2013/07/17

Πασοπάτι, Σουραμπάγια, Ιάβα



Γύρεψα το δρόμο για το Μονκασέλ· μου είπαν πως ήμουν κοντά, αλλά πήρε να βρέχει. Στην αρχή σκέφτηκα να περπατήσω γρήγορα, πως η βροχή δε θα δυνάμωνε μέσα σε ένα λεπτό, αλλά έσφαλλα. Βρήκα καταφύγιο σ’ένα υπόστεγο μπροστά σε ένα μικρομάγαζο. Μαθητές με τις σχολικές στολές τους κάθονταν γύρω από μεταλλικά τραπεζάκια, έπιναν χυμούς και κάπνιζαν: οι μεγαλύτεροι έμοιαζαν περίπου δώδεκα χρονών. Μόλις η μπόρα σταμάτησε για λίγο, διέσχισα το απέναντι πάρκο κι έφτασα στο τουριστικό γραφείο της πόλης που ήταν στεγασμένο σ’ένα διατηρητέο αποικιακό δίπατο. Μπήκα μέσα, κι η βροχή ξανάρχισε.


Κάθε φορά που ταξιδεύω στην Ινδονησία βρίσκω αυτά που χρειάζομαι χωρίς να τα ζητήσω. Όπως ακριβώς κι η Μαλαισία, και τούτη η χώρα σιχαίνεται τις χρήσιμες πινακίδες κι ο κόσμος στους δρόμους δεν καταλαβαίνει από χάρτες και κατευθύνσεις. Λόγω, όμως, του μεταφυσικού αστικού σχεδιασμού των πόλεων, τα τουριστικά γραφεία είναι αναπόφευκτα, κι ας μη φαίνονται πουθενά.


Το κορίτσι μου έδωσε χάρτες και κατευθύνσεις, ο ουρανός καθάρισε και γω βγήκα. Η Σουραμπάγια έχει χτίρια εξαιρετικά φωτογενή, που ωστόσο δυσκολεύομαι να φωτογραφίσω σωστά: το καδράρισμα με βασανίζει, κι η αντίστιξη παλιού και νέου, διατηρημένου και καταρρέοντος δε δουλεύει καλά. Κάποιες πόλεις εξηγούνται με εικόνες· κάποιες άλλες παγιδεύονται από λέξεις. Τέτοια σκεφτόμουν καθώς έφτασα στον προορισμό μου: το KRI Pasopati 410, υποβρύχιο κλάσης ουίσκι, ξάπλωνε σα νεκρή και γκαστρωμένη φάλαινα στη μέση της πλατείας· εβδημήντα μέτρα υπερυψωμένου και νεκρού μετάλλου περιστοιχίζονται από γκισέδες για σνακ και εισητήρια στη μια πλευρά, κι από μικρές πισίνες για παιδιά στην άλλη. Μικρές σημαίες ανέμιζαν και σιδερένιες σκάλες οδηγούσαν μια στην πλώρη, και μια στην πρύμνη.


Το Πασοπάτι κατασκευάστηκε από τους Σοβιετικούς τη δεκαετία του 50 και δωρίστηκε στο Ινδονησιακό ναυτικό το 1962. Υπηρέτησε τη χώρα για 30 χρόνια κι έπειτα παροπλίστηκε και μετατράπηκε σε τούτο το παράξενο, στατικό μνημείο στην καρδιά της πόλης. Θαύμασα για λίγο την πελώρια προπέλα και μπήκα να φωτογραφίσω. Περπάτησα αργά, σύρθηκα και κοίταξα το μικρό δωμάτιο του μαρκόνη και το γραφείο του καπετάνιου, τις στενές κουκέτες του πληρώματος σε δυο σειρές, κρεμασμένες στο πλάι του κήτους, το περισκόπιο και τους τορπιλοσωλήνες. Κάποια κομμάτια του υποβρυχίου είχαν διανοίξει, κάποια άλλα είχαν φραγεί. Η τουαλέτα είχε ξεριζωθεί και επιπλέον λαμπτήρες και κλιματιστικά ήσαν εμφανή, προκειμένου οι τουρίστες να μην ιδρώνουν άσχημα. Τα γόνατά μου έτριζαν όπως περνούσα τα χαμηλά ανοίγματα. Δίπλα σε πάνελ, λεβιέδες και καταπακτές πρόσεξα πινακίδες κι επιγραφές στα ρώσικα και στα ινδονησιακά. Στην αρχή ήμουν κατάμονος αλλά με την ώρα άρχισαν να μπαίνουν οικογένειες από την πλώρη και να σκάνε σαν κύμματα πάνω μου. Προσπάθησα να αγνοήσω το αναπόφευκτο.



Σαν αδέξιος γίγαντας χτυπούσα σε μπουκαπόρτες και βαλβίδες. Τελικά, στάθηκα μπροστά στο χαμηλωμένο περισκόπιο και κόλλησα το μάτι, αλλά είτε οι φακοί είχαν αφαιρεθεί, είτε ο μηχανισμός είχε βουλώσει και δεν είδα τίποτα. Σα μικρό παιδί φέρομαι, σκέφτηκα. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχε πρόσβαση πουθενά για το μηχανοστάσιο και φαντάστηκα ότι οι μηχανές θα είχαν αφαιρεθεί και για λόγους ασφαλείας τ’άνοιγμα προς τα κει θα είχε σφραγίσει. Η λακωνική ομορφιά κι η μεταλλική γύμνια του υποβρυχίου έμειναν για ώρα στο νου μου, όπως βγήκα και περπάτησα χωρίς σκοπό.



3 comments:

Snowball said...

Ούτε σε υποβρύχιο/μουσείο δεν θα άντεχα να μπω, πολύ κλειστοφοβικό...

xylokopos said...

αν ταξίδευες ποτέ μαζί μου, θα περνούσες ζόρικα: σχεδόν πάντα καταλήγω σε τούνελ, κελιά, σήραγγες, σπηλιές, νεκροταφεία, ερείπια και γενικά σε μέρη υγρά, στενά κι ανήλιαγα.

Snowball said...

Όχι δεν κατάλαβες...
Το υποβρύχιο με ζορίζει...
Δεν έχω κανένα ιδιαίτερο κόλλημα με σπηλιές, τούνελ και κελιά... όσον αφορά καθαρά την τουριστική αναψυχή, μην παρεξηγηθούμε κιόλας...

Με την υγρασία όμως ναι, δεν την παλεύω κι εκεί που γυρνάς εσύ, θα περνούσα δύσκολα...