Έτρωγα στην άκρη του χωματόδρομου, όταν
τ’αγόρι με πλησίασε ήσυχα και ζήτησε ένα δολλάριο για τις καρτ-ποστάλ που
βαστούσε. Με ρώτησε από που είμαι κι όταν απάντησα, Ελλάδα, με κοίταξε περίεργα
και ρώτησε αν ο τόπος μου είναι κοντά στη Σλοβακία. Τι παράξενη ιδέα, σκέφτηκα,
κι αγόρασα τις κάρτες.
Πέρασα
την ξύλινη γέφυρα – φαγωμένες σανίδες και βρεγμένα σκοινιά- και στάθηκα μπροστά
στο Νέακ Πεάν. Το τεχνητό νησί
βρισκόταν ανάμεσα σε λίμνες, στο μέσο της ξεραμένης πια δεξαμενής. Το ανατολικό μπαρέυ είναι άλλο ένα δημιούργημα του μεγάλου Τζαγιαβάρμαν. Στο κέντρο, το ιερό φυλούσαν τα νάγκας, κι οι
τέσσερεις λιμνούλες είχαν ακόμα νερό, λίγο μετά το τέλος των μουσώνων. Είδα το
διάσημο πέτρινο άλογο, που η παράδοση κρατεί πως έσωζε τους ναυτικούς από σίγουρο
πνιγμό. Ο απογευματινός ήλιος έλιωνε τις γωνίες κι αραίωνε τις γραμμές και στο
σύνολό του, το Νέακ Πεάν έμοιζε διάφανο και σχεδόν αιωρούμενο πάνω στο λιγοστό
νερό. Περπάτησα αργά ένα γύρο και φωτογράφισα τους βωμούς, τ’αγάλματα και το
ιερό.
Όταν
ήρθε η ώρα, εισήλθα στο Τα Σομ από τη
δυτική πλευρά. Οι επισκέπτες ήσαν ελάχιστοι και ο ναός δεν είχε αναστηλωθεί.
Θύμιζε έντονα το Πρέα Καν, μιας και αυτό το μοναστικό συγκρότημα είχε χτιστεί
από τον Τζαγιαβάρμαν κι είχε αφιερωθεί στον πατέρα του. Ένας μικρός Ρώσος
έκλαιγε και φώναζε του πατέρα του. Γυναίκες
κουβαλούσαν τα μωρά τους. Μια οικογένεια
τράβαγε έναν έφηβο με Σύνδρομο Ντάουν. Συλλογίστηκα πόσο παράδοξο ήταν, να
περπατώ δίπλα στους αρχαίους τοίχους, να σταματώ για να θαυμάσω μια εξαιρετική
ντεβάτα σε ανάγλυφο, και ξάφνου ν’αντικρύζω διάφορες οικογένειες και τις
τραγωδίες τους.
Διαπίστωσα πως ήμουν εξαιρετικά χαρούμενος
ανάμεσα στα ερείπια. Φωτογράφισα τις γκοπούρες,
τους πύργους στις εισόδους, και μαγεύτηκα και πάλι από τα τεράστια, πέτρινα
πρόσωπα. Μια πελώρια ινδική συκιά μεγάλωνε πάνω στην ανατολική γκοπούρα. Το
δέντρο κύκλωνε και στραγγάλιζε την πύλη, κι οι ρίζες του έμοιζαν με γιγάντια
πλοκάμια που χαμήλωναν και σοδόμιζαν τη γη. Δεκαετίες από σήμερα, ίσως κι
αιώνες, το δέντρο θα καταστρέψει την πύλη.
Σήμερα, η πύλη και το δέντρο συμβιώνουν, κι αυτός ο παράξενος εναγγαλισμός
δημιουργεί ένα απόκοσμο θέαμα.
Επέστρεψα στο τουκ-τουκ και πήγαμε
ανατολικά μέχρι το Μεμπόν, το μεγάλο
σιβαϊστικό ναό του δέκατου αιώνα. Εκείνα τα χρόνια, το όρος του ναού θα
βρισκόταν στο κέντρο ενός νησιού. Αλλά το ανατολικό μπαρέυ έχει πια στεγνώσει.
Πέτρινοι ελέφαντες φυλούσαν τις τέσσερεις πλευρές στα δυο πρώτα επίπεδα. Τα
πέτρινα σκαλιά είχαν λιοντάρια για αιώνιους σκοπούς. Στην οροφή, ένας τούβλινος
τοίχος δέσποζε στην κεντρική εξέδρα. Τέσσερεις πυργίσκοι στεφάνωναν το λόφο.
Αργότερα, στο Πρε Ραπ, οι πύργοι, οι εξέδρες, τα λιοντάρια ήσαν παρόμοια. Κι
αυτός ο ναός ήταν συνκαιρινός του Μεμπόν κι είχε επίσης αφιερωθεί στο Σίβα.
Φυσικά, από το 14ο αιώνα και μετά, έγινε κι αυτός τόπος βουδικής
λατρείας. Η θέα της δυτικής πλευράς από την κορυφή ήταν φανταστική. Τα ερείπια
της εξωτερικής περίφραξης ξανοίγονταν στη ζούγκλα και μια πύλη, μοναχική κι
αφύλαχτη αντίκρυζε τη φύση, κι όχι τον κόσμο του ανθρώπου.
Κατέβηκα. Από τις αρχαίες στοές, ελάχιστες
κολώνες στέκονταν. Περπάτησα ανάμεσά τους και πέρασα τις πύλες και για αρκετή
ώρα ήμουν κατάμονος.