Κάθομαι βαθιά, αναπαυτικά, κι η σαραντάρα μου κάνει ρεφλεξόλοτζυ μασάζ στις πατούσες: έχει ένα ξύλινο σκαλιστό ματζαφλάρι και το στροβιλίζει ανάμεσα στα δάχτυλα και πάνω στα πέλματά μου, μια τινάζομαι άβολα, μια ανακουφίζομαι. Έχει στρώσει μια ζεστή κι αφράτη πετσέτα πάνω στο μαγιό μου, ίσως για να μη με λαδώσει απ'τα χέρια της, ίσως για προκαταβολική προστασία από τη θηριώδη στύση που αποχτώ, όταν στηρίζει τους αγκώνες στα μπούτια μου κι αφήνει όλο το βάρος της να πέσει πάνω.
όλα αυτά ακούγονται εξαιρετικά βρώμικα, αλλά δεν είναι. Υπάρχει μια χαλαρότητα στην ατμόσφαιρα - κλείνω τα μάτια, βόμβος από χαμηλόφωνες κουβέντες σε γλώσσα που δεν καταλαβαίνω κι άνεμος από το ανοιχτό παράθυρο να φέρνει μυρωδιές από αντηλιακά, αλατισμένα σώματα και μπαχάρια. Αποφασίζω να διαλογιστώ με τον τρόπο των αράβων, ναδειάσω το μυαλό από σκέψεις κι έγνοιες, το περίφημο καϊφ, που κάποτε έσωνε τα καραβάνια από την τεράστια ανία και φρίκη του ραμπ-αλ-καλί και της σαχάρας. Σχεδόν αποκοιμιέμαι, μακραίνει το απόγεμα και το σώμα μου αρχίζει να ξεχνά το χτεσινό μεθύσι.
Είχα φτάσει νωρίς, έριξα το σάκο στο ριζόρτ και καρφώθηκα στο μπητς μπαρ. Κάποιοι κολυμπούσαν, κάποιοι παίζαν, κάποιοι πουλούσαν μπιχλιμπίδια κι εγώ άρχισα να ξεπαστρεύω μπουκάλια τάϊγκερ με σκοπό κι εκδικητική μανία. Κάποια στιγμή είδα τον φίλο μου να καταφτάνει απτη μεριά της άμμου, σαν υπέρβαρη γοργόνα από το μιντγουέστ, και μου φάνηκε σημαδιακό να βρεθούμε έτσι, χωρίς πλάνο, αυτή τη στιγμή στους τροπικούς. Είκοσι μπύρες αργότερα πήγα για ύπνο, μια λάμπα μου επιτέθηκε από το κομοδίνο, αλλά την τιθάσεψα μέσα στη νύστα μου, υπήρξε ένα μίνι δράμα με κλειδωμένες πόρτες και τη γυναίκα μου και ένα χαμένο βραδινό και την ανησυχία κάποιων άλλων ότι δε θα είμαι σόμπερ ινάφ για το γάμο τους την επόμενη.
συντονίζομαι, ατσάλινη πειθαρχία, νοικιάζω κανό και τραβάω βαθιά. Στριφογυρίζω ανάμεσα σε βράχους, ψήνομαι, κοκινίζουν τα πόδια μου και γυρίζω πίσω. Τελικά έρχεται η ώρα του γάμου, βρίσκονται οι σαμπάνιες και ανακαλύπτω ότι έχω σοβαρή συζήτηση να κάνω με ένα οχτάρι τζιμ μπημ. Βράδυ, παραλία, ανάβουμε φανάρια με χάρτινες καλύπτρες και χάνονται στο σκοτεινό ουρανό, ακουμπισμένος σένα ξεραμένο ξύλο καπνίζω φτηνά κινέζικα τσιγάρα.
Πισίνα. Αραδιασμένες σίνγκα, χαμένος χρόνος - ένα νησί γεμάτο αναρριχητές και χίπηδες και καναδούς συνταξιούχους. Πρωινοί μπουφέδες, γιώτ στανοιχτά, κάμερες στα τραπέζια. Πλατιά χαμόγελα ότι φαίνονται οι μαιμούδες στα δέντρα και μέσα στο βράχο, παλιος σιαμέζικος βωμός γονιμότητας.
Το ταϊλανδέζικο ουίσκι είναι σαν πετρέλαιο με εσάνς από πριονίδια.
Έτσι απαντά ο βούδας στα σκαλισμένα υπερφυσικά γκαβλιά.
Αμήν.
1 comment:
Γουστάρω πολύ τις περιγραφές σου αλλά ειδικά Ταυλάνδη την έχω τελευταία στο wish list με τα ταξίδια μου... Το μόνο που με ιντριγκάρει είναι το φαί...
Post a Comment