Πως να περιγράψω το Άνγκορ Γουάτ μ’επάρκεια κι ακρίβεια; Για αιώνες άλλοι περιηγητές,
πιο εύγλωττοι και προικισμένοι, προσπάθησαν, άλλοι με λυρικά ξεσπάσματα, άλλοι
με εξωπραγματικές ικασίες. Για τους ταξιδιώτες από τη Δύση ο ναός ήταν ένα
ανθρώπινο φαινόμενο που έπρεπε να ιδωθεί, για να γίνει πιστευτό, μια παράξενη
Ατλαντίδα στην καρδιά της τροπικής ζούγκλας. Ο Ανρί Μουώ το θεώρησε έργο μεγαλοφυών γιγάντων κι υπέθεσε ότι ίσως
χτίστηκε από Ρωμαίους πριν από δυο χιλιετίες. Φυσικά οι ίδιοι οι Χμερ ποτέ δεν
ξέχασαν το μεγάλο τους ναό και για αιώνες επισκέπτονταν – έστω ένα μικρό του
τμήμα – για λατρευτικούς λόγους. Οι Κινέζοι γνώριζαν την ιστορία του Άνγκορ
καλύτερα, ένεκα που ο σπουδαίος διπλομάτης Τζόου
ΝταΓκουάν έζησε στο Άνγκορ Τομ για έναν ολόκληρο χρόνο, στα τέλη του
δέκατου τρίτου αιώνα. Το βιβλίο του είναι ανεχτίμητο, όχι μόνο σε σχέση με τη
χρονολόγηση των ναών, αλλά για τις ακριβείς περιγραφές της παλατιανής ζωής και
των απλών υπηκόων του Άνγκορ, στα χρόνια της Αυτοκρατορίας.
Πέρασα τη γέφυρα πάνω από τη μεγάλη τάφρο
και εισήλθα στο τειχισμένο συγκρότημα του Άνγκορ Γουάτ, της Πολιτείας του Ναού,
καταμεσήμερο, παραμονή Χριστουγέννων. Χτίστηκε από το Σουργιαβάρμαν το Δεύτερο στο πρώτο μισό του δωδέκατου αιώνα, στον
κολοφώνα της Αυτοκρατορίας των Χμερ. Στάθηκα για ώρα στη σκεπαστή στοά της
εισόδου κι έπειτα, περπάτησα αργά πάνω στην υπερυψωμένη εξέδρα. Θαύμασα τα
τεράστια νάγκα και στις δυο πλευρές, κι ύστερα εξέτασα τους δυο παράπλευρους
ναϊσκους. Η κυρτότητα της οροφής μου θύμιζε ορθόδοξα ξωκλήσια. Αλλά ίσως να
έκανα τη σύνδεση ασυναίσθητα, εξαιτίας των σταυροειδών σχηματισμών που
δημιουργούν, αρχικά η στοά με την πλατφόρμα, κι ύστερα η πλατφόρμα με τους
εκατέρωθεν ναούς. Σε τελική ανάλυση έπεσα στην ίδια παγίδα με τον Μουώ και τους
προκατόχους του, προσπαθώντας να
επεξεργαστώ αυτήν τη μνημειώδη καινοτομία, συνδέοντάς τη με οικείες φόρμες και
δομές.
Ο
κυρίως ναός, μια από τις πλέον εικονικές ανθρώπινες κατασκευές, συντίθεται από
τρια επίπεδα με ορθογώνιες στοές, το ψηλότερο των οποίων στηρίζει πέντε πύργους
σε σχήμα λοτού. Το Άνγκορ Γουάτ ήταν ο
μητροπολιτικός ναός του Σουργιαβάρμαν και κατά πάσα πιθανότητα, το μαυσωλείο
του. Κι όπως σε καρτ-ποστάλ, πίνακες και ταινίες, η λιμνούλα μπροστά του χάριζε
μια τέλεια αντανάκλαση του χτιρίου. Η όλη εντύπωση έχανε κάτι από λίγες
σκαλωσιές και πράσινο καναβάτσο στα δεξιά της πρόσοψης του ναού. Οι τουρίστες
ήσαν λιγοστοί το μεσημέρι. Διάφοροι ντόπιοι πουλούσαν τουριστικούς οδηγούς,
μεταξωτά φουλάρια, μπλουζάκια και μαγνήτες ψυγείου. Όλες οι ψευδαισθήσεις,
σκέφτηκα, διαρκούν ελάχιστα, πριν τις διαλύσει η τουριστική πραγματικότητα.
Υπό
κανονικές συνθήκες, θα χρειαζόμουν εβδομάδες, ίσως και μήνα ολόκληρο για να
διερευνήσω συστηματικά τις στοές, τα περίπτερα, τα προστύλια, τους πύργους και
τις εξέδρες. Προσπάθησα να πάω παντού, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Φωτογράφισα
ό,τι θεώρησα εξαιρετικό και πάλεψα να απομνημονεύσω ό,τι έκρινα μοναδικό.
Παρατήρησα τους υπόλοιπους επισκέπτες και διαπίστωσα πως, όλοι, είχαν το δικό
τους σύστημα και λειτουργούσαν σε διαφορετικές ταχύτητες. Ορισμένοι κάθονταν
και προσπαθούσαν να κάνουν σχέδια με μολύβι από συγκεκριμμένη οπτική γωνία.
Άλλοι, έστηναν τρίποδα και κάμερες και αναζητούσαν μια τέλεια στιγμή που ποτέ
δεν ερχόταν. Κάποιοι άλλοι, σχεδόν έτρεχαν, προσπαθώντας να καλύψουν όσο
περισσότερο έδαφος μπορούσαν.
Τα
ανάγλυφα ήσαν υπέροχα. Χιλιάδες απεικόνιζαν απσάρας και Ινδούς πολεμιστές. Σε
ορισμένες στοές οι τοίχοι αφηγούνταν την ιστορία πραγματικών μαχών, σε κάποιες
άλλες ξεδίπλωναν πολέμους ιερών κειμένων. Δυστυχώς, σε ορισμένα τμήματα του
ναού διάφορες ξύλινες προσθήκες – εξέδρες, κλιμακοστάσια, κιγκλιδώματα – ήσαν
εμφανής, προς εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Στο σύνολό τους, είναι σχεδόν αόρατες
αλλά και πάλι, επιθυμούσα να είχα δει το ναό σε μια πιο αρχική, πιο παρθένα
μορφή. Κι ύστερα θυμήθηκα ότι καμιά στιγμή στην ιστορία του ναού δεν ήταν αγνή
και παρθένα.
Αρχικά
κατασκευάστηκε ως ινδουιστικός ναός και αφιερώθηκε στο Βισνού. Στη συνέχεια,
έγινε τόπος βουδιστικής λατρείας, όπως κι όλοι οι άλλοι ναοί, όταν η Καμπότζη
αγκάλιασε το θεραβάδα βουδισμό τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Κι έτσι, το Άνγκορ
Γουάτ εμφανίζει σημάδια βανδαλισμού, παραμορφωμένα ανάγλυφα και αποκεφαλισμένα
αγάλματα. Ωστόσο, στο σύνολό του ο ναός μοιάζει ολοκληρωμένος κι οργανωμένος με
συνέπεια, δίχως τα μπαρόκ ξεσπάσματα και τις ύστερες προσθήκες άλλων ναών –
κυρίως αυτών στη μετέπειτα αυτοκρατορική πολιτεία του Άνγκορ Τομ.
Ανήλθα
σε όλα τα επίπεδα αλλά δεν πρόφτασα να εξετάσω λεπτομερώς τους πύργους και τις
ήσσονες κατασκευές στον περίβολο του συγκροτήματος. Διασκέδασα αρκετά όταν
διαπίστωσα ότι πολλές από τις ντεβάτας
στα ανάγλυφα είχαν γυαλισμένα στήθη. Ίσως να οφείλετο στις καιρικές συνθήκες
και στο κλίμα, αλλά κοιτάζοντας του τοίχους σκέφτηκα πως χιλιάδες επισκέπτες θα
χάιδεψαν και τα έτριψαν τα γυμνά στήθη, πιστεύοντας ότι η πράξη τους θα τους
φέρει καλοτυχία. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι μάλλον με έχει χτυπήσει ο ήλιος
κατακέφαλα και χρειάζομαι ξεκούραση. Καθισμένος στη βάση ενός πυργίσκου, είδα
μια ομάδα με παράξενα κοστούμια να ετοιμάζει παράσταση. Το θέαμα μου φάνηκε ελαφρώς
γελοίο και συνεκδοχικά σκαρφάλωσα στην κορυφαία εξέδρα και πήρα φωτογραφίες από
ψηλά. Όσο ψηλότερα βρίσκεται κανείς, τόσο ευκολότερο του είναι να εκτιμήσει τη
μνημειώδη φύση και τεράστια κατασκευή του Άνγκορ Γουάτ. Κοιτάζοντας ψηλά, είδα
ένα τουριστικό ελικόπτερο να κάνει γύρους και ένα πελώριο κίτρινο αερόστατο να
αιωρείται στην πηχτή γαλάζια λάβα τ’ουρανού.
Κατέβηκα από τη βόρεια πλευρά του ναού. Οι τουρίστες ήσαν εδώ ακόμα λιγότεροι και σκαρφάλωναν προκειμένουν να πάρουν θέση για το ηλιοβασίλεμα που πλησίαζε. Εμπρός μου, αγγίζοντας τον τείχο στη βορεινή περίμετρο, βρήκα ένα μικρότερο οικοδόμημα – αγνοώ αν ήταν ναός, αποθήκη, βιβλιοθήκη – που ακόμη έφερε ξεφτισμένα τ’αρχικά του χρώματα, καφέ και κόκκινο, στην πρόσοψή του. Ένα νεαρό ζευγάρι καθόταν στ’αριστερά της εισόδου. Το χτίσμα κατέρεε με τον κομψότερο δυνατό τρόπο και σκέφτηκα πως έτσι άδειο και στη σκιά του μεγάλου ναού δημιουργούσε παράξενα οικείες εντυπώσεις. Αυτόματα σκέφτηκα το Ασημένιο Κλειδί και την Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ.
Επέστρεψα στη νότια πύλη, παρακάμπτοντας το ναό. Εντόπισα τον οδηγό μου σε μια θαλασσα από τουκ-τουκ. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν σε αυτοσχέδιες αιώρες. Καθώς έφευγα, γύρισα και κοίταξα τη μεγαλόπρεπη κατασκευή που μίκραινε στον ορίζοντα και φυσικά σκέφτηκα αν θα μου δοθεί ποτέ ευκαιρία να ξαναγυρίσω. Αλλά η σκέψη γρήγορα εξαϋλώθηκε στην κάψα και στην κούραση και φτάνοντας στο ξενοδοχείο, έδωσα δεκαπέντε δολλάρια στον οδηγό για τις υπηρεσίες τις ημέρας.
2 comments:
Μας κακομαθαίνεις...
Έχεις ήδη φτάσει των συνολικό αριθμό posts του 2009 και του 2010 και το μισό από το 2012...και μόλις μπήκε ο Φλεβάρης!
Πέραν της πλάκας, καταπληκτικά τα posts σου και ειδικά με την επίσκεψή σου στην Καμπότζη έχεις δώσει ρέστα, τόσο που ίσως αναθεωηρήσω τις απόψεις μου για κάποιους προορισμούς...
προσπαθώ να γράφω περισσότερο, δε μου βγαίνουν εύκολα πια τα ελληνικά.
Να αναθεωρήσεις. Δέκα χρόνια πριν, πήρα ένα αεροπλάνο κι ήρθα στην Ανατολή. Έκτοτε έχω πατήσει σε ευρωπαϊκό έδαφος δέκα μέρες.
Post a Comment