2009/11/19

Η Φελίσια Τανγκ πεθαίνει


Σε μια προηγούμενη ζωή πήγαινα στο Σαν Μπερναντίνο περνώντας από το ράντσο του Γουίλιαμ Μονρό. Πριν έρθουν τα βαγόνια της Σάουθερν Πασίφικ, πριν έρθει η καταραμένη απαγόρεψη του 1919, πριν αθροιστούν τα 240 εκτάρια της Μονρόβια σαυτά της Σάντα Μόνικα και της Πασαντίνα και φτιαχτεί η κομητεία του Λος Άντζελες. Τον ίδιο ήλιο είχε τότε, έβλεπες λιγοστούς ινδιάνους και άκουγες ιστορίες βετεράνων της μεξικάνικης επανάστασης - κάποιοι γέροι θυμούνταν ιστορίες ακόμα παλιότερες, από τον καιρό των Ισπανών.




Δεν ξέρω πως να ξεκινήσω τον επικήδειο, ακούω Μονρόβια και σκέφτομαι τη Φελίσια Τανγκ νεκρή, βασανισμένη και πνιγμένη, σκέφτομαι ένα φόνο που είναι κάτι παραπάνω από έγκλημα. Περνάνε στο νου μου διάφορα μοτίβα, ο ήλιος, η θρησκεία, το σεξ, όλοι οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκε η ζωή της Φελίσιας και του Μπράιν Λη.


Από τη Σιγκαπούρη στο Περθ κι από κει στη Μονρόβια. Από το καθολικό σχολείο θηλέων σε γυμνές φωτογραφίσεις και στα ημερολόγια του πλέυ μπόυ. Τα φουσκωμένα βυζιά και το ξυρισμένο μουνί ήσαν εμβληματικά του Λος Άντζελες στα 90'ς, της εποχής του μπέιγουτς: ασιατικά λαγουδάκια σε λάγνες πόζες, υπό το Zeitgeist της Πάμελα Άντερσον. Ον λάιν πόκερ, υποθήκες και δάνεια σε προσπάθεια απεγκλώβισης, απεγκλώβισης από τι; Από την υποψία ότι σε εποχή ιντερνετικού ανταγωνισμού θα έπρεπε να περάσει στο χαρντκόρ; Ή μήπως προσπάθεια για συμμετοχή σε μέινστρημ ταινίες, πέρα από κάμεο σε κωμωδίες τύπου αμέρικαν πάι και ρολάκια δίπλα στον Τζάκι Τσαν;


κι ο Μπράιαν Λη Ραντόουν χαράζει τη δική του σουρρεαλιστική πορεία, παπάς κι απόφοιτος θεολογίας, περιζήτητος εργένης σε ριάλιτι, εραστής από τον Απρίλιο και το Βέγκας. Τι τον τράβηξε στη Φελίσια, κίτρινος πυρετός, το σύνδρομο του λευκού ιππότη, η λαχτάρα να ξεπεράσει το παρελθόν του, το σελέμπριτυ σαμπ-κάλτσιουρ που μολύνει όλη την κοιλάδα, ή μήπως η αγνή, ανόθευτη φαντασίωση να γαμήσει το κορίτσι του ιλλουστρασιόν σέντερφολντ, να μετατρέψει την αυνανιστική πρώτη ύλη σε καθημερινότητα; Ίσως τίποτα απόλα αυτά, μπορεί η ιστορία να είναι βαρετή και κοινότοπη όσο όλοι οι έρωτες που μόνο στα μάτια των ερωτευμένων είναι μοναδικοί.

Ενοχή, ζήλεια, ουσίες;






Θλιβερές υποθέσεις, σκάνδαλα που εκτείνονται δυο-τρεις γειτονιές, δημοσιεύματα δίλεπτα, στήλη σε προτελευταία σελίδα εφημερίδας, και μόνο στο ίντερντετ, ως απομεινάρι μνήμης, ως προσθήκη σε κάποιο ψηφιακό αρχείο, κάποια γυμνά, λίγα αφιερώματα στο γιουτουμπ, λίγα περισσότερα κλικ σε κάποια μηχανή αναζήτησης: τίποτα δεν χάνεται, τα πάντα ανασύρονται, όλες οι μικρές τραγωδίες μένουν στην επικαιρότητα κάποιου μυαλού.





2009/10/28

Κράμπι, Ταϋλάνδη


Κάθομαι βαθιά, αναπαυτικά, κι η σαραντάρα μου κάνει ρεφλεξόλοτζυ μασάζ στις πατούσες: έχει ένα ξύλινο σκαλιστό ματζαφλάρι και το στροβιλίζει ανάμεσα στα δάχτυλα και πάνω στα πέλματά μου, μια τινάζομαι άβολα, μια ανακουφίζομαι. Έχει στρώσει μια ζεστή κι αφράτη πετσέτα πάνω στο μαγιό μου, ίσως για να μη με λαδώσει απ'τα χέρια της, ίσως για προκαταβολική προστασία από τη θηριώδη στύση που αποχτώ, όταν στηρίζει τους αγκώνες στα μπούτια μου κι αφήνει όλο το βάρος της να πέσει πάνω.





όλα αυτά ακούγονται εξαιρετικά βρώμικα, αλλά δεν είναι. Υπάρχει μια χαλαρότητα στην ατμόσφαιρα - κλείνω τα μάτια, βόμβος από χαμηλόφωνες κουβέντες σε γλώσσα που δεν καταλαβαίνω κι άνεμος από το ανοιχτό παράθυρο να φέρνει μυρωδιές από αντηλιακά, αλατισμένα σώματα και μπαχάρια. Αποφασίζω να διαλογιστώ με τον τρόπο των αράβων, ναδειάσω το μυαλό από σκέψεις κι έγνοιες, το περίφημο καϊφ, που κάποτε έσωνε τα καραβάνια από την τεράστια ανία και φρίκη του ραμπ-αλ-καλί και της σαχάρας. Σχεδόν αποκοιμιέμαι, μακραίνει το απόγεμα και το σώμα μου αρχίζει να ξεχνά το χτεσινό μεθύσι.




Είχα φτάσει νωρίς, έριξα το σάκο στο ριζόρτ και καρφώθηκα στο μπητς μπαρ. Κάποιοι κολυμπούσαν, κάποιοι παίζαν, κάποιοι πουλούσαν μπιχλιμπίδια κι εγώ άρχισα να ξεπαστρεύω μπουκάλια τάϊγκερ με σκοπό κι εκδικητική μανία. Κάποια στιγμή είδα τον φίλο μου να καταφτάνει απτη μεριά της άμμου, σαν υπέρβαρη γοργόνα από το μιντγουέστ, και μου φάνηκε σημαδιακό να βρεθούμε έτσι, χωρίς πλάνο, αυτή τη στιγμή στους τροπικούς. Είκοσι μπύρες αργότερα πήγα για ύπνο, μια λάμπα μου επιτέθηκε από το κομοδίνο, αλλά την τιθάσεψα μέσα στη νύστα μου, υπήρξε ένα μίνι δράμα με κλειδωμένες πόρτες και τη γυναίκα μου και ένα χαμένο βραδινό και την ανησυχία κάποιων άλλων ότι δε θα είμαι σόμπερ ινάφ για το γάμο τους την επόμενη.




συντονίζομαι, ατσάλινη πειθαρχία, νοικιάζω κανό και τραβάω βαθιά. Στριφογυρίζω ανάμεσα σε βράχους, ψήνομαι, κοκινίζουν τα πόδια μου και γυρίζω πίσω. Τελικά έρχεται η ώρα του γάμου, βρίσκονται οι σαμπάνιες και ανακαλύπτω ότι έχω σοβαρή συζήτηση να κάνω με ένα οχτάρι τζιμ μπημ. Βράδυ, παραλία, ανάβουμε φανάρια με χάρτινες καλύπτρες και χάνονται στο σκοτεινό ουρανό, ακουμπισμένος σένα ξεραμένο ξύλο καπνίζω φτηνά κινέζικα τσιγάρα.



Πισίνα. Αραδιασμένες σίνγκα, χαμένος χρόνος - ένα νησί γεμάτο αναρριχητές και χίπηδες και καναδούς συνταξιούχους. Πρωινοί μπουφέδες, γιώτ στανοιχτά, κάμερες στα τραπέζια. Πλατιά χαμόγελα ότι φαίνονται οι μαιμούδες στα δέντρα και μέσα στο βράχο, παλιος σιαμέζικος βωμός γονιμότητας.


Το ταϊλανδέζικο ουίσκι είναι σαν πετρέλαιο με εσάνς από πριονίδια.
Έτσι απαντά ο βούδας στα σκαλισμένα υπερφυσικά γκαβλιά.
Αμήν.






2009/09/07

ΤζενγκΤζο, ΧεΝαν




















Κατουράς σ υψόμετρο κοιτάζοντας βράχια από χαλαζία κι ασβεστόλιθο. Η ομίχλη έχει αρχίσει να διαλύεται και δεν κάνει κρύο. Οι κινέζοι ρέουν στη στενή ράμπα τρώγοντας και φωτογραφίζοντας και συ θυμάσαι τους μικρούς σαολίν και τις επιδείξεις τους, τα τινάγματα και τα πηδήματα, τα όπλα και τις κινήσεις – τι παπαριές, σκέφτεσαι, γερανοί, βατράχια, μαϊμούδες, αρχίδια. Για μια στιγμή ένας μικρός ναός φωλιασμένος στις πέτρες βαστά την προσοχή σου, έπειτα το βλέμα σου απλώνεται χαμηλά στην κοιλάδα που είναι γκρίζα κάτω από τον φυματικό ήλιο και πάνω που χαλαρώνεις ανεπίτρεπτα, μια ροχάλα σκάει δίπλα σου, ή καπνός από φτηνό τσιγάρο, ή ένα πλαστικό μπουκάλι και συνέρχεσαι. Δεν υπάρχει φύση εδώ, όπως δεν υπάρχει τέχνη. Όλα είναι κουρασμένες ρέπλικες, τα κουρέλια ενός λαού που δε νοιάζεται για τίποτα. Για τα πάντα πληρώνεις είσοδο, για κάθε ματιά εισητήριο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να ξεφτιλιστεί, ακόμα και τα βουνά, διαβρωμένα από σημαιάκια και τελεφερίκ.











Σούπες τίγκα στον κορίανδρο, πρωτοχρονιάτικα βεγγαλικά στους δρόμους, κακοφωτισμένες παγόδες, μπουφέδες ξενοδοχείου, δέντρα σκισμένα στα δυο σα σφεντόνες και φτάνεις στο επαρχειακό μουσείο που έχει επετειακή τζάμπα είσοδο. Οι χωριάτες θαυμάζουν νεολιθικά εργαλεία, χαραγμένες στήλες, μπρούτζινους σεισμογράφους και μικρούς ταφικούς δαίμονες σε ψημένο πηλό. Το μουσείο, η πόλη, η επαρχία, δεν έχουν χαρακτήρα παρά μόνο σε σουρρεάλ ή φιούζιον ξεσπάσματα, ένα κτίριο χωρίς παράθυρα με τα κλιματιστικά να κρέμονται, ένας βουδιστικός ναός αναστηλωμένος πλήρως με μόνο την ξύλινη πινακίδα της εισόδου πανάρχαια, ή ένα μοναστικό νεκροταφείο, ένα δάσος με 220 παγόδες αντί τάφους.





Το ΧεΝαν, μου λένε, είναι η γενέτειρα της Κίνας.


Νεύω κουρασμένα, μια τεχνική που έχω τελειοποιήσει, για να μη λέω Ναι, και για να μην προσβάλλω.