Δεκαπέντε χιλιόμετρα νοτιο-ανατολικά της
Πνομ Πεν, βρίσκεται η κοινότητα του Τσενγκ Εκ. Χρειάστηκα σχεδόν μια ώρα για τη
διαδρομή, λόγω της βαριάς πρωινής κίνησης και του ημιδιαλυμμένου δρόμου. Ο
οδηγός μου απέφευγε με ευκολία λακούβες, σκύλους, κοτόπουλα και φορτωμένες
βοϊδάμαξες και κάθε στροφή με έστελνε από τη μια άκρη του τουκ-τουκ στην άλλη.
Η σκόνη σκάλωνε στα ρουθούνια μου κι η ζέστη ήδη έκανε τον ορίζοντα να χορεύει
λιωμένος. Όταν τελικά έφτασα στο Κέντρο Γενοκτονίας οι πρωινοί τουρίστες είχαν
αρχίσει να καταφθάνουν. Πλήρωσα τα τρία δολάρια και μπήκα στα Πεδία του
Θανάτου, στο παλιό κινέζικο νεκροταφείο.
Η
μέρα ήταν πεντακάθαρη κι ασύλληπτα όμορφη. Το τοπίο ήταν ειδυλλιακό και
καταπράσινο και κοιτάζοντας το καινούριο μουσείο και τη μνημειώδη στούπα μου
ήταν δύσκολο να μυρίσω όλον αυτόν το θάνατο από το παρελθόν. Στην αρχή οι
εχτελέσεις ήσαν των εχθρών του λαού, των διανοούμενων, των γιατρών, των
καθηγητών, γενικά πολιτών που είχαν ταξιδέψει και μιλούσαν ξένες γλώσσες, που
ίσως φορούσαν γυαλιά. Οι περισσότεροι ήσαν κάτοικοι πόλεων – ‘καινούριοι
άνθρωποι’ στην ορολογία των Ερυθρών Χμερ – και σ’αυτούς κυρίως επικεντρώθηκε η
γενοκτονική μανία του καθεστώτος. Μερικοί άτυχοι ξένοι βρίσκονται επίσης
θαμένοι στο Τσενγκ Εκ, αφού συνελήφθησαν κι εξαναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι
ήσαν πράχτορες της ΣΙΑ. Αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι θαμμένοι στους
ομαδικούς τάφους ανήκαν οι ίδιοι στους Ερυθρούς Χμερ, κι εκκαθαρίστηκαν αφού
πρώτα βασανίστηκαν κι ομολόγησαν στο Γραφείο Ασφαλείας 21.
Στην
αρχή τα στρατιωτικά φορτηγά έφεραν τους καταδικασμένους κι αυτοί δολοφονούνταν
και ρίχνονταν στους λάκους αμέσως. Στη συνέχεια, ωστόσο, τα φορτηγά κι οι
καταδικασμένοι πολλαπλασιάστηκαν, καθώς η παράνοια της ηγεσίας του κόμματος
έφτασε στο ζενίθ της και συνεκδοχικά κατέστη λογιστικώς αδύνατον οι εχτελέσεις
να συμβαίνουν άμα τη αφίξει. Χτίστηκαν διάφορες καλύβες για να εξυπηρετήσουν
δεσμώτες και βασανισθέντες, αλλά όταν οι Βιετναμέζοι εισέβαλαν το Γενάρη του
1979 κι ο εφιάλτης έλαβε τέλος, χωρικοί από τη γύρω περιοχή κατέστρεψαν τα
χτίσματα με τα χέρια τους. Κι έτσι, δεν έχει μείνει τίποτα εχτός από ταμπέλες
να θυμίζουν που εβρίσκοντο αποθήκες και δεσμωτήρια. Οι αποθήκες ήσαν
απαραίτητες για να στοιβάζονται κάνιστρα γεμάτα DDT. Το δηλητήριο χρειαζόταν αφού συχνά τα θύματα ρίχνονταν
στους τάφους μισοσκοτωμένα κι ύστερα ψεκάζονταν.
Το
βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τόπου μαρτυρίου ήταν το εξής: κανένα όπλο δε
χρησιμοποιήθηκε για την εχτέλεση δεκάδων χιλιάδων. Οι σφαίρες κοστίζουν κι έτσι
τα άτυχα θύματα δολοφονήθηκαν με σφυροκοπήματα, με τσαπιά στο λαιμό, με ξύλα
που τσάκιζαν σπονδύλους. Μια ταμπέλα μπροστά από μια φοινικιά πληροφορεί τους
επισκέπτες ότι τ’ανοιγμένα σα βεντάλια κλαδιά της έγιναν αυτοσχέδια ξυράφια και
χρησιμοποιήθηκαν για να κόβουν λαιμούς. Τα δάχτυλά μου άγγιξαν τις άκαμπτες και
κοφτερές άκρες. Η όλη υπόθεση ήταν σχεδόν ακατανόητη.
Από
την άλλη, όλες αυτές ήσαν σκέψεις ακαδημαϊκές και θεωρητικές και εκείνη την
υπέροχη ζεστή μέρα δεν υπήρχε καμιά συναισθηματική σύνδεση με τα σκοτάδια από
το παρελθόν. Μια γυναίκα έσπρωχνε το καρότσι με το μωρό της κι ένα υπέρβαρο
ζευγάρι καθόταν στη σκιά. Οι περισσότεροι τουρίστες φορούσαν σαντάλια και
βερμούδες, γεγονός που θεώρησα εξοργιστικό, ιδιαίτερα όταν περπατούσαν στην
περίμετρο των ανοιχτών τάφων. Αλλά και τούτο το δυσάρεστο συναίσθημα δε βάσταξε
για πολύ. Οι τάφοι δεν είναι πλέον παρά χορταριασμένοι λάκκοι, υφέσεις με
λιγότερο από ένα μέτρο βάθος. Σε μερικές βρίσκονται μικρά κομμάτια από
ξεθωριασμένο ύφασμα, ή ακόμα μικρά τμήματα από σπασμένα κόκκαλα ή δόντια.
Μερικοί τάφοι έχουνε περιφραχτεί με ξύλινους πασσάλους. Σ’έναν από αυτούς
βρέθηκαν μόνο γυναικεία κόκκαλα. Σε έναν άλλον ξεθάφτηκαν εκατό αποκεφαλισμένοι
σκελετοί, που ανήκαν σε Ερυθρούς Χμερ που θεωρήθηκαν συμπαθούντες τους
Βιετναμέζους. Κάποιοι από τους νεαρούς στρατιώτες ίσως είχαν υπηρετήσει στα
σύνορα με το Βιετνάμ, ή ακόμα ίσως να είχαν υποστηρίξει στρατιωτικές δράσεις
των βοριοβιετναμέζων στη αρχή του πολέμου, όταν κι οι δύο πολεμούσαν εναντίον
του στρατού του Λον Νολ. Αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήσαν άσχετοι κι
αθώοι και δίχως καμιά σύνδεση με το Βιετνάμ, που εξαναγκάστηκαν σε γελοίες
ομολογίες ύστερα από φρικώδη βασανιστήρια. Ο λόγος που τα πτώματά τους
αποκεφαλίστηκαν απορρέει από το ρητό του Πολ Ποτ, ‘σώμα Χμερ, Βιετναμέζικο
κεφάλι’.
Όπως
σε κάθε παρόμοια περίπτωση, η πλέον τρομαχτική πλευρά αυτού του σκοτωμού
αφορούσε τα παιδιά. Μπροστά σ’ένα δέντρο, μια πινακίδα πληροφορεί τους
σανδαλοφόρους τουρίστες σχετικά με τον τρόπο εχτελέσεως μωρών και μικρών
παιδιών: αρπάζονταν από τους αστραγάλους, στριφογυρίζονταν, και τα κεφάλια τους
συντρίβονταν στον κορμό του δέντρου. Συχνά, τα παιδιά δολοφονούνταν μπροστά
στις μητέρες τους, οι οποίες εχτελούνταν στη συνέχεια και ρίχνονταν στο δίπλα
λάκκο. Στο δέντρο και στους πασσάλους διάφοροι επισκέπτες έχουνε κρεμάσει
πολύχρωμα βραχιόλια από ύφασμα.
Περπάτησα
για μια ή δυο ώρες ακόμα. Σε διάφορα μέρη βρήκα γυάλινες προθήκες γεμάτες είτε
από τα ρούχα, είτε από τα κρανία των εκτελεσθέντων. Οι δεκάδες χορταριασμένοι
λάκκοι με έκαναν ιδιαίτερα προσεχτικό στην πορεία μου. Κανείς δε θέλει να
περπατήσει πάνω σ’έναν ομαδικό τάφο. Ωστόσο, περπατώντας παράλληλα με την
περίφραξη του Κέντρου Γενοκτονίας, σ’ένα σκιερό μονοπάτι, έφτασα σ’ένα σκεπαστό
περίπτερο και θαύμασα την ακίνητη λίμνη. Φεύγοντας, κουτσοί ζητιάνοι φώναζαν
στους τουρίστες πίσω από τρύπες στην περίφραξη. Ένα μικρό αγόρι έτρεξε προς το
μέρος μου φωνάζοντας να του δώσω λεφτά.
Πισωπάτησα
τα βήματά μου και στάθηκα μπροστά στην ψηλή στούπα που περιέχει τα χιλιάδες
κρανία κι οστά των δολοφονημένων σε εννέα επίπεδα, σε γυάλινες προθήκες. Έδωσα
μια μικρή δωρεά κι άφησα ένα λουλούδι στην είσοδο. Κάποιοι άλλοι έκαιγαν
θυμίαμα. Πόσα πολλά απομεινάρια, σκέφτηκα, οργανωμένα θεματικά και χρονολογικά,
τα κρανία των ενηλίκων σε ένα επίπεδο, εκείνα των παιδιών σε κάποιο άλλο, τα
σκόρπια κόκκαλα στην κορυφή. Αυτή η παρανοϊκή λεπτολογία στην κατανομή των
οστών κρύβει και μια επιπρόσθετη τραγική ειρωνία: οι Ερυθροί Χμερ ήσαν απόλυτα
συστηματικοί στους βασανισμούς και στις εκτελέσεις, επέμεναν να δαχτυλογραφούν
όλες τις ομολογίες ενοχής και φωτογράφιζαν όλα τα θύματα πριν τα φέρουνε στον
τόπο του θανάτου. Δεν νομίζω πριν ή έκτοτε να έχει υπάρξει κάποιο άλλο έγκλημα
τόσο συστηματικά ντοκουμενταρισμένο από αυτούς που το διέπραξαν και από αυτούς
που επέζησαν της φρίκης.
Στην
έξοδο, σκέφτηκα να γράψω κάτι στο βιβλίο επισκεπτών. Κοίταγα τη λευκή σελίδα
για αρκετή ώρα, αλλά δε μου ερχόταν τίποτα. Έγραψα το όνομά μου και την
ημερομηνία κι έκλεισα το βιβλίο, αλλά το ξανάνοιξα και κοίταξα τι είχε γραφεί
στις προηγούμενες σελίδες. Σχεδόν όλοι οι επισκέπτες είχαν γράψει, ‘ποτέ ξανά’,
ή κάποια παραλλαγή στο ίδιο θέμα. Με έπιασε ναυτία. Έγραψα ότι αυτή η υπόθεση
δεν τελειώνει ποτέ. Ομαδικοί τάφοι, γενοχτονία, εθνοκάθαρση, είναι λέξεις που
δε βγαίνουν ποτέ εκτός μόδας. Αυτός ο
τόπος δεν είναι για να θυμίζει τον τρόμο που πρέπει να αποφύγουμε, αλλά το
καλούπι για την αιώνια επιστροφή του ίδιου εφιάλτη.
No comments:
Post a Comment