Στα δεξιά μου βρίσκονταν
τα ερείπια του Λουμπούνγκ στηριζόμενα σε δοκάρια και μεταλικούς σκελετούς. Οι
σιβαϊστικοί πύργοι είχαν εντυπωσιακά ανάγλυφα, αλλά τα αγάλματα είχαν εδώ κι
αιώνες κλαπεί· στον κεντρικό ναό, οι σηκοί έχασκαν σαν αδειασμένες πληγές. Σήκωσα
το βλέμμα ψηλά και κοίταξα τον τετράγωνο ουρανό. Τα μάτια μου δάκρυσαν στην
αντηλιά και βγήκα. Οι εργάτες ήσαν ξαπλωμένοι στη σκιά.
Λίγες δεκάδες μέτρα παραδίπλα στάθηκα και κοίταξα το
κατεστραμμένο Μπούμπρα: η λιθοδομή του ήταν ριγμένη από γίγαντες στη ζούγκλα·
λειχήνες πρασίνιζαν τους ραγισμένους σωρούς. Τα κλιμακοστάσια είχαν καταρρεύσει
κι η εξέδρα είχε σπάσει στη μέση. Ξύλινες σκαλωσιές όριζαν την περιφέρεια και
όλα τα καθιστά αγάλματα είχαν χάσει το κεφάλι τους. Εργάτες κοιμούνταν πάνω σε
πέτρες, κάτω από τα δέντρα. Κανείς δεν είπε τίποτα όπως σκαρφάλωσα το διαλυμένο
ναό. Μακρύτερα απ’τα ερείπια, κάποιες πέτρες είχαν συνταχτεί με νόημα. Ένα
τερατώδες πρόσωπο ανέβαινε από τη γη, σα φύλακας που είχε για λίγο καταφύγει
στα σπλάχνα του αρχαίου αυτού τόπου.
Όπως έφευγα – κάποιος εργάτης ξύπνησε κι άνοιξε το ράδιο στη διαπασών –
η Γουίτνυ Χιούστον ούρλιαξε πέρα από τον τάφο πως θα με αγαπά για πάντα,
τραβώντας τις συλλαβές μέχρι να σπάσουν· ύστερα, συνέχισα το δρόμο μου μέσα στα
χωράφια.
Έφτασα στο Σέγου, τη μόνη
συλλογή βουδικών ναών σ’ολόκληρο το Πραμπανάν. Στάθηκα ακίνητος μπροστά σε
καταρράκτες από πέτρες. Πειθάρχησα τον εαυτό μου και καθυστέρησα την ανάβαση
στον κεντρικό ναό για ώρα. Φιδογύρισα τους ερειπωμένους βωμούς στην περίμετρο
και πέρασα από διαδρόμους τόσο στενούς, που άφησα τον ιδρώτα μου στ’ανάγλυφα.
Είδα λίγους εργάτες να βγαίνουν και να εξαφανίζονται και κείνη τη στιγμή
συνειδητοποίησα ότι ήμουν κατάμονος στη λίθινη νεκρόπολη. Διέσχισα τον περίβολο
και ανήλθα στον κεντρικό πύργο. Μόνος, και πάλι, παρέα με τις αρχαίες πέτρες
και τη φλογισμένη μεσημβρινή λεπίδα τ’ουρανού: έντονη παρουσία, ακραία
νηφαλιότητα, υπαρξιακή αφθονία. Αυτός είμαι, σκέφτηκα, ένας άντρας που κοιτάζει
τσακισμένα μνημεία, μόνος και τέλειος σε ηφαιστειακή αχρονία· είμαι περισσότερο
αυτό απ’ο,τιδήποτε άλλο, απ’οποιαδήποτε άλλη εκδοχή του εαυτού μου. Η αίσθηση
αυτή υπερβαίνει την ευτυχία. Τούτο είναι το αληθινότερο Εγώ μου, έμπλεο σε μια
στιγμή μοναδική κι αέναα δική μου.
Δίχως εργάτες, θόρυβο, σκαλωσιές κι επισκέπτες: η εικόνα
ενός κόσμου σφενδονισμένου πριν από χίλια διακόσια χρόνια, διαμέσου αόρατων
διαστάσεων, προς εμένα, για μένα, ενός κόσμου πετρωμένου και ρέοντος και
τελεολογικά μεταλλαγμένου – ένα ονειρικό τοπίο σκαλισμένο σύμφωνα μ’υποσυνείδητα
σχεδιαγράμματα. Περπάτησα πάνω, κάτω, γύρω και μέσα στους ναούς και βυθισμένος
σε παράξενο μυστικισμό ήμουν έτοιμος για οποιαδήποτε αποκάλυψη: αν ξάφνου
ξεπρόβαλλε ένας μποτισάτβα ή ένα σογκόθ, δε θα μ’εξέπληττε καθόλου.
Το Τσάντι Σέγου παίρνει τ’όνομά του από τους Χίλιους
Ναούς του μύθου της Καταραμένης Πριγκίπισσας, αλλά ακόμη κι αν κάποιος αθροίσει
τα ερείπια των μικρότερων Περβάρα –
των βωμών των φυλάκων – ο αριθμός των ναών είναι 249. Χτίστηκαν πριν από τους
Ινδουιστικούς πύργους του Πραμπανάν, μάλλον πριν το 800μΧ, γεγονός που δείχνει
πως το Σέγου ανηγέρθη πριν από το Μπορομπούντουρ, αν και μικρότερο σε μέγεθος.
Το χτίσιμο και η επέκταση του μνημείου συνέβη κατά τη διάρκεια μιας περιόδου
έντονου Ινδο-βουδικού συγκρητισμού, ο οποίος υπήρξε αποτέλεσμα του γάμου που
συνένωσε τις δυναστείες των Σαντζάγια και των Σαϊλέντρα. Το Σέγου είναι
μαντάλα, εικόνα του κόσμου, γιαυτό και οι τετραγωνισμένες σειρές ναών/φυλάκων
και οι τέσσερεις πύλες που επίσης φυλάσσονται από δίδυμους ντραπαβάλα. Τ’αγάλματα των πολεμιστών-σκοπών όμως είναι ρέπλικες,
και τα χλωμά αντίγραφα δεν αρκούν για να προστατέψουν αυτό το ανυψούμενο θαύμα.
Όλο το συγκρότημα των ναών υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τη
διάρκεια του προηγούμενου σεισμού, αλλά ήμουν τυχερός που επέλεξα εκείνες τις
μέρες για επίσκεψη: τα μεταλλικά στηρίγματα που για χρόνια υπήρχαν στον
κεντρικό ναό είχαν αφαιρεθεί και η πρόσβασή μου οπουδήποτε ήταν ανεμπόδιστη.
Περπάτησα σ’όλα τα δώματα και τις εξωτερικές στοές με τα περίπλοκα
κιγκλιδώματα· με τα δάχτυλά μου χάιδεψα τις αγγελικές χορεύτριες και τα
φωτισμένα όντα στους τοίχους. Αλλά το αναπόφευκτο αφίχθη και η στιγμή λιγόστεψε.
Ο λαιμός και τα χέρια μου είχαν κοκκινήσει οργισμένα. Δυο ακόμη επισκέπτες
εισήλθαν στον περιφραγμένο χώρο. Η ονειρική ομίχλη ξελουρίστηκε κι εγώ επέστρεψα
στη σκιά.