Πεντακόσια χρόνια πριν, τα καράβια των Πορτογάλων έφτασαν στο στενό ανάμεσα Μαλαισίας και Σουμάτρας και κινήθηκαν προς τις νήσους των μπαχαρικών. Κάποια ξαναστράφηκαν βόρεια και άραξαν στο Μακάο. Μερικά δεν προχώρησαν πιο μακριά από το πρώτο απάνεμο λιμάνι που βρήκαν στη Μελάκα. Μετά η υπόθεση ξετυλίχτηκε με βαρετή προβλεψιμότητα, ντόπιοι μαχαραγιάδες και σουλτάνοι και ήρωες, οι Ευρωπαίοι με τις γενειάδες και τα μουσκέτα τους στα φρούρια, οι Ιησουίτες στη φιλότιμη προσπάθεια να μάθουν το χριστό στους σκούρους, οι σκούροι που παίρνουν μερικά κεφάλια και πάνε να βάλουνε φωτιά στους Ευρωπαίους στο φρούριο και ούτω καθεξής. Υποθέτω ότι απρόβλεπτη τροπή πήρανε τα πράματα τον επόμενο αιώνα με την άφιξη των Ολλανδών της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, οι οποίοι βομβάρδισαν τους Πορτογάλους με μεγάλη μεθοδικότητα σε όλα τα στενά και τα λιμάνια των νοτίων θαλασσών. Υπάρχει κάποια γενναία δόση ιστορικής ειρωνίας σε όλες αυτές τις πολιορκίες και ναυμαχίες Ολλανδών και Πορτογάλων στην Ανατολή, ένεκα της ιστορικής ασημαντότητας και των δυο λαών σήμερα και της εκρηχτικής ανόδου των ντόπιων, αλλά αυτές οι αποικιοκρατικές νοσταλγίες είναι πάντα παράταιρες σαν πουτάνες σε εξομολογητήριο.
Περπατάω στο ιστορικό κέντρο, οι πινακίδες μου θυμίζουν ότι η πόλη είναι παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά κατά την Ουνέσκο, ανηφορίζω το λόφο και στην κορυφή θαυμάζω τα ερείπια του Αγίου Παύλου με τις γοτθικές ταφόπλακες. Μαθαίνω ότι θαμμένη κοντά στο κέντρο είναι η γυναίκα του πρώτου κυβερνήτη της Αποικίας του Ακρωτηρίου στη Νότια Αφρική, και ξαναβγαίνω. Το καμπαναριό παλιά χρησίμευε σα φάρος, η μεγάλη καμπάνα στάλθηκε κάποια στιγμή στη Γκόα και δεν ξαναγύρισε και γώ κατεβαίνω στην άλλη πλευρά και καταλήγω στο ολλανδικό νεκροταφείο. Φωτογραφίζω πλάκες μέσα σε σμήνη κουνουπιών και φεύγω γρήγορα, για να προφτάσω να δω τα άλλα μουσεία και να φάω περάνακαν κουζίνα και να επισκεφτώ το ναυτικό μουσείο που στεγάζεται σε ρέπλικα από γαλιόνι.
Ο ιδρώτας σταματάει για λίγο στα φρύδια μου και τινάζεται και πάλι καθώς περνάω σαν να κάνω ντρίπλες χοντρούς τουρίστες με κάνον φωτογραφικές κρατημένες σαν ακροβολιστικά τουφέκια. Ανθρωποθάλασσα πάει κι έρχεται κατά μήκος της Τζόνκερ στρητ, παλέβω να βρω κάπου να καθίσω, να φαω κοτόπουλο ή μια λάκσα, να δω το τζαμί ή έναν ακόμα βουδιστικό ναό, αλλά δεν υπάρχει χρόνος. Τρέχω κατά μήκος του καναλιού, προσπερνάω αδιάφορα τα πορτουγκέζικα κανόνια, πέφτω πάνω σε λουλουδάτα τρίκυκλα, μπαίνω για να βρω σκιά και χαζεύω πίνακες. Κι αν κλείσω τα μάτια και θυμηθώ, τι μένει; Ζούγκλα, μαντήλια στα κεφάλια των γυναικών, η πρόσοψη του παλιού σινεμά της Καθέυ. Και μια φιγούρα θολή που φοράει μεταξωτή κεμπάγια και ίσως χαμογελάει με την ψυχαναγκαστική βιασύνη μου, ανάμεσα σε χορταριασμένους τάφους και υπερκλιματιζόμενα ξενοδοχεία.