2011/06/18

Μελάκα, Μαλαισία






Πεντακόσια χρόνια πριν, τα καράβια των Πορτογάλων έφτασαν στο στενό ανάμεσα Μαλαισίας και Σουμάτρας και κινήθηκαν προς τις νήσους των μπαχαρικών. Κάποια ξαναστράφηκαν βόρεια και άραξαν στο Μακάο. Μερικά δεν προχώρησαν πιο μακριά από το πρώτο απάνεμο λιμάνι που βρήκαν στη Μελάκα. Μετά η υπόθεση ξετυλίχτηκε με βαρετή προβλεψιμότητα, ντόπιοι μαχαραγιάδες και σουλτάνοι και ήρωες, οι Ευρωπαίοι με τις γενειάδες και τα μουσκέτα τους στα φρούρια, οι Ιησουίτες στη φιλότιμη προσπάθεια να μάθουν το χριστό στους σκούρους, οι σκούροι που παίρνουν μερικά κεφάλια και πάνε να βάλουνε φωτιά στους Ευρωπαίους στο φρούριο και ούτω καθεξής. Υποθέτω ότι απρόβλεπτη τροπή πήρανε τα πράματα τον επόμενο αιώνα με την άφιξη των Ολλανδών της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, οι οποίοι βομβάρδισαν τους Πορτογάλους με μεγάλη μεθοδικότητα σε όλα τα στενά και τα λιμάνια των νοτίων θαλασσών. Υπάρχει κάποια γενναία δόση ιστορικής ειρωνίας σε όλες αυτές τις πολιορκίες και ναυμαχίες Ολλανδών και Πορτογάλων στην Ανατολή, ένεκα της ιστορικής ασημαντότητας και των δυο λαών σήμερα και της εκρηχτικής ανόδου των ντόπιων, αλλά αυτές οι αποικιοκρατικές νοσταλγίες είναι πάντα παράταιρες σαν πουτάνες σε εξομολογητήριο.










Στέκομαι στη μέση της πλατείας, δίπλα στο συντριβάνι με τον μπρούτζινο στύλο αφιερωμένο στη βασίλισσα Βικτωρία, και κοιτάζω την κόκκινη πρόσοψη της αγγλικανικής εκκλησίας και την πλευρά του παλιού κυβερνητηρίου. Τον 18ο αιώνα έφτασαν οι Βρετανοί και ξεσκάρταραν στα γρήγορα τους Ολλανδούς που είχαν αντικαταστήσει τους Πορτογάλους. Εκκλησίες και κυβερνητικά χτίρια ξαναβάφτηκαν και φρούρια ξαναχτίστηκαν και νέες συμμαχίες με τους μαλαισιάνους συμφωνήθηκαν. Η Μελάκα παρέμεινε σπουδαίος εμπορικός σταθμός και τίγκαρε στους Ινδούς και τους Κινέζους. Αργότερα οι Γιαπωνέζοι κατέχτησαν όλη τη χερσόνησο, μετά την ήττα τους ξανάρθαν οι Άγγλοι και μετά άλλες ιστορίες, κουμουνιστές αντάρτες στη ζούγκλα, ανεξαρτησία, τουρίστες με σαγιονάρες...





Περπατάω στο ιστορικό κέντρο, οι πινακίδες μου θυμίζουν ότι η πόλη είναι παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά κατά την Ουνέσκο, ανηφορίζω το λόφο και στην κορυφή θαυμάζω τα ερείπια του Αγίου Παύλου με τις γοτθικές ταφόπλακες. Μαθαίνω ότι θαμμένη κοντά στο κέντρο είναι η γυναίκα του πρώτου κυβερνήτη της Αποικίας του Ακρωτηρίου στη Νότια Αφρική, και ξαναβγαίνω. Το καμπαναριό παλιά χρησίμευε σα φάρος, η μεγάλη καμπάνα στάλθηκε κάποια στιγμή στη Γκόα και δεν ξαναγύρισε και γώ κατεβαίνω στην άλλη πλευρά και καταλήγω στο ολλανδικό νεκροταφείο. Φωτογραφίζω πλάκες μέσα σε σμήνη κουνουπιών και φεύγω γρήγορα, για να προφτάσω να δω τα άλλα μουσεία και να φάω περάνακαν κουζίνα και να επισκεφτώ το ναυτικό μουσείο που στεγάζεται σε ρέπλικα από γαλιόνι.





Ο ιδρώτας σταματάει για λίγο στα φρύδια μου και τινάζεται και πάλι καθώς περνάω σαν να κάνω ντρίπλες χοντρούς τουρίστες με κάνον φωτογραφικές κρατημένες σαν ακροβολιστικά τουφέκια. Ανθρωποθάλασσα πάει κι έρχεται κατά μήκος της Τζόνκερ στρητ, παλέβω να βρω κάπου να καθίσω, να φαω κοτόπουλο ή μια λάκσα, να δω το τζαμί ή έναν ακόμα βουδιστικό ναό, αλλά δεν υπάρχει χρόνος. Τρέχω κατά μήκος του καναλιού, προσπερνάω αδιάφορα τα πορτουγκέζικα κανόνια, πέφτω πάνω σε λουλουδάτα τρίκυκλα, μπαίνω για να βρω σκιά και χαζεύω πίνακες. Κι αν κλείσω τα μάτια και θυμηθώ, τι μένει; Ζούγκλα, μαντήλια στα κεφάλια των γυναικών, η πρόσοψη του παλιού σινεμά της Καθέυ. Και μια φιγούρα θολή που φοράει μεταξωτή κεμπάγια και ίσως χαμογελάει με την ψυχαναγκαστική βιασύνη μου, ανάμεσα σε χορταριασμένους τάφους και υπερκλιματιζόμενα ξενοδοχεία.


Το Τέλος του Σταθμού στο Μπουκίτ Τιμά









Στέκεσαι στην πλατφόρμα, τ'αφτιά σου έχουνε πάρει φωτιά, οι μασχάλες μούσχεμα και κοιτάζεις μακριά τις ράγες να συγκλίνουν. Αναρωτιέσαι πού θα πάει ο σταθμάρχης τώρα που κλείνουν το σταθμό. Θες να τον ρωτήσεις αλλά ντρέπεσαι, μοιάζει χαρούμενος αλλά μπορεί να κλαίει μέσα του. Πόσα χρόνια είπε ότι έμεινε εδώ, δεκατρία, δεκάξι; Η γραμμή τελείωσε, κλείνει κι ο τελευταίος σταθμός στο Ταντζόνγκ Παγκάρ. Ο σταθμάρχης θα πρέπει να πάει στο Τζοχόρ. Σκουπίζεις το μέτωπό σου απ'τον ιδρώτα και σκέφτεσαι, πού τελειώνει αυτή η γραμμή, στην Πενάνγκ, ή στην Κουάλα Λουμπούρ; Γαμημένη μνήμη, μια ζωή τα ίδια, παλέβεις να θυμηθείς, ντρέπεσαι να ρωτήσεις, σμπαραλιασμένες συνάψεις μετά από δεκαετίες ταλαιπωρίας.








Το τρένο των έντεκα, καθυστερεί, αλλά κανείς δε βιάζεται. Κανείς δεν επιβιβάζεται πιά στο Σταθμό στο Μπουκίτ Τιμά. Ούτε βγάζει εισητήρια. Έχουνε έρθει όλοι να βγάλουνε φωτογραφίες, ένας Ιταλός έχει φέρει βιντεοκάμερα και την κόρη του, παίζει να είναι δεκαοχτώ, λουλουδάτο φόρεμα, μακριά μαλλιά, άμα είχε καραμπινιέρους κι ορχήστρα, μπορεί να ήσουν σε ταινία του Μπερτολούτσι. Ο ήλιος ψήνει τα κεραμίδια του σταθμού και τη ζούγκλα και ξαφνικά πηδάς απτην πλατφόρμα στις γραμμές. Σε κοιτάζουν διάφορα μάτια ανήσυχα και συ σκαρφαλώνεις στην άλλη μεριά. Μετανιώνεις, ξαναπηδάς στις ράγες, ανεβαίνεις και πάλι την πλατφόρμα. Το τρένο αργεί ακόμα.




Ο ήλιος ξεφλουδίζει και ξεθωριάζει τα πάντα, τη στάμπα στο χρηματοκιβώτιο, το έμβλημα της σιδηροδρομικής εταιρείας κι ένα παλιό πορτραίτο του βασιλικού ζεύγους. Ξεμπογιατισμένοι λεβιέδες και χλωμόγκριζοι πίνακες ελέγχου - όλα αυτά που στραβώνουν, που σκουριάζουν, που χάνονται. Ίσως χρόνια από τώρα, η ζούγκλα να καταπιεί το σταθμό και δεκαετίες ή κι αιώνες αργότερα, αρχαιολόγοι του μέλλοντος να ξεθάψουν τα τσιμέντα, όπως έγινε με τις βρετανικές οχυρώσεις στο Σιλόζο. Αλλά μάλλον όχι. Μάλλον θα τον ανακαλύψουνε εκ νέου αυτό το χώρο, θα τον κάνουνε αίθουσα τέχνης ή γραφείο αρχιτεχτονικό ή κάτι τέτοιο τέτοιο. Μπορεί και μπιστρό με μεγάλα τζάμια.













Ακούγεται θόρυβος, το τρένο πλησιάζει, οι λίγοι ιδρωμένοι τσεκάρουν τις κάμερες. Ο σταθμάρχης βγαίνει, η σφυρίχτρα ακούγεται από μακριά και φάτσες καθρεφτίζονται για λίγο στο μέταλλο που περνάει. Ζεστός αέρας σου χτυπά το μάγουλο και αιστάνεσαι παράξενα χαρούμενος. Θες να φωνάξεις καθώς το τρένο χάνεται στο βάθος. Για λίγο όμως, πάντα για λίγο. Η στιγμή τελειώνει κι ο κόσμος αρχίζει να φεύγει. Σε λίγο, θα φύγεις κι εσύ.



Υψίπεδα Γκέντινγκ, Μαλαισία






Περπατάς με δυσκολία διασχίζοντας το πλήθος,οι πάντες στήνονται σε ουρές, στα καρουζέλ, στα τραινάκια, σε μια ρέπλικα γαλέρας που διαγράφει μια πελώρια τροχιά εκρεμούς. Στήνονται για εισητήρια και παγωτά και για να βγάλουν φωτογραφίες, και τότε τους βλέπεις, ο άντρας με μια θυμωμένη μαύρη γενειάδα, η γυναίκα τυλιγμένη στο κατάμαυρο χιτζάμπ, σαν υπέρβαρος νίντζα που ετοιμάζεται να επιτεθεί στα πλαστικά αλογάκια, σα διαφήμιση σαπουνόπερας στα χρόνια του χαλιφάτου. Κοιτάς ένα γύρο και βλέπεις κι άλλες μπούρκες να κρατάνε φωτογραφικές μηχανές και να σημαδεύουνε τις χορεύτριες που προμοτάρουν εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, κουνώντας τα γυμνά μπουτάκια τους στη σκιά του βουνού και τ'ουρανού: ίδιος πλανήτης, διαφορετικοί κόσμοι.








Το καζίνο του ριζόρτς γουόρλντ στο Γκέντινγκ ήταν το πρώτο και μοναδικό καζίνο του γκρουπ πριν του σπάσει το νοτιασιατικό μονοπώλιο το καζίνο στη Σεντόζα. Στην απογεματινή ομίχλη κι αργότερα στο ηλιοβασίλεμα, το λουναπάρκ μοιάζει σχεδόν όμορφο, με τα φώτα αμυδρά να τρυπάνε την υγρασία και τις ομίχλες που συνάζονται και σκαλώνουν στο υψίπεδο. Τα δυο χτίρια του Ουάν Γουόρλντ Χοτέλ, του μεγαλύτερου ξενοδοχείου του κόσμου - αν μετρήσεις μόνο τα δωμάτια - στέκονται τσιμεντένια και πολύχρωμα και στεγάζουν όλες αυτές τις περίεργες λουρίδες της ανθρωπότητας, μεσανατολίτες τουρίστες, κινέζους τζογαδόρους, μαλαισιανούς επιχειρηματίες, σιγκαπουριάνους με τις ερωμένες τους και χονγκονέζους με τα παιδιά τους.




Χαμηλότερα στην πλαγιά και κοιτάζοντας τους τσιμεντένιους γίγαντες βρίσκεται μια παγόδα κι ένας ναός κινέζικος. Απέναντί τους κάθεται μεγαλόπρεπος ο Βούδας με τους μακριούς λοβούς και τη σβάστικα στο στήθος και γύρω του, σκαλισμένη η πλαγιά του βουνού, εξιστορεί με πλάκες, χαρακτικά και πολύχρωμα αγάλματα τους Κύκλους της Κόλασης, με τη φαντασία του Δάντη και τη σχεδιαστική εκφραστικότητα του Ιερώνυμου Μπος. Ακόμα κι η βουδική αιωνιότητα φαίνεται να έχει δαίμονες με μακριές γλώσσες που ξεκολάνε βυζιά, βγάζουνε μάτια και πριονίζουνε αφτιά. Προσπαθώ να θυμηθώ τις διάφορες βουδικές σέχτες και ποια πιστέβει τι, αλλά παραιτούμαι της προσπάθειας και κοιτάζω το βουνό και την ομίχλη. Ανασαίνω βαθιά και φεύγω.






Μέσα στο ριζόρτ ακολουθώ την πεπατημένη, τρώω μπουφέδες μέχρι να σκάσω, βολτάρω στο καζίνο χωρίς να παίζω, βγαίνω στο ψιλόβροχο και θαυμάζω τα βεγγαλικά. Βγάζω εισητήριο για το βραδινό σόου και μπανίζω ακροβάτες και μάγους που πριονίζουν και παλουκώνουν γκόμενες. Κάποια στιγμή βγαίνει μια ουκρανέζα καλλιτέχνις και αρχίζει να κάνει κόλπα σ'ενα μεγάλο πανέρι άμμο. Ζωγραφίζει με την άμμο, φτιάχνει πορτραίτα και φεγγαρόφωτες βραδιές και παιδιά που κοιτάζουν τα άστρα και το Μάικλ Τζάκσον να χορεύει και διάφορα τέτοια, κάποιος λέει το όνομά της και πόσο σπουδαία καλλιτέχνις είναι και ότι έχει ένα σκασμό βίντεο στο γιουτουμπ. Όλες οι διασημότητες από κάπου πρέπει να ξεκινήσουν.