2013/02/05

Πρέα Καν, Άνγκορ, Καμπότζη

Προσπαθείς να χαράξεις την πορεία σου με το δάχτυλο πάνω στο χάρτη. Που να ξεκινήσω, σκέφτεσαι. Πως να επισκεφτώ τους υπόλοιπους ναούς; Ν’ακολουθήσω μια χρονολογική τροχιά; Μήπως να δω τους Ινδουιστικούς πρώτα, τους βουδιστικούς ναούς αργότερα; Ή μήπως έχοντας δει τους μεγαλύτερους, ν’ακολουθήσω το συστημα διαβάθισμης του τουριστικού οδηγού, και να προχωρήσω από τους περισσότερο, στους λιγότερο σημαντικούς; Αλλά έτσι συμβαίνει πάντα, στην καρδιά σου σκοτώνονται ασταμάτητα οι παλιοί εχθροί, η επιθυμία και ο χρόνος.

             
Ξεκίνησα από το μεγάλο μοναστικό συγκρότημα του Πρέα Καν, του ‘ιερού σπαθιού’ που έχτισε ο Τζαγιαβάρμαν ο Έβδομος, για να τιμήσει τον πατέρα του. Η είσοδος ήταν προσβάσιμη μέσω μιας πέτρινης γέφυρας. Οι ντέβας κι οι ασούρας κρατούσαν το εφτακέφαλο νάγκα στις δυο πλευρές. Η κεντρική πύλη ήταν υπέροχη, με τη στοά να στηρίζει τρεις πύργους, εκ των οποίων ο μεσαίος ήταν ψηλότερος. Πριν εισέλθω εξέτασα την περίφραξη. Στ’αριστερά, ένα γκαρούδα πάνω στο βάθρο του έστεκε σιωπηλός φρουρός.

            
Τον πρώτο ναό φυλούσαν αποκεφαλισμένοι σκοποί, που ακόμη έφεραν τα ξίφη τους. Περπάτησα ολόκληρη την περιφέρειά του, φωτογραφίζοντας απσάρας και πολεμιστές. Μεγάλα τμήματα του ναού θρυμματίζονταν και ολόκληρες στοές είχαν καταρρεύσει, αφήνοντας τσακισμένες πέτρες κι ερείπια. Τα αγάλματα και τα ανάγλυφα στις γαλλαρίες έφεραν σημάδια βανδαλισμού – ινδουιστικά σύμβολα είχαν αποτυπωθεί άκομψα πάνω στη βουδιστική υποδομή. Ένας νεαρός φοιτητής καθόταν σε μια πέτρα και ζωγράφιζε τμήματα του χτιρίου. Κοίταξα για λίγο τις υδατογραφίες του και μου είπε ότι μικρότερος, ήταν μοναχός για κάποιους μήνες. Λίγοι επισκέπτες είχαν καταφθάσει και μου ήταν εύκολο να χαθώ μέσα στις στοές, να περάσω από ένα παράθυρο και να βρεθώ ανάμεσα σε γκρεμισμένες κολώνες. Τμηματικά, ο ναός έμοιαζε μέρος της ζούγκλας. Ή μάλλον, έμοιαζε έτοιμος να ηττηθεί και να καταληφθεί ολοκληρωτικά από το τροπικό δάσος. Διάφορα δέντρα διαπερνούσαν τους τοίχους, οι ρίζες τους τρυπούσαν τις αρχαίες πέτρες, τις περικύκλωναν, τις διέστρεφαν και τις συντηρούσαν.

            
Μερικοί διάδρομοι ήσαν τόσο στενοί που χωρούσα με το ζόρι. Ωστόσο, ακόμη και σ’αυτά τα σκοτεινά ανοίγματα, η διακόσμηση των τοίχων δε σταματούσε. Σταμάτησα να ξεκουραστώ σε έναν περίβολο, οριοθετημένο από ορθογώνιες στοές με πολλαπλές πύλες και κυρτές στέγες. Δυο οικογένειες με μικρά παιδιά – Αμερικάνοι – σχολίαζαν τα χτίσματα και τα διακοσμητικά μοτίβα.
‘ Αναρωτιέμαι πόσοι να πέθαναν κατά τη διάρκεια της κατασκευής’, είπε μια από τις γυναίκες. Είχε ένα μωρό κρατημένο στο στήθος.
‘ Μάλλον λιγότεροι απ’ότι στην Αίγυπτο’, είπε ένας από τους άντρες. ‘Δηλαδή, εδώ δεν ήσαν μόνο χαμάληδες, οι τύποι ήσαν καλλιτέχνες. Θα θέλανε να τους κρατήσουν ζωντανούς’.
‘ Μου φαίνεται περίεργο’, είπε ο άλλος άντρας ‘ αν δούλευαν τόσο σκληρά τότε, γιατί είναι οι Καμποτζιανοί τόσο τεμπέληδες σήμερα;’


Γέλασαν και προχώρησαν. Στάθηκα για λίγο και συλλογίστηκα ότι αν είχα παρακούσει παρόμοιες κουβέντες σε κάποιο μπαρ, έχοντας πιεί πέντε-έξι ποτήρια, θα το θεωρούσα ζήτημα αρχής να τους αποκαλέσω χαζόμουνα, αλλά κάτω από τον καφτό ήλιο δεν έχει νόημα να γινεται κανείς ανεπίτρεπτα συναισθηματικός.

             
Τεράστικα καπόκ φύτρωναν και μεγάλωναν στις στέγες των ναών. Κάποιοι από τους τροπικούς γίγαντες είχαν κοπεί μόλις πάνω από τις ρίζες και φάνταζαν σαν πελώρια, χλωμά πλοκάμια που στραγγάλιζαν τις αρχαίες πέτρες. Η ζούγκλα και τα χτίρια αντιπάλευαν, σε μια μάχη που βαστούσε αιώνες. Οι πύργοι και οι τοίχοι, οι ναϊσκοι, οι κολώνες κι οι στοές βρίσκονταν υπό συνεχείς επιθέσεις. Γι αυτό ακριβώς οι ναοί του Άνγκορ προσφέρουν το καλούπι για όλη την εικονοποιία ‘χαμένων πολιτισμών’.

             
Κάποιες από τις άσκεπες στοές, με τις κολώνες να διατηρούν ξεβαμμένα τα ερυθρά τους χρώματα, μου θύμισαν τα βασιλικά ανάκτορα της Κνωσού. Τα κυκλώπεια ανοίγματα με έκαναν να σκεφτώ την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες. Ακολούθησα τις απσάρες που χόρευαν σε ζωοφόρους κι αετώματα, μέχρι που εξήλθα σε έναν περίβολο: μια διόροφη κατασκευή, που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στην Αθήνα ή την Ολυμπία, δέσποζε στο κέντρο. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Αν και τα ερείπια των Χμερ μένουν να θυμίζουν έναν μοναδικό κι ολοκληρωμένο πολιτισμό, λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητάς τους αναγκαστικά περικλείουν εμβληματικά στοιχεία από άλλες κουλτούρες – πυραμίδες και ζιγκουράτ, ελληνότροπους ναούς κι εκκλησίες. Κι ακριβώς επειδή υπάρχουν συστηματικές ομοιότητες μεταξύ δομών και τεχνοτροπιών σε πολλά μέρη του κόσμου, αρχίζει κανείς να κάνει σκέψεις εκκεντρικές, σκέψεις για τον αρχικό πολιτισμό, ή για την εξωγήινη εισβολή που κατέστησε όλες αυτές τις εξελίξεις αναπόφευκτες. Αυτά τα σενάρια βασίζονται κατά κόρον στον εξωτικό χαρακτήρα του Άνκορ και τα έχω συναντήσει συχνά σε ταινίες και βιβλία.

            
Κοντά στην έξοδο από το σύμπλεγμα του Πρέα Καν εξέτασα ένα μικρό ναό που θύμιζε έντονα βυζαντινό ξωκλήσι. Πάνω από την είσοδο υπήρχε ένας πύργος, αλλά η στέγη είχε τη γνωστή καμπυλότητα. Εισερχόμενος είδα ένα σπασμένο άγαλμα πάνω στον παλιό βωμό, που κάποτε απεικόνιζε το Βούδα. Στην εξωτερική πλευρά, όλα τα παράθυρα πλαισιώνονταν από τα συνήθη ανάγλυφα. Το κτίριο ήταν σχεδόν άριστα διατηρημένο. Δε γνωρίζω αν επρόκειτο για κάποια ύστερη κατασκευή – αμφιβάλλω – αλλά άνετα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη για λατρευτικούς σκοπούς.

             
Το τουκ-τουκ συνέχισε προς τα ανατολικά.



No comments: