2013/03/11

Μπαντέυ Κντέυ, Άνγκορ, Καμπότζη




 Τα 4 πρόσωπα στην κορυφή της γκοπούρας ατένιζαν τα σημεία του ορίζοντα· δίχως υποστήριξη, η πύλη έγερνε επικίνδυνα, έχοντας χάσει τα χρώματά της. Στάθηκα για μια στιγμή κάτω από τις κλαίουσες πέτρες κι ύστερα εισήλθα στο Μπαντέυ Κντέυ. Στον εσωτερικό περίβολο σταμάτησα μπροστά από την ορχήστρα των ακρωτηριασμένων. Για λίγες στιγμές, ο ήχος από τα κρουστά και τα συριχτά τους όργανα στοίχειωσε τ’αφτιά μου. Είχα δει παρόμοιες ορχήστρες και σ’άλλους ναούς – τα τεχνητά χέρια και πόδια παρατημένα στην άκρη της πλατφόρμας, οι μουσικοί κομματιασμένοι να παίζουνε παραδοσιακούς ρυθμούς. Αντιστάθηκα στην επιθυμία να πάρω φωτογραφίες, ντράπηκα κι ύστερα έφυγα κοιτάζοντας το χώμα. Σκέφτηκα ότι αν είχα παραμείνει ένα λεπτό ακόμη, θα είχε χρειαστεί να κάνω κάποια δωρεά και στ’αλήθεια δεν ήθελα επειδή...γιατί άραγε, γιατί δεν ήθελα; Στο νου μου ανέβηκαν διάφορες ατελείς σκέψεις για τον τουρισμό και τη φύση της ελεημοσύνης και για το πως συγκροτείται μια ολόκληρη κουλτούρα εξάρτησης και για το πως φροντίζουνε οι κυβερνήσεις τους πολίτες τους. Αισθανόμουν παράξενα, άβολα· προχωρώντας ανακάλυψα άλλον ένα ναίσκο που έμοιαζε με τα ορθόδοξα ξωκλήσια των παιδικών μου χρόνων. Μια ταμπέλα με πληροφόρησε ότι στον περίγυρο του ναού ευρέθησαν εκατοντάδες θραύσματα από σπασμένους βούδδες. Τσακισμένα αγάλματα και τσακισμένοι άντρες, ερείπια στη ζούγκλα και ανθρώπινα ερείπια στις πόλεις, οι κουλοί και οι κουτσοί, κομματιασμένοι βωμοί του απώτερου παρελθόντος και δυστοπικό ξέσκισμα της περασμένης γενιάς – αυτή μου φάνηκε η Καμπότζη. Συλλογίστηκα όλες τις περιρρέουσες, πολύχρωμες παραδοξότητες, τους τουρίστες, τα σανδάλια, το παζάρεμα με τα τουκ-τουκ, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα τετρακίνητα οχήματα. Η στιγμή μου φάνηκε ακατανόητη.


 Τα σπασμένα αγάλματα ανακάλυψε μια γιαπωνέζικη αρχαιολογική αποστολή. Στο Μπαντέυ Κντέυ, όπως και στους άλλους ναούς,  η έρευνα,  η συντήρηση κι η αναστύλωση των μνημείων επιτελούνται από διάφορες ομάδες , από δυτικά πανεπιστήμια, Ινδικές κυβερνητικές αποστολές και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μνημείων. Δίγλωσσες και τρίγλωσσες επιγραφές πληροφορούν τους θερμόπληκτους τουρίστες σχετικά με το ποιος ευθύνεται για ποια εργασία συντήρησης – Γερμανοί, Γάλλοι, ή Γιαπωνέζοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλέκεται η ΑΠΣΑΡΑ, η καμποτζιανή κυβερνητική ομάδα που έχει αναλάβει την επίβλεψη κι αξιοποίηση του Άνγκορ. Αναγνώρισα την ανάγκη για ξένη τεχνογνωσία, αλλά ενοχλήθηκα από την έκταση της ξένης χρηματοδότησης. Εκατομμύρια τουρίστες φέρνουν εκατομμύρια δολλάρια κι ύστερα από 20 χρόνια τουρισμού θα περίμενε κανεις να έχουν δημιουργηθεί οι δομές για την αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Χμερ από τους ίδιους. Συχνά, ωστόσο, αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφθορά στην απουσία των πραγμάτων. Στην Πνομ Πεν, αντι-πλημμυρικά και έργα οδοποιίας επιτελούνται από τους Κινέζους και τους Γιαπωνέζους. Ολόκληρη η χώρα μοιάζει να βρίσκεται καλωδιωμένη στην ενταντική.  Φυσικά, μπορεί να σφάλλω· ο τόπος ακόμα αναρρώνει από το αυτοκαταστροφικό του παρελθόν. Και η συντήρηση του Άνγκορ είναι μια πελώρια υπόθεση.



