Στέκεσαι στην πλατφόρμα, τ'αφτιά σου έχουνε πάρει φωτιά, οι μασχάλες μούσχεμα και κοιτάζεις μακριά τις ράγες να συγκλίνουν. Αναρωτιέσαι πού θα πάει ο σταθμάρχης τώρα που κλείνουν το σταθμό. Θες να τον ρωτήσεις αλλά ντρέπεσαι, μοιάζει χαρούμενος αλλά μπορεί να κλαίει μέσα του. Πόσα χρόνια είπε ότι έμεινε εδώ, δεκατρία, δεκάξι; Η γραμμή τελείωσε, κλείνει κι ο τελευταίος σταθμός στο Ταντζόνγκ Παγκάρ. Ο σταθμάρχης θα πρέπει να πάει στο Τζοχόρ. Σκουπίζεις το μέτωπό σου απ'τον ιδρώτα και σκέφτεσαι, πού τελειώνει αυτή η γραμμή, στην Πενάνγκ, ή στην Κουάλα Λουμπούρ; Γαμημένη μνήμη, μια ζωή τα ίδια, παλέβεις να θυμηθείς, ντρέπεσαι να ρωτήσεις, σμπαραλιασμένες συνάψεις μετά από δεκαετίες ταλαιπωρίας.
Το τρένο των έντεκα, καθυστερεί, αλλά κανείς δε βιάζεται. Κανείς δεν επιβιβάζεται πιά στο Σταθμό στο Μπουκίτ Τιμά. Ούτε βγάζει εισητήρια. Έχουνε έρθει όλοι να βγάλουνε φωτογραφίες, ένας Ιταλός έχει φέρει βιντεοκάμερα και την κόρη του, παίζει να είναι δεκαοχτώ, λουλουδάτο φόρεμα, μακριά μαλλιά, άμα είχε καραμπινιέρους κι ορχήστρα, μπορεί να ήσουν σε ταινία του Μπερτολούτσι. Ο ήλιος ψήνει τα κεραμίδια του σταθμού και τη ζούγκλα και ξαφνικά πηδάς απτην πλατφόρμα στις γραμμές. Σε κοιτάζουν διάφορα μάτια ανήσυχα και συ σκαρφαλώνεις στην άλλη μεριά. Μετανιώνεις, ξαναπηδάς στις ράγες, ανεβαίνεις και πάλι την πλατφόρμα. Το τρένο αργεί ακόμα.
Ακούγεται θόρυβος, το τρένο πλησιάζει, οι λίγοι ιδρωμένοι τσεκάρουν τις κάμερες. Ο σταθμάρχης βγαίνει, η σφυρίχτρα ακούγεται από μακριά και φάτσες καθρεφτίζονται για λίγο στο μέταλλο που περνάει. Ζεστός αέρας σου χτυπά το μάγουλο και αιστάνεσαι παράξενα χαρούμενος. Θες να φωνάξεις καθώς το τρένο χάνεται στο βάθος. Για λίγο όμως, πάντα για λίγο. Η στιγμή τελειώνει κι ο κόσμος αρχίζει να φεύγει. Σε λίγο, θα φύγεις κι εσύ.
No comments:
Post a Comment