2007/10/17

Ο Θάνατος του Μπομπ Ντενάρ



Είναι καλοκαίρι και η ζέστη στη νότια Γαλλία λειώνει το παλιό φρούριο στο λιμάνι της Μασσαλίας. Ένας Έλληνας πίνει παστίς με την ερωμένη του, έχοντας διασχίσει δρόμους γεμάτους άραβες. Θυμάται την προηγούμενη μέρα, το αμάξι να φτάνει στο Μονπελιέ, και όλους τους φοιτητές στα πλακόστρωτα και τους στενούς δρόμους. Λίγο πιο ψηλά, στους αμπελώνες του Μπορντώ φυσά αέρας από τον Ατλαντικό και δροσίζει τη γή. Δεν υπάρχει ούτε λόφος να τον σταματήσει, όπως κατηφορίζει από το νερό, περνά το Φάρο στο Κορντουάν και βυθίζεται στις εκβολές του Γαρούνα. Το ποτάμι έχει κινήσει από τα Πυρηναία για να διασχίσει τα κεντρικά υψίπεδα της Ωβέρνης, και σαυτό το επίπεδο, γεμάτο χαλίκι τρίγωνο, τα αμπέλια γεννάνε κόκκινο κρασί. Σε έναν απ αυτούς τους αμπελώνες, ένας γέρος άντρας κοντοστέκεται, και κοιτά προς τη θάλασσα.

Μια γυναίκα του φέρνει ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Η κόρη του; Έχει τόσες κόρες, τόσους γιούς, πασχίζει να θυμηθεί ονόματα. Ένας δικηγόρος του μιλά: θα χρειαστεί να πάει πάλι στο Παρίσι για δίκη, να εξηγήσει, να εξηγήσει τι; Κάποτε θα μίλαγε ο Φοκάρ γιαυτόν, να ζει ακόμα; Ο άντρας κάνει νόημα με το χέρι του, εκνευρισμένος, μπαίνει πιο βαθιά στ αμπέλια. Ιδρώνει. Παράξενο, θυμάται τον καφτό αέρα στο Τζεμπέλ από τον καιρό του Μαρόκου. Και αργότερα, στην Υεμένη, η ίδια ζέστη. Είχε άγγλους φίλους εκεί, πίνανε, μιλούσανε. Κάποιοι απ αυτούς ήταν μαζί του στο Κατάνγκα. Ίδια ζέστη, αφρικάνικη. Τότε δεν είχε σημασία. Θεοί, είχαν προσπαθήσει να ξαναμπούν από το Κονγκό με ποδήλατα; Είχανε ξεφτιλίσει τους κυανόκρανους στην πρώτη εξέγερση; Ο γέρος χαμογελά, το έλεγα, σκέφτεται, το έλεγα ότι δεν είναι για τα λεφτά. Ούτε καν για πολιτική και ιδέες.

Κάποιος του μιλά και κρατώντας τον απτον αγκώνα, τον φέρνει προς το σπίτι. Όπως ο γέρος περπατά, θυμάται τις Κομόρες, τα έντεκα υπέροχα χρόνια, μέχρι που η Γαλλία τον πρόδωσε. Θυμάται να μπαίνει σε μια κρεβατοκάμαρα, τους πυροβολισμούς, τον πανικό των γυναικών, θυμάται το κουφάρι του Σουαλί πάνω στο τζιπ. Τότε το Παρίσι δεν έλεγε τίποτα. Τι άλλαξε; Παλέβει να θυμηθεί ονόματα φίλων που κατέβηκαν νότια και πολέμησαν στο αντάρτικο της Αγκόλας. Αλλά όλα τα ονόματα έχουν χαθεί. Εκτός από δυο, τρία, ο μαύρος Ζακ Σραμ και ο τρελός Μάικ Χοάρε, θυμάται ακόμα τον Τσόμπε και το Μομπούτο..

Μέσα στο σπίτι σκοτείνιασε, χαμήλωσε ο ήλιος, και όλα τα ονόματα είναι για τη μνήμη σαν απεικάσματα, σα να κοιτά τον ήλιο στη Γκαμπόν και να διώχνει με ανάστροφες παλάμες τα κουνούπια, σαν και τότε, στην Ινδοκίνα και πάλι μετά, στην Αλγερία και στην ανία του Παρισιού. Ξαφνικά, μια σκέψη τον τρομάζει, θέλουν να τον βάλουν πάλι φυλακή, γυρίζει στο δικηγόρο, είναι αυτός ο δικηγόρος του, ποιό είναι το όνομά του; Για μια στιγμή, ο άντρας δεν ξέρει που βρίσκεται, αν είναι στο Μεντόκ, ή το Παρίσι. Νομίζει ότι βλέπει το πρόσωπο του πατέρα του, κάνει να κινηθεί, κουτσαίνει απ το παλιό τραύμα, που πληγώθηκε, σε ποιά μάχη; Τρίβει το κεφάλι με τα χέρια του, πιάνει το μαλακό σημείο, εκεί που λείπου τα κόκκαλα, και κάθεται. Σιγά, σιγά, οι φωνές αραιώνουν, η καρέκλα γίνεται κρεβάτι, τα χρώματα αλλάζουν και για μια τελευταία στιγμή στροβιλίζονται, ο φοκάρ, η σντεσέ, οι κομόρες, το πρώτο καράβι, η στάνλευβιλ, το φουσκωτό στις αφρικάνικες ακτές- μια τελευταία σκέψη, για τι θα με θυμούνται, και μετά ο άνεμος που γεμίζει άμμο λιμάνια και αμάξια, και μετά τίποτα.

2007/09/17

το μεγάλο σινικό φεστιβάλ μπύρας







Το τρένο σταματά στο ΣιΦάνγκ, ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του ΤσινγκΝτάο έχει κλείσει για επιδιορθώσεις. Βρέχει ασταμάτητα, λασπερή μιζέρια. Περπατάμε να πάρουμε ταξί για την πόλη και βλέπω να λερώνονται δάχτυλα και σαγιονάρες – εγώ δε φορώ σαγιονάρες παρεχτός κι αν είμαι στους τροπικούς. Βρέχει Αύγουστο μήνα στο ΣανΝτόνγκ για πρώτη φορά μετά από 50 χρόνια. Βλαστημάω το συγχρονισμό μας και φορτωνόμαστε οι μισοί σε ταξί, οι μισοί σε τρίκυκλο και πάμε στον ξενώνα. Στεγνό πουκάμισο, τσιγάρα στην τσέπη, κατηφορίζουμε. Ψαρίλα, βαρέλια στους δρόμους, βροχή, πλημμυρισμένες υπόγειες διαβάσεις, μέχρι που σταματάμε στην τύχη, μπαίνουμε σε μια τρύπα στον τοίχο για σούπα και μπύρα. Αδημονώ να βρεθούμε στο φεστιβάλ που έχει μόλις ξεκινήσει, κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα, χωνόμαστε σε λεωφορεία σα βρεμμένοι σκύλοι και πάμε προς τα έξω, προς το πρόσωπο του πέτρινου γέρου, στις άκρες της πόλης, στις εισαγώμενες μπύρες.

Φτηνά τα εισιτήρια, μπουκάρουμε και τραβάω κατευθείαν στα γερμανικά κιόσκια, παουλάνερ, βάιχενστεφάν, χοφμπρόιεράι μύνχεν. Ο πρώτος κινέζος τραγουδιστής τραγουδά μανδαρίνικη ποπ με πάθος, φορά μαύρο φανελάκι και δείχνει δημοφιλής. Ο τοπικός αστήρ παραδίδει σκυτάλη σε έναν αφρικάνο που λέει διάφορα και αρχίζει τα κόλπα με δαδιά και με φωτιές. Φρικάρουνε οι κινεζοπούλες και πιάνουν τις τσιρίδες, μωρά κλαίνε και κατουράνε σε νερολακούβες, εγώ κατεβάζω τις μπύρες μου μακάριος, τους γύρω μου τους έχει κόψει πείνα άσχημη και μαζεύουνε χταπόδια κι αρνίσια σουβλάκια και μύδια αχνιστά – βαθμός συσχετισμού μπύρας/φαγητού= 0. Το οικογενειακό πρόγραμμα συνεχίζεται, κινέζες με κόκκινα πέπλα και φλουριά να ντιντινίζουν ανεβαίνουν στη σκηνή – χριστέ μου, τι ακριβώς προσπαθούν να κάνουν, πασαρέλα, χορογραφία, στριπτίζ; Βρεμένος μέχρι το κόκαλο αρχίζω να τουρτουρίζω, το κεφάλι μου βαραίνει, και γω, μια ζωή στην άρνηση, παραγγέλνω άλλο ένα ποτήρι μπύρα και ανάβω τσιγάρο.





Η σκηνή έχει τιγκάρει, η βροχή συνεχίζει να πίπτει στρέιτ θρου, οι κινέζικες φάτσες έχουν πάρει να φωσφορίζουν και να ιριδίζουν από τα αλκοόλια και γω την κάνω για το κιόσκι παραδίπλα. Εδώ έχουν όντως κανονικότατη πασαρέλα, έχουνε ανεβάσει πανώ να διαφημίσουν το ακουάριουμ της πόλης, οι κόρες ποζάρουν με τις βραδινές τουαλέτες, οι ντόπιοι φοράνε απίθανα πουκάμισα κι ο σερβιτόρος φορά κιλτ.
[ ξαναδιαβάστε την τελευταία πρόταση μέχρι να αφομοιώσετε τη βαλχαλική σουρρεάλ μεγαλοσύνη του θεάματος. Κιλτ. Ναι, κιλτ. Γιατί όχι; ]




Μέχρι να βγει ο σαξοφωνίστας έχουμε κουρουμπελιαστεί κανονικότατα και με πιάνουν τα γέλια όταν ένας μεθυσμένος τυπάς με κερνά μπύρα, μου βουτάει ένα τσιγάρο και μου δίνει μια ντομάτα με ευχές για καλή ζωή και ευτυχία. Ποζάρουμε χαμογελαστοί, χειραψία, ξανακαθόμαστε. Και όλα αυτά, όλη αυτή η συμπυκνωμένη ευτυχία δεν είναι παρά το προοίμιο μέχρι να πάμε στην πελώρια σκεπαστή κατασκευή του ντόπιου ζυθοπαρασκευαστή και να αρχίσω να παραγγέλνω πλαστικούς κουβάδες γεμάτους φρέσκια τσινγκντάο και να βλέπω κόρες να ανεβαίνουν σε τραπέζια και τύπισσες να χορεύουν σε κλουβιά και λαμπάκια και ρεκλάμες να φωτίζουν ιδεογράμματα – νομίζω ότι βρίσκομαι στην Ελλάδα του 1966, ο Μάο μόλις έχει κατακτήσει τη στερεά και ξεκινά πολιτιστική επανάσταση με τη Δέσποινα Βανδή να ηγείται των Ερυθροφρουρών.




Φεύγουμε μουσκίδι και πάλι, τα σύννεφα δε λένε να κλείσουν, οι κινέζοι ταρίφες τσουλάνε με πρώτη μέχρι να ακούσουν τη μεγαλύτερη τιμή κι ύστερα σταματάνε κι ανοίγουν πόρτες – διαδρομή πλειστηριασμός με το στεγνό κώλο μας δημοπρασία. Φωνάζω τα διπλάσια απότι πρέπει, ο τύπος σταματά, γυρίζω στον ξενώνα και στο μπαρ του πίνω μπύρες με τιμές 1903, 20 σεντς το ημίλιτρο..

Κάποια στιγμή κοιμόμαστε, κάποια στιγμή ξυπνάμε, μασουλάω μισοψημμένο μπέικον και πίνω φτηνό καφέ, πιάνω τα πλακόστρωτα και ξέσκουρα εκκλησιές και ανηφόρες, μέχρι που καταλήγω στο Καφέ Ρολάν, μπροστά στην Παραλία Νούμερο 3, στα όρια του πανταγκουάν, τις γερμανικής τεχνοτροπίας βίλλες. Μαρέσει η μπύρα του Μονάχου, αράζω, ανοίγει ο καιρός, βγαίνει ο ήλιος και για άλλη μια φορά, αγκαλιάζει το βλέμμα μου θάλασσα κι ουρανοξύστες, φυσάω τον καπνό μου κάθετα και χαμογελάω.




Έξι εφτά μπύρες αργότερα πάμε για φαί, φυσικά σε γερμανικό, ανάμεσα σε σνίτσελ και λουκάνικα κατεβάζω μπίτμπουργκερ και μαύρες βαυαρέζικες, με θολωμένα μάτια κοιτάζοντας ρολόγια προκρίνω πως είναι ώρα να πάμε για λίγες τελευταίες σε ένα ηρωικό τζαζ μπαρ που μανάτζαρε ένας φίλος μου πριν από χρόνια, όπως και κάνουμε, και ρίχνουμε ντόπιες και γκίνες στα λαρύγγια μας. Δέκα λεπτά πριν φύγει το αεροπλάνο, τραμπαλιζόμενοι κάτω από σακιά στους ώμους, διασχίζουμε το τέρμιναλ – σε πόσα εκατομμύρια μέρη να κατουρήσουμε πριν ρίξει ο θεός τις απαντήσεις στις χούφτες μας;



υγ. 1. Και μετά μου λέτε, μάγκες, για ζυθοπανήγυρα σε αλβιόνες και στους γότθους..

υγ. 2. Βαγγέλαρε, ευχαριστώ για τις ταρζανιές τις σχετικές με τα σχόλια, αλλά βρήκα πρόξυ με όρχεις ημιθεϊκούς και μπορώ πλέον να διαβάσω και να καβαλήσω το μπαμπού.

2007/08/15

νύχτες αργίας



Ξεκινάμε νωρίς, χωρίς τις γυναίκες, να φάμε στο ρώσικο. Ανυσηχώ ότι καθυστερούμε απαράδεχτα, ότι δε θα προφτάσουμε να κουρουμπελιαστούμε για το δεύτερο μέρος της νύχτας, την επιδρομή μας σε ολόκληρη τη ρώσικη συνοικία, και παραγγέλνω ένα μπουκάλι βότκα. Από της φτηνές. Ίστοκ. Υπάρχουν και φθηνότερες, παρασκευασμένες σε φαρμακευτικές εγκαταστάσεις στη νότια Κίνα, αλλά μου έχουν πει επανειλημμένα ότι αυτές οι μαλακίες τυφλώνουν, ή τουλάχιστον ότι περνάνε 3 μέρες πριν συνέρθεις. Παίρνω και δεύτερο μπουκάλι ΙΣΤΟΚ και αρχίζω να εντοπίζω δισταγμό στα μάτια των φίλων μου. Φοβούνται ότι σύντομα δε θα μπορούμε να διατηρήσουμε τα προσχήματα, να μείνουμε μέσα στις γραμμές, ή τουλάχιστον να αντέξουμε μέχρι τις 5 το πρωί, που είναι το μεγαλεπίβολο πλάνο. Καγχάζω, ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο. Ρωτάω τη σερβιτόρα αν θαρχίσει κάποια στιγμή το γαμημένο το σόου, αλλά μου λέει, απόψε δεν έχει. Σπάζομαι, ήθελα να ακούσω τον τύπο να τραγουδά την Κατγιούσα, μια απίστευτη προσωπική μου εμμονή – η γυναίκα μου με βεβαιώνει ότι συχνά, όταν είμαι πιωμένος, μουρμουράω ή σφυρίζω την Κατγιούσα στον ύπνο μου. Τρώμε, πίνουμε, καπνίζω. Αθροίζονται άδεια μπηροπότηρα και σφηνάκια στο τραπέζι, σπρώχνοντας το κοτόπουλο Κιέβου και τις γεμιστές πιπεριές, παρακάμπτοντας τασάκια και κινητά, μέχρι που αποφασίζουμε να την κάνουμε, φορτωνόμαστε σε διάφορα ταξί και γραμμή για τα ύποπτα.