Ανέβηκα στην υπερυψωμένη πλατφόρμα που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο του ναού. Λιοντάρια και νάγκας φυλούσαν το πέρασμα. Οι στοές έμοιζαν να πιέζουν η μια την άλλη, η γεωμετρία τους είχε τραυματιστεί από τον καιρό και τη φύση. Σε μια από της σκεπασμένες στοές, ένα μεγάλο άγαλμα του Βούδδα καθόταν πάνω σ’ένα πέτρινο βάθρο, βαστούσε κίτρινη ομπρέλλα κι ήταν κυκλωμένο από μυριάδες προσφορές. Μια γυναίκα γονάτιζε, σ’ένα φαρδύ κιλίμι. Σηκώνοντας το βλέμμα είδα χιαστί σκοινιά δεμένα στα κιονόκρανα και πολύχρωμες λουρίδες ν’ανεμίζουν. Για αιώνες η λατρευτική παράδοση παρέμεινε ζωντανή, σε πρόσκαιρη αναστολή μόνο σε καιρούς πολέμου.  Έξω, παραμορφωμένα από το πέρασμα του χρόνου, τα νάγκας σχημάτιζαν κιγκλιδώματα, που ισορροπούσαν πάνω στις ετοιμόρροπες πέτρες· οι πύργοι γκρεμίζονταν σε σωρούς, οι λίγοι εναπομείναντες ζωσμένοι με παράλληλα λουριά. Απσάρες και ντεβάτες χόρευαν σε κολώνες κι ανάγλυφα.


Οι αμμόλιθοι κατέρρεαν κι έμοιζαν υποπράσινοι και χλωμοί.  Σε μια γωνία είδα δυο σκεπασμένες στοές να συγκρούονται και να υψώνονται σαν ερπετά με σπασμένες ραχοκοκαλιές. Τα δέντρα εισέρχονταν παντού, σε μια προέλαση που βαστάει αιώνες και μοιάζει φυσική κι αυτονόητη, σαν το φως του ήλιου. Το όλο συγκρότημα φάνταζε εύθραυστο και σε σήψη, με σπασμένα και βυθισμένα πατώματα, με διχασμένες εξέδρες και ραγισμένες κολώνες. Ήταν υπέροχο και σού κλεβε την ανάσα. Θεώρησα την τωρινή κατάσταση του οικοδομήματος ως την ιδανική του κατάστηση, ως το φιλοσοφικό του τέλος. Η αρχική του εμφάνιση ήταν η αφετηρεία· ο ναός μόλις ολοκληρώθηκε, οχτακόσια χρόνια μετά την ανάρτηση της πρώτης κολώνας.


Το Άνγκορ μας κάνει ποιητές, σκέφτηκα, αλλά ο οίστρος πεθαίνει πάντα πρόωρα. Άντρες και γυναίκες στις άκρες των στοών πουλούσαν πίνακες κι υφάσματα. Ένας νεαρός με πλησίασε και μου είπε ότι στον κεντρικό διάδρομο οι χορεύτριες θα έδιναν παράσταση για τα μάτια του βασιλιά και μόνο. Ύστερα με ρώτησε αν ήθελα να αγοράσω κάτι. Εξερχόμενος χάθηκα σε μια θάλασσα από τουκ-τουκ και μου πήρε ώρα να βρω τον οδηγό μου. Ήταν τρεις τ’απόγεμα κι ο ήλιος λόγχιζε το μυαλό και το σβέρκο μου.

No comments: