2013/02/01

Άνγκορ Τομ, Άνγκορ, Καμπότζη


Σαν ανάμνηση παλιού ονείρου ξεπρόβαλε η νότια πύλη της τειχισμένης πολιτείας του Άνγκορ Τομ: το δρόμο πάνω στην τάφρο φυλούσαν οι ντέβας στ’αριστερά κι οι ασούρας στα δεξιά, άγγελοι και δαίμονες που βάσταγαν και στις δυο πλευρές το νάγκα, το ιερό φίδι. Προχωρούσαμε με ρυθμό χελώνας πίσω από μια μακριά ουρά από τζιπ, τουκ-τουκ και πεζούς, αλλά η ματιά μου είχε καρφωθεί στα τέσσερα πρόσωπα στην κορυφή της πύλης. Κανείς δε γνωρίζει με σιγουριά τη φύση των λίθινων φρουρών, αν απεικονίζουν μποτισάτβας ή το πρόσωπο του ίδιου του Ανγκοριανού βασιλιά που έχτισε την πόλη. Μου φαίνεται ασύλληπτο που δε γνώριζα το όνομά του. Σαν τους Φαραώ, σαν τον Περικλή και τον Τσι ΣιΧουάνγκ, ο Τζαγιαβάρμαν ο Έβδομος κέρδισε την αιωνιότητα με τις μνημειώδεις κατασκευές του. Υπήρξε ο τελευταίος σπουδαίος αυτοκράτορας των Χμερ, εκείνος που κατανίκησε τους Τσαμ επιδρομείς και επεξέτεινε τα όρια της αυτοκρατορίας από τη Βιεντιάν μέχρι το νότιο Βιετνάμ. Πέθανε εκατό χρονών, αφού έφτιαξε την καινούρια του πρωτεύουσα και τους σημαντικότερους ναούς του καιρού του μέσα σε σαράντα χρόνια.

            
Κατέβηκα από το τουκ-τουκ μπροστά στον πέτρινο Μπαγιόν, το μητροπολιτικό ναό του Τζαγιαβάρμαν και σύμβολο της προσήλωσής του στο μαχαγιάνα βουδισμό. Τεράστια και γαλήνια πρόσωπα ατένιζαν από τους πύργους του και έδιναν την εντύπωση όχι τόσο του μνημειώδους, αλλά του εξωγήινου. Ήταν νωρίς και λίγοι τουρίστες είχαν καταφτάσει. Στάθηκα να μελετήσω τ’ανάγλυφα στις εξωτερικές στοές και μέχρι να σηκώσω κεφάλι, η πολύχρωμη ανθρωπότητα αφίχθη. Προσπάθησα να αγνοήσω τους τουρίστες, να με φανταστώ μόνο, και με τα δάχτυλά μου ιχνογράφησα τις ιστορίες των αρχαίων μαχών που κρέμονταν στους τοίχους. Για ώρα ξεχάστηκα μπροστά στις ανάγλυφες στήλες, όπου χόρευαν ημίγυμνες απσάρες, κι ύστερα ανέβηκα στο ψηλότερο επίπεδο.

             
Περπάτησα σε δώματα και στοές και πήρε ώρα μέχρι να συνηθίσουνε να μάτια μου στο ημίφως. Καθιστοί βούδες ήσαν τυλιγμένοι με κίτρινο ή κόκκινο μετάξι και κυκλωμένοι από λουλούδια κι αναθέματα. Έξω, στο εκτυφλωτικό φως, η ορδή κύλαγε σε πύργους και κλιμακοστάσια. Ένα όργιο από κάμερες, πόζες και σαντάλια λάμβανε χώρα. Αιστάνθηκα σα να μου έκαναν προσωπικά κακό και ύστερα είδα πόσο ίδιος μ’αυτούς είμαι, άλλος ένας μοναδικός επισκέπτης σε μια θάλασσα μοναδικών επισκεπτών.

