Τραβάω την πλαστική καρέκλα στην άκρη της ξύλινης πλατφόρμας, κάθομαι, ο ήλιος καίει το σβέρκο μου και ανοίγω τη μπύρα μου. Είναι εννιά και πέντε το πρωί και είμαι Ινδονησία. Έφτασα με φέρρυ στο Μπατάμ από τη Σιγκαπούρη, το λεωφορείο με έφερε σε μιά άλλην άκρη του νερού και η βάρκα δυο χιλιόμετρα πιο μέσα, σε καμπίνες πάνω στο νερό, στηριγμένες σε ξύλινα πόδια. Ανάβω τσιγάρο και ρουφάω το υγρό πρωινό μου. Είναι Μάης, είμαι και πάλι στους τροπικούς και έχω γράψει αγωνίες και ευθύνες σταρχίδια μου.
Η αδερφή της γυναίκας μου με κοιτάει βρώμικα. Πασαλείβω χέρια και στήθος με κόπερτον, αράζω και κοιτάω τη θάλασσα. Δεν κουνιέται τίποτα. Οι άλλοι ετοιμάζουν καλάμια και πετονιές για ψάρεμα. Πίνω και ξανακοιτάω τον ορίζοντα. Τα μάτια μου δακρύζουν στην ένταση του ήλιου. Τα κλείνω. Τα αφτιά μου βουλώνουν, δεν ακούω ούτε ποπ σε μπαχάσα που παίζει στην τηλεόραση, ούτε το ρυθμικό βογγητό της γεννήτριας, ούτε καν τον ψίθυρο του κύμματος δίπλα μου. Τα βλέφαρά μου θολώνουν, απεικάσματα παίζουν στις κόρες μου. Είμαι 31, είμαι μακριά, είμαι χαρούμενος.
Ο τύπος λέει στα κινέζικα ότι θέλει το διαβατήριό μου για λόγους ασφαλείας, θα το πάει στην τοπική αστυνομία για εγγραφή και θα επιστρέψει. Το δίνω. Σχεδόν εύχομαι να χαθεί και να μείνω στη μέση του πουθενά. Αγόρασα δυο κιβώτια μπύρα για μια χούφτα δολλάρια από το ντιούτι φρή. Ανοίγω τη δεύτερη και ξανακοιτάζω τη γραμμή του ορίζοντα. Γαμημένε Καββαδία. Σε καταλαβαίνω αμετάκλητα.
Ο καρπός μου πονάει και τον έχω δέσει. Ούτε που θυμάμαι τι μαλακίες έκανα και τι σήκωνα το προηγούμενο βράδυ. Θέλω να ψαρέψω αλλά δε μπορώ και αρκούμαι στη μπύρα. Τάιγκερ, Μπιντάνγκ, Χάινεκεν. Έχουνε πάρει να ζεσταίνονται, σκέφτομαι να σηκώσω πάγο από τα κιβώτια, σκέφτομαι ότι θα μυρίζουνε ψάρι κι εγκαταλείπω τη σκέψη. Ανοίγω την τρίτη. Είμαι περίφημα κάτω απτο δέρμα μου, αλλά αρχίζει να ουρλιάζει το στομάχι μου. Πάνω στην ώρα, φέρνουνε μύδια, καλαμάρια, ψάρια με τσίλι, χυμό από ισημερινά φρούτα. Ο ήλιος είναι κάθετος, ιδρώνουνε τα ξύλα και καίγονται τα δέρματα. Ξαπλώνω κι ανοίγω το βιβλίο μου. Ξαναδιαβάζω το Θαλασσόλυκο του Λόντον και το βρίσκω φλύαρο. Ο μάγειρας ακονίζει το μαχαίρι απειλώντας τον αφηγητή. Κλείνω το βιβλίο, οι σελίδες βαστάν την ανάσα τους και με παίρνει ο ύπνος.
Δυο ώρες αργότερα ξυπνάω. Έχει πεντακόσιους βαθμούς, ξεκολλάω ταρχίδια απτα πόδια μου, ανάβω τσιγάρο και βγαίνω. Στην πλαστική λεκάνη κολυμπάνε 2-3 ψάρια. Γεμίζω χέρια πόδια κρέμες και λάδια και βγαίνω στον ήλιο. Ανοίγω μια μπύρα κι αρχίζω να σκέφτομαι. Σκέψεις χαλαρές κι ασύνδετες, σχεδόν ευχάριστες. Οι έγνοιες μου πεθαίνουν σα βρυκόλακες το μεσημέρι. Η τηλεόραση παίζει τώρα κινέζικες σαπουνόπερες. Μια μικρή πάνω στην πλατφόρμα, ότι που φουσκώνουν τα βυζάκια της, πάει για κατούρημα. Μου χαμογελά. Περνάνε διάφορα πίσω από το μέτωπό μου που βρωμίζουν τις συνάψεις μου και σηκώνω τη μπύρα στα χείλια μου. Δέκα μπύρες αργότερα ξανατρώω. Έχεις σηκωθεί άνεμος και τα καλαμάρια δεν τσιμπάνε.
Γέρνει η πύρινη μπάλα στον ουρανό και φλογίζει τα σύννεφα. Τρεκλίζω στην άκρη και τραβάω φωτογραφίες. Με κοιτάνε ανήσυχοι, φοβούνται θα πέσω στη θάλασσα. Καγχάζω. Η συνηθισμένη μου παραφροσύνη χρειάζεται πάνω από τα 12 κουτάκια για να βάλει το κλειδί στη μίζα. Έχει σηκώσει αέρα και δεν τσιμπάει τίποτα. Πάω στην πίσω μεριά της πλατφόρμας. Πρώτα σκέφτομαι το συμβόλαιό μου που έληξε και πως πρέπει να ρίξω τρέξιμο γυρίζοντας. Βλατημάω. Μετά σκέφτομαι τι ωραία που θάταν να είχα αγοράσει και ένα μπουκάλι ρούμι. Ή μπέρμπον. Ξανατρώω. Πήξανε τα καλαμάρια στο τσίλι. Κι όλα τάλλα πιάτα το ίδιο.
Σηκώνομαι το άλλο πρωί κατά τις 9 και με φρίκη διαπιστώνω ότι έχουνε μείνει μόνο 6 μπύρες. Ιδρώνω, ανησυχώ και ελπίζω να φύγουμε νωρίς το μεσημέρι, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δε θα την παλέψω νηφάλιος. Ξαναλαδώνομαι και βγαίνω στον ήλιο. Δοκιμάζω για λίγο να ψαρέψω, ο καρπός μου είναι κάπως καλύτερα. Κάποιος πιάνει ένα δηλητηριώδες ψάρι, μια στρογγυλή, αγγαθωτή μαλακία, που ξαναρίχνουμε στη θάλασσα μετά από λίγα λεπτά χάζεμα. Πάνω που ξανατρώμε, τελειώνω την τελευταία μπύρα μου. Και πάνω στην ώρα την κάνουμε, τα σακιά στη βάρκα, η βάρκα στην ακτή, τα σακιά στο λεωφορείο, το λεωφορείο στο τέρμιναλ, τα σακιά στο φέρρυ, το φέρρυ στη Σιγκαπούρη, άλλη μια επιστροφή, τόσος λίγος χρόνος, χριστέ μου, τόσος λίγος χρόνος για μπύρες και ήλιο.
6 comments:
Πόσες εικόνες....
Υπέροχο..
Αρχηγέ μου! Όλα καλά;
Έλυωσες, ρε. Πήγα να λιποθυμήσω από την κατουρώδη ζεστή μπίρα που ήπιες. Μια κονσέρβα έλειπε, να φας. Ωραίος ο ξυλοκόπος. Φιλιά, φίλε.
Εντάξει, ζεστή μπύρα δεν είναι κι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί. Από την άλλη, καθόλου μπύρα στη μέση της θάλασσας για 40 ώρες, είναι από τα χειρότερα.
Αγωνιστικοί χαιρετισμοί, τσακάλια.
να'σαι καλά ρε...
Διογένης
Πρέπει να περπατάς σε προχωρημένα στάδια παιδεραστείας έτσι;
Post a Comment