Λέγεται πως τα ζώα υποφέρουν, πως οι
φύλακες πουλάνε το κρέας που προορίζεται για τα σαρκοφάγα στη μαύρη αγορά
προκειμένου να συμπληρώσουν το πενιχρό τους εισόδημα. Διάφορα άρθρα
υποστηρίζουν ότι τα κλουβιά είναι μικρά και βρώμικα και πως γενικά το επίπεδο
διαβίωσης είναι τραγικό. Η τιμή του εισητηρίου είναι απίστευτα χαμηλή κι ως
εκτούτου, κανείς δεν αναμένει σοβαρή συντήρηση. Πολλά ζώα έχουν ψοφήσει κι η μεγαλόπρεπη
τίγρη της Βεγγάλης ξέφυγε του θανάτου από υποσιτισμό την έσχατη στιγμή.
Ανακάλυψα πως όλες αυτές οι δηλώσεις εμπεριέχουν μια δόση αλήθειας και σαφώς το
μέρος δεν προτείνεται στους φιλόζωους ή γενικά σε όσους έχουν ευαισθησίες
τέτοιου τύπου. Ο ζωολογικός κήπος στη Σουραμπάγια θυμίζει εκ περιτροπής
στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Πέρασα την είσοδο και περιπλανήθηκα
δεξιόστροφα. Ήταν νωρίς το πρωί κι ο κήπος είχε μόλις ανοίξει. Η βροχόπτωση κι
η υγρασία έκαναν τα πάντα να φαντάζουν σκουριασμένα, υγρά και λασπωμένα. Κοντά
στις κλούβες των πουλιών, ένα μικρό λούνα παρκ είχε στηθεί κάτω από ένα
υπόστεγο: καρουζέλ κι αλογάκια με διαστημικά θέματα. Αλλά οι γκισέδες ήσαν
κλειστοί και παρατημένοι και τα ξύλινα ζώα έμοιζαν ξεπλυμένα και γεμάτα θλίψη,
καθώς στέκονταν παλουκωμένα κι ακίνητα σε μεταλικούς σωλήνες. Δίπλα, τα
πραγματικά ζώα ήσαν στοιβαγμένα σε τιγκαρισμένα κλουβιά, αλλά διάφορες
γαλοπούλες κι αγριόπαπιες τριγύριζαν στα μονοπάτια και δίπλα στους θάμνους.
Θυμάμαι δεξαμενές γεμάτες βαλτωμένο, πρασινωπό νερό· ένα σμήνος από οργισμένα
κουνούπια βούιζε στο ύψος του προσώπου μου. Οι νερόλακκοι έκρυβαν λίγα χλωμά
ψάρια.
Μέσα σε ένα από τα μικρότερα κλουβιά είδα
μια μαύρη γάτα Περσίας. Δε φημίζομαι για τις ταξινομικές μου ικανότητες, αλλά
στα σίγουρα δεν πρόκειτο για συνηθισμένη γάτα και σε κάθε περίπτωση το θέαμα
ήταν θλιβερό. Δίπλα, τα μακρύτερα κλουβιά στέγαζαν ιγκουάνα και διάφορα
ερπετοειδή τέτοιου τύπου, που στέκονταν αδιάφορα κι ακίνητα. Οι φολιδωτές
σαύρες φαίνονταν αρχαίες, με δέρμα πλαδαρό και διπλωμένο στα μακριά κορμιά
τους. Τα μάτια τους κοίταζαν πέρα απ’τα κάγκελα, παλιά, ακίνητα και ξένα. Είδα
ακόμα τροπικά και παραδείσια πουλιά, τουκάν και παπαπάγους, με πολύχρωμο
φτέρωμα και πελώρια ματωμένα και κίτρινα ράμφη. Δύσκολα κανείς δικαιολογεί μια τέτοια
αιχμαλωσία, που δε μοιάζει να γίνεται με αναπαραγωγικούς στόχους, ή για
περιβαλλοντική συντήρηση ή έστω για ιατρικούς πειραματισμούς. Μπορεί να σφάλλω,
άλλα όλα τούτα τα άτυχα κτήνη μου φάνηκαν άσκοπα φυλακισμένα σε άσχημες
συνθήκες.
Η λιμνούλα με τις θαλάσσιες χελώνες είχε
ξεχυλίσει – τα αρχέγονα ερπετά είχαν στοιβαχτεί σωρηδόν. Λίγες οικογένειες
είχαν αρχίσει να μαζεύονται και τα μικρά παιδιά έγλυφαν τα παγωτά τους δίχως
ενδιαφέρον. Το ιχθυοτροφείο ήταν ένα στενόμακρο και σαράβαλο κτίριο, με την
κίτρινη μπογιά να ξεφτίζει στους έξω τοίχους. Στο εσωτερικό του, γυάλινα
ενυδρεία πλαισίωναν το μακρύ θάλαμο κι ο χώρος βρώμαγε ούρα και μούχλα. Τα
ραγισμένα πλακάκια στο δάπεδο ήσαν υγρά και λεκιασμένα· οι χλωμοί τοίχοι γυμνοί
και δίχως χρώμα. Το κακοφωτισμένο και κλειστοφοβικό χτίσμα ανακαλούσε άσχημα
όνειρα κι αφού έκρινα πως είχα επαρκώς αργοπορήσει, κινήθηκα προς τη χαμηλή
περίφραξη και τους τρεις κροκόδειλους. Ημιβυθισμένοι στο θολό νερό και τέλεια
παράλληλοι, ακουμπούσαν τα σαγόνια τους στην πέτρινη ακτή.
Πέρα από διάφορα παραπήγματα και βοηθητικά
χτίρια, ανακάλυψα ένα χαμηλό υπόστεγο, στηριζόμενο σε αχνοπράσινες κολώνες. Στ’
αριστερά μου πρόσεξα μια υπερυψωμένη βιτρίνα, με το σκελετό ενός μεγάλου
ερπετού ή αμφιβίου. Την παρέκαμψα και μπήκα στο κυκλικό διόραμα και περπάτησα
αργά δίπλα στα βαλσαμωμένα πουλιά και ζώα. Ο θάλαμος ήταν σκοτεινός και μια
δυσάρεστη μυρωδιά κρεμόταν στα βρώμικα τζάμια και τους υγρούς τοίχους. Προχώρησα στη μελανή σήραγγα και παρατήρησα πόσο
ζωντανά έμοιζαν τα ταριχευμένα ζώα, με τα στόματά τους ανοιγμένα σε ατέλειωτες
κραυγές, τις τρίχες τους σηκωμένες και τα σα βόλους μάτια τους νεκρά να
κοιτάζουν ακόμα. Βγαίνοντας, πέρασα στην απέναντι μεριά και γλύστρισα μέσα σ’άλλον
ένα στενό και κυκλικό θάλαμο, το νυχτόραμα, που ήταν σκοτεινότερο, υγρότερο και
γεμάτο έμβιους φύλακες – κουκουβάγιες με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι και
νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα. Η μυρωδιά εδώ ήταν πιο βαθιά, πιο μαύρη. Ένα
άρρωστο υποκίτρινο φώς έπεφτε πάνω σε λίγες επιγραφές, κάτω από γυμνά καλώδια
και σπασμένους διακόπτες. Ήμουν μόνος και τη βαριά σιωπή διέκοπτε ο χαμηλός
βόμβος από μικρές κι αδύναμες λάμπες. Στάθηκα για λίγο ακόμα, μια σκιά ανάμεσα
σε άλλες βρεμένες σκιές, κι ύστερα βγήκα στο εκτυφλωτικό, τροπικό φως.
Μια μαύρη αρκούδα καθόταν πάνω σε έναν
τσιμεντένιο στύλο, σαν ερημίτης μάλλον, παρά σαν αιχμάλωτος. Έμοιαζε μικρής
ηλικίας, αλλά χωρίς ζωτικότητα – σκεβρωμένη, ληθαργική, παραιτημένη. Λίγα μέτρα
παραπέρα βρήκα μια ομάδα μαϊμούδες να κρέμονται και να πηδούν από σκοινιά
δεμένα σε δέντρα και κολώνες. Και σταδιακά τα πράματα άρχισαν να χάνουν τους
συνεχτικούς αρμούς τους και το μυαλό μου άρχισε να πέφτει σε πηχτούς και δύσκολους
συνειρμούς. Ένας σκελετός καμηλοπάρδαλης είχε στηθεί κι έμοιζε εξίσου πλαστικός
και κοκκάλινος. Ο αλιγάτορας δίπλα στη ρηχή και ρυπαρή πισίνα του είχε ανοίξει
το στόμα του και τα σαγόνια ήσαν σαν τεντωμένα με σύρματα. Σε δυο ή τρεις
ξέχωρους, περιφραγμένους σταύλους, οι ελέφαντες αργοπέθαιναν. Τα μικρά ήσαν αλυσοδεμένα
και στέκονταν μίζερα μπροστά σε τοίχους
με ζωγραφισμένα δέντρα. Οι μεγαλύτεροι ελέφαντες ήσαν σταυλισμένοι –
ευνουχισμένοι χαυλιόδοντες πρόβαλαν από τους τσίγκους – κι ένας τεράστιος
αρσενικός χτύπαγε με την προβοσκίδα του το μεταλλικό διαχωριστικό, τρελαμένος
από οργισμένη πείνα. Κάθε χτύπος της βαριάς σάρκας στο μέταλλο, αντηχούσε στον
ακίνητο αέρα λίγο πριν το μεσημέρι. Τα θηλυκά ήσαν ανήσυχα. Δυο ή τρεις
μικρότεροι ελέφαντες κινούνταν υποτονικά πάνω στις λάσπες, τσαλαπατώντας το
αραιό χόρτο και τα περιττώματά τους.
Ελάφια, βόδια, καμήλες κι ανώνυμα
μαρσιποφόρα έλιωναν πίσω από φράχτες. Πέρασα μια γριά που πουλούσε νερομπίστολα
και πλαστικά για μπουρμπουλήθρες και κοίταξα στο κέντρο της περίφραξης την τίγρη.
Ήταν νωχελικά μπρούμυτα αραγμένη σε έναν κομμένο κορμό, απλωμένο οριζόντια και
στηριγμένο σε δυο μεγάλους βράχους. Το κεφάλι της ήταν χαμηλωμένο και τα μάτια
της καρφωμένα στο στενό κι αναξιόπρεπο βάθρο. Το ζώο δεν έβγαζε ήχο όπως
αναπαυόταν εξαντλημένο ή ίσως να
συντηρούσε την ενέργειά του, υπομονετικά περιμένοντας μια έκρηξη οργής και
ζωτικότητας που δε θα ερχόταν ποτέ. Μάζεψα την άχρηστη ματιά μου και συνέχισα
το δρόμο μου.