           
Ένας λόγος που η επίσκεψη στο Μπαγιόν και τους λοιπούς ναούς του Άνγκορ είναι μια εξαίσια εμπειρία, είναι που δεν υπάρχουν σχοινιά και περιφράξεις και απροσέγγιστα επίπεδα. Δεν στέκονται σε κάθε γωνία φύλακες να σε σταματάνε, αν θες να σκαρφαλώσεις ή να περπατήσεις ή να καθίσεις οπουδήποτε. Όταν ζούσα στην Αθήνα, ανέβηκα στην Ακρόπολη τουλάχιστον έξι φορές, αλλά ποτέ δεν κατόρθωσα να περπατήσω μέσα στον Παρθενώνα. Θυμάμαι το κορδόνι που κάλυπτε όλην την περίμετρο του ναού, τις σκαλωσιές και γενικά το αίστημα ότι το κέντρο του ναού δεν είναι προσβάσιμο. Οι μεγάλοι ναοί του Άνγκορ δεν θαυμάζονται από μακριά. Σκέφτηκα, ίσως σε μερικά χρόνια θα καταρρεύσουν. Ίσως θα αναστηλωθούν και θα γεμίσουνε φράχτες και φύλακες και σκοινιά. Αλλά σήμερα, διεισδύει κανείς με άνεση. Ίσως όχι με κάποια βαθιά κατανόηση, αλλά με ευκολία.

          
Δε θυμάμαι αν κατέβηκα τη βόρεια ή την ανατολική πλευρά του ναού, αλλά για λίγα λεπτά, ήμουν κατάμονος. Θαύμασα τους πύργους που φαίνονταν άδειοι κι αιώνιοι, χωρίς μαϊμούδες και κάμερες να διαλύουν τη γαλήνια στιγμή. Κι αμέσως, σήκωσα τη φωτογραφική μου μηχανή. Από ακαδημαϊκή σκοπιά, ο Μπαγιόν είναι κλειστοφοβικός κι υπερφορτωμένος με τόσες ύστερες προσθήκες, που η πολιτιστική και θρησκευτική του ταυτότητα είναι τρομαχτικά θολή. Το όλο οικοδόμημα συνιστά μια μπαρόκ έκρηξη, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ο ναός είναι ένδοξα πανέμορφος.


Στα βοριοδυτικά του Μπαγιόν βρίσκεται ο σιβαϊστικός ναός του Μπαφούον, χτισμένος τον ενδέκατο αιώνα. Ανέβηκα τις σχεδόν κάθετες πλευρές του πέτρινου λόφου και τα γόνατά μου τρίζανε. Το πελώριο λατρευτικό οικοδόμημα είναι χτισμένο σαν κλιμακωτή πυραμίδα ή πολυεπίπεδος θόλος, και στην κορυφή του δεσπόζει ένα παράξενο ζιγκουράτ, που με τη σειρά του καταλήγει σε τέσσερεις κατάλευκες αστρόπορτες.

             
Οι ορθογώνιες στοές σε κάθε επίπεδο θυμίζουν έντονα ελληνότροπες γαλλαρίες, με κολώνες να υπαινίσσονται τους τρεις κλασσικούς ρυθμούς. Καθώς διέσχιζα μια απ’αυτές τις άσκεπες στοές, ένα έφηβο κορίτσι, ακολουθούμενο από ένα ακόμα μικρότερο αγόρι, παρουσιάστηκαν στην αριστερή πλευρά μου, έχοντας σκαρφαλώσει τις καταρρέουσες πέτρες και όχι τα ξύλινα κλιμακοστάσια. Άπλωσα το χέρι μου και βόηθησα τα τελευταία τους βήματα.
‘ Έχεις χάσει το μυαλό σου;’, τη ρώτησα.
‘ Τα πόδια και τα χέρια μου τρέμουν’, αποκρίθηκε.

             
Συλλογίστηκα πόσα ατυχήματα θα πρέπει να συμβαίνουν καθημερινά στους ναούς τούτους. Εκείνη την ημέρα και στις άλλες δυο που ακολούθησαν δεν είδα ούτε ένα ασθενοφόρο, γιατρό, νοσοκόμο ή έστω κάποιο όχημα δημόσιας χρήσης σε ολόκληρο το Άνγκορ. Οι μόνοι φορείς κάποιας εξουσίας ή ευθύνης ήσαν οι ελάχιστοι νεαροί ελεγκτές για τα εισητήρια, που κρύβονταν κάπου στη σκιά. Θεοί των προπατόρων, τι υπέροχος αναχρονισμός! Μετά από χρόνια περιηγήσεων σε τόπους ιστορικούς, όπου οι φύλακες με έχουνε ελέγξει, σταματήσει, καθοδηγήσει, κηδεμονεύσει, κατευθύνει, σπρώξει, ξεχέσει, εμποδίσει και λοιπά, επιτέλους βλέπω τις πέτρες των πατέρων με μάτια περασμένων αιώνων, όπως οι παλιοί περιηγητές. Σχεδόν, δηλαδή, εξαιρώντας τουρίστες και κάμερες.

             
Κατηφόρισα τη δυτική πλευρά του Μπαφούον και κάθισα σε μια πέτρα. Από εκείνη την οπτική γωνία μπορούσα να δω τον τεράστιο, ξαπλωτό Βούδα που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της πλευράς του δευτέρου επιπέδου, μια προσθήκη του 15ου αιώνα, όταν η αυτοκρατορία είχε ήδη γίνει βουδιστική. Ο πελώριος ναός-λόφος υπέστη πολύχρoνη και οδυνηρή αναστήλωση – ή μάλλον ανασυγκρότηση – και χάρηκα που έμαθα ότι μόλις τον περασμένο χρόνο είχε ανοίξει στους επισκέπτες. Σηκώθηκα και συνέχισα την πορεία μου.


Εισήλθα στον παλιό περίβολο του παλατιού από μια μισογκρεμισμένη πύλη και στάθηκα μπροστά στην κλιμακωτή πυραμίδα Φινεανάκας, χτισμένη από λατερίτη κι αμμόλιθο. Σκαρφάλωσα τους ογκόλιθους μέχρι την κορυφή, όπου κάποτε δέσποζε ένας πύργος. Μια γυναίκα καθόταν μπροστά σε ένα αγαλματίδιο του Βούδα, δεχόταν αναθέματα κι έκαιγε θυμίαμα. Ίσως δυο, ή τρεις ακόμη επισκέπτες στέκονταν στην κορυφή, έχοντας ανέβει τα τελευταία επικίνδυνα μέτρα. Αιστάνθηκα χαρά και προνόμιο που το τόλμησα, αλλά στην προσπάθειά μου χτύπησα και ξανατραυμάτισα τ’αριστερό μου γόνατο. Για μια στιγμή, μ’έπιασε φόβος ότι δε θα μπορούσα να κατέβω, και πως ίσως να χρειαζόταν να θέσω τέρμα στις ανγκοριανές εξερευνήσεις μου. Στο τέλος αποφάσισα να κατέβω τσουλώντας, δεν γκρεμίστηκα και το πόδι μου άντεξε τις επόμενες ημέρες.
            Καθώς αναπαυόμουν στη βάση της πυραμίδας, άκουσα έναν τουριστικό οδηγό να εξηγεί ότι ο βασιλιάς έπρεπε να κάνει σεξ με το φίδι, ή πως το φίδι μεταμορφωνόταν σε γυναίκα και κοιμόταν με το βασιλιά, κάθε βράδυ, στην κορυφή της πυραμίδας. Αν ο βασιλιάς ή το φίδι δεν ερχόταν, έστω κι ένα βράδυ, οι ιερείς φρονούσαν ότι μια μεγάλη καταστροφή θα διέλυε την αυτοκρατορία. Υποθέτω ότι μια βραδιά, είτε ο βασιλιάς δεν εμφανίστηκε, είτε η γυναίκα-φίδι.


Εξήλθα απ’την ανατολική πλευρά του αυτοκρατορικού περιβόλου. Χρειάστηκε να διασχίσω ένα στενό διάδρομο, διακοσμημένο εκατέρωθεν με εξαιρετικά ανάγλυφα. Όταν ο ήλιος μου χτύπησε τα μάτια, στεκόμουν ήδη στην Εξέδρα των Ελεφάντων. Προσπάθησα να φανταστώ τον ήδη γέροντα Τζαγιαβάρμαν να στέκεται στην ίδια εξέδρα κάτω από τον ίδιο πυρωμένο τροπικό ήλιο και να χαιρετίζει τις επιστρέφουσες στρατιές. Θα παρέλασαν θριαμβευτικά, έχοντας κατανικήσει τους Τσάμπα και έχοντας σώσει την αυτοκρατορία. Ο αρχαίος γλύπτης έχει γεμίσει την εξέδρα με απεικονίσεις πολεμιστών και χορευτριών και φυσικά με το γκαρούντα, το πουλί-προστάτη. Οι πέτρινες προβοσκίδες δεσπόζουν, σα φίδια ή κολώνες, στρεβλωμένες από το πέρασμα του χρόνου.

             
Δεν πρόφτασα να εξερευνήσω τη γειτονική, διπλή Εξέδρα του Λεπρού Βασιλιά. Το επώνυμο άγαλμα έχει αντικατασταθεί από μια ρέπλικα που μοιάζει εξίσου παλιά, αλλά οι χαραγμένοι δαίμονες στο εσωτερικό των τοίχων είναι διάσημοι για την τεχνοτροπία τους. Έφυγα το καταμεσήμερο για τον επόμενο σταθμό μου.  



No comments: