσαν την ψευδαίσθηση. Βούιζαν γύρω από το κεφάλι μου και καρφώνονταν στο λαιμό και το μέτωπο. Κάθε δέκα δευτερόλεπτα γλυστρούσα τις παλάμες στα μπράτσα μου και αφαιρούσα ιδρώτα κι έντομα. Αλλά τα κουνούπια ήσαν πιο γρήγορα και τ’άφησα να συνεχίσουν την αφαίμαξη.
     Το νεκροταφείο ήταν γεμάτο πρώην υπηκόους της Βρετανικής  Αυτοκρατορίας: Ινδούς και Κινέζους χριστιανούς και Κινέζους με ισπανικά ονόματα και φυσικά βρετανούς και βρετανίδες που αναπαύονταν διακόσια χρόνια. Αλλά δεν ήταν αυτό το πολεμικό νεκροταφείο που γύρευα. Σύμφωνα με το χάρτη μου έπρεπε να περπατήσω λίγο ακόμη κατά νότου και θα τόβρισκα. 


Κόκκινο από τον ήλιο και τα έντομα, το κρέας μου έβραζε. Πορευόμουν σ’ομόκεντρους κύκλους, ξανοιγόμουν συνέχεια και ρωτούσα αστυνόμους, φύλακες, περαστικούς, θυρωρούς και μαγαζάτορες. Οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα· κάποιοι άλλοι με κατεύθυναν στο κοιμητήρι που μόλις είχα αφήσει. Εξήγησα ότι γύρευα τους τάφους των Γιαπωνέζων στρατιωτών από τον πόλεμο και την κατοχή. Θα το βρεις δίπλα σ’αυτόν τον πύργο, είπαν μερικοί, ρώτα στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Πισογύρισα κι έφερα κύκλους και πάλι και τίποτα καινούριο δεν είδαν τα μάτια μου. Ίδρωσα και περπάτησα δυο ώρες ακόμα κι βλαστήμησα την κλίμακα στο χάρτη μου και την πόλη και τη Μαλαισία ολόκληρη.
     Στο τέλος, πέρα από την λεωφόρο, ανηφόρισα κι έφτασα μπροστά στις σιδερένιες πύλες και τα σύρματα μιας φυλακής. Δυο φύλακες με στολή στέκονταν έξω απ’την περίμετρο κι είδα πως παντού ήσαν κρεμασμένα σήματα που απαγόρευαν φωτογραφίες κι άσκοπες περιηγήσεις. Αναγνώρισα πάλι το αλφάβητο της Μπούρμας κι ανακάλεσα μια μακρυνή ανάμνηση. Σχεδόν ταυτόχρονα, πρόσεξα την πινακίδα που επιβεβαίωσε ότι βρισκόμουν στην κεντρική είσοδο ενός στρατοπέδου προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών. Όπως βάσταγα τον ιδρωμένο χάρτη, δυο άντρες πλησίασαν και ρώτησαν τι γυρεύω. Ο ένας φορούσε καφετιά στολή. Αποκρίθηκα πως αναζητούσα το γιαπωνέζικο στρατιωτικό νεκροταφείο. Πιάνοντάς με από τους ώμους, ο φύλακας με έστρεψε, μου έδειξε το δρόμο που είχα πάρει για να φτάσω ως εκεί και είπε με ακαταμάχητη σιγουριά πως οι τάφοι ήσαν κάπου εκεί πέρα. Καθυστερούσα εσκεμμένα, ζητούσα επιβεβαίωση και πάλι, προκειμένου να δω καλύτερα τους λιγοστούς στηριγμένους στα σύρματα πρόσφυγες, αλλά ο φύλακας έδειχνε βιαστικός κι ελαφρά εκνευρισμένος. Συλλογίστηκα πως σπάνια σκοντάφτει κανείς καταλάθος σε τέτοια μέρη, έριξα μια τελευταία ματιά και πήρα το δρόμο του γυρισμού.


Δεν κατόρθωσα να βρω τους γιαπωνέζικους τάφους.

No comments: