2013/02/19

Νέακ Πεάν | Τα Σομ | Ανατολικό Μεμπόν | Πρε Ραπ, Άνγκορ, Καμπότζη


Έτρωγα στην άκρη του χωματόδρομου, όταν τ’αγόρι με πλησίασε ήσυχα και ζήτησε ένα δολλάριο για τις καρτ-ποστάλ που βαστούσε. Με ρώτησε από που είμαι κι όταν απάντησα, Ελλάδα, με κοίταξε περίεργα και ρώτησε αν ο τόπος μου είναι κοντά στη Σλοβακία. Τι παράξενη ιδέα, σκέφτηκα, κι αγόρασα τις κάρτες.

                
Πέρασα την ξύλινη γέφυρα – φαγωμένες σανίδες και βρεγμένα σκοινιά- και στάθηκα μπροστά στο Νέακ Πεάν. Το τεχνητό νησί βρισκόταν ανάμεσα σε λίμνες, στο μέσο της ξεραμένης πια δεξαμενής.  Το ανατολικό μπαρέυ είναι άλλο ένα δημιούργημα του μεγάλου Τζαγιαβάρμαν.  Στο κέντρο, το ιερό φυλούσαν τα νάγκας, κι οι τέσσερεις λιμνούλες είχαν ακόμα νερό, λίγο μετά το τέλος των μουσώνων. Είδα το διάσημο πέτρινο άλογο, που η παράδοση κρατεί πως έσωζε τους ναυτικούς από σίγουρο πνιγμό. Ο απογευματινός ήλιος έλιωνε τις γωνίες κι αραίωνε τις γραμμές και στο σύνολό του, το Νέακ Πεάν έμοιζε διάφανο και σχεδόν αιωρούμενο πάνω στο λιγοστό νερό. Περπάτησα αργά ένα γύρο και φωτογράφισα τους βωμούς, τ’αγάλματα και το ιερό. 

               
Όταν ήρθε η ώρα, εισήλθα στο Τα Σομ από τη δυτική πλευρά. Οι επισκέπτες ήσαν ελάχιστοι και ο ναός δεν είχε αναστηλωθεί. Θύμιζε έντονα το Πρέα Καν, μιας και αυτό το μοναστικό συγκρότημα είχε χτιστεί από τον Τζαγιαβάρμαν κι είχε αφιερωθεί στον πατέρα του. Ένας μικρός Ρώσος έκλαιγε και φώναζε του πατέρα του.  Γυναίκες κουβαλούσαν τα μωρά τους.  Μια οικογένεια τράβαγε έναν έφηβο με Σύνδρομο Ντάουν. Συλλογίστηκα πόσο παράδοξο ήταν, να περπατώ δίπλα στους αρχαίους τοίχους, να σταματώ για να θαυμάσω μια εξαιρετική ντεβάτα σε ανάγλυφο, και ξάφνου ν’αντικρύζω διάφορες οικογένειες και τις τραγωδίες τους.


 Διαπίστωσα πως ήμουν εξαιρετικά χαρούμενος ανάμεσα στα ερείπια. Φωτογράφισα τις γκοπούρες, τους πύργους στις εισόδους, και μαγεύτηκα και πάλι από τα τεράστια, πέτρινα πρόσωπα. Μια πελώρια ινδική συκιά μεγάλωνε πάνω στην ανατολική γκοπούρα. Το δέντρο κύκλωνε και στραγγάλιζε την πύλη, κι οι ρίζες του έμοιζαν με γιγάντια πλοκάμια που χαμήλωναν και σοδόμιζαν τη γη. Δεκαετίες από σήμερα, ίσως κι αιώνες, το δέντρο θα καταστρέψει την πύλη.  Σήμερα, η πύλη και το δέντρο συμβιώνουν, κι αυτός ο παράξενος εναγγαλισμός δημιουργεί ένα απόκοσμο θέαμα.


Επέστρεψα στο τουκ-τουκ και πήγαμε ανατολικά μέχρι το Μεμπόν, το μεγάλο σιβαϊστικό ναό του δέκατου αιώνα. Εκείνα τα χρόνια, το όρος του ναού θα βρισκόταν στο κέντρο ενός νησιού. Αλλά το ανατολικό μπαρέυ έχει πια στεγνώσει. Πέτρινοι ελέφαντες φυλούσαν τις τέσσερεις πλευρές στα δυο πρώτα επίπεδα. Τα πέτρινα σκαλιά είχαν λιοντάρια για αιώνιους σκοπούς. Στην οροφή, ένας τούβλινος τοίχος δέσποζε στην κεντρική εξέδρα. Τέσσερεις πυργίσκοι στεφάνωναν το λόφο.


Αργότερα, στο Πρε Ραπ, οι πύργοι, οι εξέδρες, τα λιοντάρια ήσαν παρόμοια. Κι αυτός ο ναός ήταν συνκαιρινός του Μεμπόν κι είχε επίσης αφιερωθεί στο Σίβα. Φυσικά, από το 14ο αιώνα και μετά, έγινε κι αυτός τόπος βουδικής λατρείας. Η θέα της δυτικής πλευράς από την κορυφή ήταν φανταστική. Τα ερείπια της εξωτερικής περίφραξης ξανοίγονταν στη ζούγκλα και μια πύλη, μοναχική κι αφύλαχτη αντίκρυζε τη φύση, κι όχι τον κόσμο του ανθρώπου.


Κατέβηκα. Από τις αρχαίες στοές, ελάχιστες κολώνες στέκονταν. Περπάτησα ανάμεσά τους και πέρασα τις πύλες και για αρκετή ώρα ήμουν κατάμονος.



2013/02/05

Πρέα Καν, Άνγκορ, Καμπότζη

Προσπαθείς να χαράξεις την πορεία σου με το δάχτυλο πάνω στο χάρτη. Που να ξεκινήσω, σκέφτεσαι. Πως να επισκεφτώ τους υπόλοιπους ναούς; Ν’ακολουθήσω μια χρονολογική τροχιά; Μήπως να δω τους Ινδουιστικούς πρώτα, τους βουδιστικούς ναούς αργότερα; Ή μήπως έχοντας δει τους μεγαλύτερους, ν’ακολουθήσω το συστημα διαβάθισμης του τουριστικού οδηγού, και να προχωρήσω από τους περισσότερο, στους λιγότερο σημαντικούς; Αλλά έτσι συμβαίνει πάντα, στην καρδιά σου σκοτώνονται ασταμάτητα οι παλιοί εχθροί, η επιθυμία και ο χρόνος.

             
Ξεκίνησα από το μεγάλο μοναστικό συγκρότημα του Πρέα Καν, του ‘ιερού σπαθιού’ που έχτισε ο Τζαγιαβάρμαν ο Έβδομος, για να τιμήσει τον πατέρα του. Η είσοδος ήταν προσβάσιμη μέσω μιας πέτρινης γέφυρας. Οι ντέβας κι οι ασούρας κρατούσαν το εφτακέφαλο νάγκα στις δυο πλευρές. Η κεντρική πύλη ήταν υπέροχη, με τη στοά να στηρίζει τρεις πύργους, εκ των οποίων ο μεσαίος ήταν ψηλότερος. Πριν εισέλθω εξέτασα την περίφραξη. Στ’αριστερά, ένα γκαρούδα πάνω στο βάθρο του έστεκε σιωπηλός φρουρός.

            
Τον πρώτο ναό φυλούσαν αποκεφαλισμένοι σκοποί, που ακόμη έφεραν τα ξίφη τους. Περπάτησα ολόκληρη την περιφέρειά του, φωτογραφίζοντας απσάρας και πολεμιστές. Μεγάλα τμήματα του ναού θρυμματίζονταν και ολόκληρες στοές είχαν καταρρεύσει, αφήνοντας τσακισμένες πέτρες κι ερείπια. Τα αγάλματα και τα ανάγλυφα στις γαλλαρίες έφεραν σημάδια βανδαλισμού – ινδουιστικά σύμβολα είχαν αποτυπωθεί άκομψα πάνω στη βουδιστική υποδομή. Ένας νεαρός φοιτητής καθόταν σε μια πέτρα και ζωγράφιζε τμήματα του χτιρίου. Κοίταξα για λίγο τις υδατογραφίες του και μου είπε ότι μικρότερος, ήταν μοναχός για κάποιους μήνες. Λίγοι επισκέπτες είχαν καταφθάσει και μου ήταν εύκολο να χαθώ μέσα στις στοές, να περάσω από ένα παράθυρο και να βρεθώ ανάμεσα σε γκρεμισμένες κολώνες. Τμηματικά, ο ναός έμοιαζε μέρος της ζούγκλας. Ή μάλλον, έμοιαζε έτοιμος να ηττηθεί και να καταληφθεί ολοκληρωτικά από το τροπικό δάσος. Διάφορα δέντρα διαπερνούσαν τους τοίχους, οι ρίζες τους τρυπούσαν τις αρχαίες πέτρες, τις περικύκλωναν, τις διέστρεφαν και τις συντηρούσαν.

            
Μερικοί διάδρομοι ήσαν τόσο στενοί που χωρούσα με το ζόρι. Ωστόσο, ακόμη και σ’αυτά τα σκοτεινά ανοίγματα, η διακόσμηση των τοίχων δε σταματούσε. Σταμάτησα να ξεκουραστώ σε έναν περίβολο, οριοθετημένο από ορθογώνιες στοές με πολλαπλές πύλες και κυρτές στέγες. Δυο οικογένειες με μικρά παιδιά – Αμερικάνοι – σχολίαζαν τα χτίσματα και τα διακοσμητικά μοτίβα.
‘ Αναρωτιέμαι πόσοι να πέθαναν κατά τη διάρκεια της κατασκευής’, είπε μια από τις γυναίκες. Είχε ένα μωρό κρατημένο στο στήθος.
‘ Μάλλον λιγότεροι απ’ότι στην Αίγυπτο’, είπε ένας από τους άντρες. ‘Δηλαδή, εδώ δεν ήσαν μόνο χαμάληδες, οι τύποι ήσαν καλλιτέχνες. Θα θέλανε να τους κρατήσουν ζωντανούς’.
‘ Μου φαίνεται περίεργο’, είπε ο άλλος άντρας ‘ αν δούλευαν τόσο σκληρά τότε, γιατί είναι οι Καμποτζιανοί τόσο τεμπέληδες σήμερα;’


Γέλασαν και προχώρησαν. Στάθηκα για λίγο και συλλογίστηκα ότι αν είχα παρακούσει παρόμοιες κουβέντες σε κάποιο μπαρ, έχοντας πιεί πέντε-έξι ποτήρια, θα το θεωρούσα ζήτημα αρχής να τους αποκαλέσω χαζόμουνα, αλλά κάτω από τον καφτό ήλιο δεν έχει νόημα να γινεται κανείς ανεπίτρεπτα συναισθηματικός.

             
Τεράστικα καπόκ φύτρωναν και μεγάλωναν στις στέγες των ναών. Κάποιοι από τους τροπικούς γίγαντες είχαν κοπεί μόλις πάνω από τις ρίζες και φάνταζαν σαν πελώρια, χλωμά πλοκάμια που στραγγάλιζαν τις αρχαίες πέτρες. Η ζούγκλα και τα χτίρια αντιπάλευαν, σε μια μάχη που βαστούσε αιώνες. Οι πύργοι και οι τοίχοι, οι ναϊσκοι, οι κολώνες κι οι στοές βρίσκονταν υπό συνεχείς επιθέσεις. Γι αυτό ακριβώς οι ναοί του Άνγκορ προσφέρουν το καλούπι για όλη την εικονοποιία ‘χαμένων πολιτισμών’.

             
Κάποιες από τις άσκεπες στοές, με τις κολώνες να διατηρούν ξεβαμμένα τα ερυθρά τους χρώματα, μου θύμισαν τα βασιλικά ανάκτορα της Κνωσού. Τα κυκλώπεια ανοίγματα με έκαναν να σκεφτώ την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες. Ακολούθησα τις απσάρες που χόρευαν σε ζωοφόρους κι αετώματα, μέχρι που εξήλθα σε έναν περίβολο: μια διόροφη κατασκευή, που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στην Αθήνα ή την Ολυμπία, δέσποζε στο κέντρο. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Αν και τα ερείπια των Χμερ μένουν να θυμίζουν έναν μοναδικό κι ολοκληρωμένο πολιτισμό, λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητάς τους αναγκαστικά περικλείουν εμβληματικά στοιχεία από άλλες κουλτούρες – πυραμίδες και ζιγκουράτ, ελληνότροπους ναούς κι εκκλησίες. Κι ακριβώς επειδή υπάρχουν συστηματικές ομοιότητες μεταξύ δομών και τεχνοτροπιών σε πολλά μέρη του κόσμου, αρχίζει κανείς να κάνει σκέψεις εκκεντρικές, σκέψεις για τον αρχικό πολιτισμό, ή για την εξωγήινη εισβολή που κατέστησε όλες αυτές τις εξελίξεις αναπόφευκτες. Αυτά τα σενάρια βασίζονται κατά κόρον στον εξωτικό χαρακτήρα του Άνκορ και τα έχω συναντήσει συχνά σε ταινίες και βιβλία.

            
Κοντά στην έξοδο από το σύμπλεγμα του Πρέα Καν εξέτασα ένα μικρό ναό που θύμιζε έντονα βυζαντινό ξωκλήσι. Πάνω από την είσοδο υπήρχε ένας πύργος, αλλά η στέγη είχε τη γνωστή καμπυλότητα. Εισερχόμενος είδα ένα σπασμένο άγαλμα πάνω στον παλιό βωμό, που κάποτε απεικόνιζε το Βούδα. Στην εξωτερική πλευρά, όλα τα παράθυρα πλαισιώνονταν από τα συνήθη ανάγλυφα. Το κτίριο ήταν σχεδόν άριστα διατηρημένο. Δε γνωρίζω αν επρόκειτο για κάποια ύστερη κατασκευή – αμφιβάλλω – αλλά άνετα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη για λατρευτικούς σκοπούς.

             
Το τουκ-τουκ συνέχισε προς τα ανατολικά.



2013/02/04

Άνγκορ Γουάτ, Άνγκορ, Καμπότζη


Πως να περιγράψω το Άνγκορ Γουάτ μ’επάρκεια κι ακρίβεια; Για αιώνες άλλοι περιηγητές, πιο εύγλωττοι και προικισμένοι, προσπάθησαν, άλλοι με λυρικά ξεσπάσματα, άλλοι με εξωπραγματικές ικασίες. Για τους ταξιδιώτες από τη Δύση ο ναός ήταν ένα ανθρώπινο φαινόμενο που έπρεπε να ιδωθεί, για να γίνει πιστευτό, μια παράξενη Ατλαντίδα στην καρδιά της τροπικής ζούγκλας. Ο Ανρί Μουώ το θεώρησε έργο μεγαλοφυών γιγάντων κι υπέθεσε ότι ίσως χτίστηκε από Ρωμαίους πριν από δυο χιλιετίες. Φυσικά οι ίδιοι οι Χμερ ποτέ δεν ξέχασαν το μεγάλο τους ναό και για αιώνες επισκέπτονταν – έστω ένα μικρό του τμήμα – για λατρευτικούς λόγους. Οι Κινέζοι γνώριζαν την ιστορία του Άνγκορ καλύτερα, ένεκα που ο σπουδαίος διπλομάτης Τζόου ΝταΓκουάν έζησε στο Άνγκορ Τομ για έναν ολόκληρο χρόνο, στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα. Το βιβλίο του είναι ανεχτίμητο, όχι μόνο σε σχέση με τη χρονολόγηση των ναών, αλλά για τις ακριβείς περιγραφές της παλατιανής ζωής και των απλών υπηκόων του Άνγκορ, στα χρόνια της Αυτοκρατορίας.


Πέρασα τη γέφυρα πάνω από τη μεγάλη τάφρο και εισήλθα στο τειχισμένο συγκρότημα του Άνγκορ Γουάτ, της Πολιτείας του Ναού, καταμεσήμερο, παραμονή Χριστουγέννων. Χτίστηκε από το Σουργιαβάρμαν το Δεύτερο στο πρώτο μισό του δωδέκατου αιώνα, στον κολοφώνα της Αυτοκρατορίας των Χμερ. Στάθηκα για ώρα στη σκεπαστή στοά της εισόδου κι έπειτα, περπάτησα αργά πάνω στην υπερυψωμένη εξέδρα. Θαύμασα τα τεράστια νάγκα και στις δυο πλευρές, κι ύστερα εξέτασα τους δυο παράπλευρους ναϊσκους. Η κυρτότητα της οροφής μου θύμιζε ορθόδοξα ξωκλήσια. Αλλά ίσως να έκανα τη σύνδεση ασυναίσθητα, εξαιτίας των σταυροειδών σχηματισμών που δημιουργούν, αρχικά η στοά με την πλατφόρμα, κι ύστερα η πλατφόρμα με τους εκατέρωθεν ναούς. Σε τελική ανάλυση έπεσα στην ίδια παγίδα με τον Μουώ και τους προκατόχους του, προσπαθώντας  να επεξεργαστώ αυτήν τη μνημειώδη καινοτομία, συνδέοντάς τη με οικείες φόρμες και δομές.

            
Ο κυρίως ναός, μια από τις πλέον εικονικές ανθρώπινες κατασκευές, συντίθεται από τρια επίπεδα με ορθογώνιες στοές, το ψηλότερο των οποίων στηρίζει πέντε πύργους σε σχήμα λοτού.  Το Άνγκορ Γουάτ ήταν ο μητροπολιτικός ναός του Σουργιαβάρμαν και κατά πάσα πιθανότητα, το μαυσωλείο του. Κι όπως σε καρτ-ποστάλ, πίνακες και ταινίες, η λιμνούλα μπροστά του χάριζε μια τέλεια αντανάκλαση του χτιρίου. Η όλη εντύπωση έχανε κάτι από λίγες σκαλωσιές και πράσινο καναβάτσο στα δεξιά της πρόσοψης του ναού. Οι τουρίστες ήσαν λιγοστοί το μεσημέρι. Διάφοροι ντόπιοι πουλούσαν τουριστικούς οδηγούς, μεταξωτά φουλάρια, μπλουζάκια και μαγνήτες ψυγείου. Όλες οι ψευδαισθήσεις, σκέφτηκα, διαρκούν ελάχιστα, πριν τις διαλύσει η τουριστική πραγματικότητα.


              
Υπό κανονικές συνθήκες, θα χρειαζόμουν εβδομάδες, ίσως και μήνα ολόκληρο για να διερευνήσω συστηματικά τις στοές, τα περίπτερα, τα προστύλια, τους πύργους και τις εξέδρες. Προσπάθησα να πάω παντού, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Φωτογράφισα ό,τι θεώρησα εξαιρετικό και πάλεψα να απομνημονεύσω ό,τι έκρινα μοναδικό. Παρατήρησα τους υπόλοιπους επισκέπτες και διαπίστωσα πως, όλοι, είχαν το δικό τους σύστημα και λειτουργούσαν σε διαφορετικές ταχύτητες. Ορισμένοι κάθονταν και προσπαθούσαν να κάνουν σχέδια με μολύβι από συγκεκριμμένη οπτική γωνία. Άλλοι, έστηναν τρίποδα και κάμερες και αναζητούσαν μια τέλεια στιγμή που ποτέ δεν ερχόταν. Κάποιοι άλλοι, σχεδόν έτρεχαν, προσπαθώντας να καλύψουν όσο περισσότερο έδαφος μπορούσαν.

            
Τα ανάγλυφα ήσαν υπέροχα. Χιλιάδες απεικόνιζαν απσάρας και Ινδούς πολεμιστές. Σε ορισμένες στοές οι τοίχοι αφηγούνταν την ιστορία πραγματικών μαχών, σε κάποιες άλλες ξεδίπλωναν πολέμους ιερών κειμένων. Δυστυχώς, σε ορισμένα τμήματα του ναού διάφορες ξύλινες προσθήκες – εξέδρες, κλιμακοστάσια, κιγκλιδώματα – ήσαν εμφανής, προς εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Στο σύνολό τους, είναι σχεδόν αόρατες αλλά και πάλι, επιθυμούσα να είχα δει το ναό σε μια πιο αρχική, πιο παρθένα μορφή. Κι ύστερα θυμήθηκα ότι καμιά στιγμή στην ιστορία του ναού δεν ήταν αγνή και παρθένα.

             
Αρχικά κατασκευάστηκε ως ινδουιστικός ναός και αφιερώθηκε στο Βισνού. Στη συνέχεια, έγινε τόπος βουδιστικής λατρείας, όπως κι όλοι οι άλλοι ναοί, όταν η Καμπότζη αγκάλιασε το θεραβάδα βουδισμό τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Κι έτσι, το Άνγκορ Γουάτ εμφανίζει σημάδια βανδαλισμού, παραμορφωμένα ανάγλυφα και αποκεφαλισμένα αγάλματα. Ωστόσο, στο σύνολό του ο ναός μοιάζει ολοκληρωμένος κι οργανωμένος με συνέπεια, δίχως τα μπαρόκ ξεσπάσματα και τις ύστερες προσθήκες άλλων ναών – κυρίως αυτών στη μετέπειτα αυτοκρατορική πολιτεία του Άνγκορ Τομ.


             

Ανήλθα σε όλα τα επίπεδα αλλά δεν πρόφτασα να εξετάσω λεπτομερώς τους πύργους και τις ήσσονες κατασκευές στον περίβολο του συγκροτήματος. Διασκέδασα αρκετά όταν διαπίστωσα ότι πολλές από τις ντεβάτας στα ανάγλυφα είχαν γυαλισμένα στήθη. Ίσως να οφείλετο στις καιρικές συνθήκες και στο κλίμα, αλλά κοιτάζοντας του τοίχους σκέφτηκα πως χιλιάδες επισκέπτες θα χάιδεψαν και τα έτριψαν τα γυμνά στήθη, πιστεύοντας ότι η πράξη τους θα τους φέρει καλοτυχία. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι μάλλον με έχει χτυπήσει ο ήλιος κατακέφαλα και χρειάζομαι ξεκούραση. Καθισμένος στη βάση ενός πυργίσκου, είδα μια ομάδα με παράξενα κοστούμια να ετοιμάζει παράσταση. Το θέαμα μου φάνηκε ελαφρώς γελοίο και συνεκδοχικά σκαρφάλωσα στην κορυφαία εξέδρα και πήρα φωτογραφίες από ψηλά. Όσο ψηλότερα βρίσκεται κανείς, τόσο ευκολότερο του είναι να εκτιμήσει τη μνημειώδη φύση και τεράστια κατασκευή του Άνγκορ Γουάτ. Κοιτάζοντας ψηλά, είδα ένα τουριστικό ελικόπτερο να κάνει γύρους και ένα πελώριο κίτρινο αερόστατο να αιωρείται στην πηχτή γαλάζια λάβα τ’ουρανού.

            

Κατέβηκα από τη βόρεια πλευρά του ναού. Οι τουρίστες ήσαν εδώ ακόμα λιγότεροι και σκαρφάλωναν προκειμένουν να πάρουν θέση για το ηλιοβασίλεμα που πλησίαζε. Εμπρός μου, αγγίζοντας τον τείχο στη βορεινή περίμετρο, βρήκα ένα μικρότερο οικοδόμημα – αγνοώ αν ήταν ναός, αποθήκη, βιβλιοθήκη – που ακόμη έφερε ξεφτισμένα τ’αρχικά του χρώματα, καφέ και κόκκινο, στην πρόσοψή του. Ένα νεαρό ζευγάρι καθόταν στ’αριστερά της εισόδου. Το χτίσμα κατέρεε με τον κομψότερο δυνατό τρόπο και σκέφτηκα πως έτσι άδειο και στη σκιά του μεγάλου ναού δημιουργούσε παράξενα οικείες εντυπώσεις. Αυτόματα σκέφτηκα το Ασημένιο Κλειδί και την Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ

            
Επέστρεψα στη νότια πύλη, παρακάμπτοντας το ναό. Εντόπισα τον οδηγό μου σε μια θαλασσα από τουκ-τουκ. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν σε αυτοσχέδιες αιώρες. Καθώς έφευγα, γύρισα και κοίταξα τη μεγαλόπρεπη κατασκευή που μίκραινε στον ορίζοντα και φυσικά σκέφτηκα αν θα μου δοθεί ποτέ ευκαιρία να ξαναγυρίσω. Αλλά η σκέψη γρήγορα εξαϋλώθηκε στην κάψα και στην κούραση και φτάνοντας στο ξενοδοχείο, έδωσα δεκαπέντε δολλάρια στον οδηγό για τις υπηρεσίες τις ημέρας.