Ο φωτισμός στο πρώτο είναι για τον πούτσο και οι γκόμενες για τα μπάζα. Κάποιος βλέπει τα φρύδια μου να σμίγουν και με κερνά μια μπύρα καλοκάγαθα. Χαλαρώνω, ανάβω τσιγάρο, κοιτάζω ολόγυρα. Είναι η ώρα για το πρώτο κατούρημα της βραδιάς, μια στιγμή δυνητικά περίπλοκη και επικίνδυνη σε κάθε κλαμπ κινέζικης πόλης – θα προτείνουν να μου κάνουν μασσάζ στο ουρητήριο, θα περιμένει ο τύπος πενήντα σεντς φιλοδώρημα επειδή μου σκούπισε τα χέρια με ζεστή πετσέτα; Κατουράω και γυρίζω πενήντα σεντς ελαφρότερος, αποφασισμένος να φύγω από κει μέσα πάραυτα και τους πείθω να την κάνουμε για το νησί του θησαυρού, όπου το σόου πρόκειται να αρχίσει. Κάτι δεν πάει καλά, το αισθάνεσαι βαθιά μέσα σου, μια απαράδεχτη καθυστέρηση, οι λιγοστοί θαμώνες, οι απουσία των χορευτριών και αίφνης!.. σου σκάνε το παραμύθι, κάτι η αστυνομία απέξω να μαζεύει πουτάνες επειδή κάποια αφρικάνικη εμπορική αντιπροσωπία έχει σκάσει μύτη στην πόλη, κάτι η λάθος μέρα, και όλες οι στριπτιζούδες απουσιάζουν. Το κενό του προγράμματος συμπληρώνει ένας νέγρος σε ποδήλατο που κόβει γύρες στην πίστα, στροβιλίζοντας μανουάλια αναμμένα πάνω από το κεφάλι του, κι ενώ η δυσπιστία περνά τη μπάλα στην απογοήτευση, τα μεσάνυχτα με βρίσκουν να φωνάζω, τι στον πούτσο κάνω σαυτές τις γαμημένες ερημιές στις εσχατιές του κόσμου, αναμφίβολα μισομεθυσμένος σε ποιητικό οίστρο. Πάμε στον παλιό ελέφαντα, λέει ο Καναδός, το σόου δεν μπορεί να είναι χειρότερο και ξεκινάμε, ένα βακχικό μπουλούκι στα όρια των πεζοδρομίων και της ευπρέπειας, αποφασισμένοι, αποφασισμένοι για τί πράμα; 10, έστω 5 χρόνια πριν, είσαι σίγουρος, η καταστάσαση θα εκτροχιαζόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τώρα όλα τα σημάδια είναι εκεί, κάποιος χασμουριέται, κάποιος μιλάει ΓΙΑ τη γυναίκα του, για όνομα της Παναγίας, θες να πεις, οποιαδήποτε άλλη συζήτηση εκτός απαυτή, θες τουλάχιστον ένας από τους φίλους σου να ξεφύγει, να παίζει μπουνιές με τον μπάουνσερ από το Βλαδιβοστόκ, να κολλήσει στη μεθυσμένη βυζαρού που κάθεται στο δίπλα τραπέζι με τη φίλη της, σου κάνει τα γλυκά μάτια, η φίλη της την κάνει για λίγο διακριτικά, επιτρέποντας σε άλλες συνθήκες να πας να της πεις την ΑΤΑΚΑ, οποιαδήποτε ατάκα, εφόσον είναι τόσο χάλια από τα ξύδια που όπως λέω στον αυστραλοκαναδό, βρίσκεται ένα κέρασμα μακριά από το να σου κάνει τσιμπούκι στην τουαλέτα..

Ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις, οι μπύρες και τα σφηνάκια δεν αρκούν, δε φτουράνε σαυτή την καμπή της βραδιάς, κανείς δεν μεθάει, απλά κουράζεται, κι αυτή τη στιγμή, παλέβοντας να το σώσουμε πάμε στο σίγουρο, το μπαρ με τις μογγόλες, τίγκα σε μια αρχαία γενιά εκπατρισμένων, εκεί που βλέπεις το πρώην αφεντικό σου να φορά λουστρίνια μ άσπρες κάλτσες, και να φλερτάρει μια μογγόλα που γεννήθηκε μογγόλος δίχως να το ξέρει, ή ίσως και να το ξέρει, ποιός είσαι εσύ τώρα που θα κριτικάρεις, σιγά μην πας και στην εκκλησία το πρωί. Κάποιοι πλακώνονται στα χοτ ντογκ, κι εσύ αγωνίζεσαι να καταλάβεις αν ο ρώσος που παραπονιόταν μεθυσμένος έξω από το προηγούμενο, όντως έχασε διαβατήριο και εισητήρια και δεν είχε που να πάει και τι να κάνει – μια τσακισμένη αδελφότητα από μπέκρες και σκλάβους των γραφείων.

Αρχίζει να φωτίζει, γυρίζω, προσπαθούσε όντως να εξηγήσει στον κινέζο θυρωρό εκείνος ο τύπος ότι έχασε τον φορτιστή του κινητού; Τελευταίο τσιγάρο στο ξημέρωμα, οι πρώτοι συνταξιούχοι που βγάζουν τα σκυλιά τους να χέσουν ή που το ρίχνουν στο τάι τσι και τις ασκήσεις, μια πραγματική ερημιά του μυαλού και μετά τίποτα.

2007/08/10

Ιαπωνία 2004

Έχω παρατηρήσει ότι μου είναι αδύνατο να γράψω σοβαρά (λέμε τώρα) και περιγραφικά για την Ιαπωνία. Ο πλανήτης Ιαπωνία βρίσκεται σε ένα παράλληλο σύμπαν, μέσα σε ένα διαστροφικό νεφέλωμα. Μιλάμε για έναν τόπο που έχει για πιό διάσημο πίνακα ζωγραφικής του 19ου αιώνα μια γυναίκα που βιάζεται από ένα χταπόδι. Έναν τόπο γεμάτο αυτόματα σημεία πώλησης, που ρίχνεις κέρματα και σου φτύνουν έξω χρησιμοποιημένα κυλοτάκια. Έναν τόπο, που έχει 3127 εταιρείες που πουλάνε δονητές, ψεύτικα βυζιά και φουσκωτές κούκλες. Όχι καταστήματα. Όχι αλυσίδες καταστημάτων. ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΕΦΤΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Αυτό το νούμερο είναι επικό, κολοσσιαίο, πελώριο και μπορείς να το συλλάβεις ενορατικά σε όλη του τη μεγαλειότητα μόνο μετά από ένα μπουκάλι αψέντι και οχτώ χαρτόνια άσιντ. Συνεκδοχικά, αφήγηση του στυλ, ωραίες λίμνες και χαριτωμένοι ναοί, είναι παντελώς άκυρη κι αδόκιμη, γιαυτό βάζω μόνο μερικές φωτογραφίες από το ταξίδι μου.


εδώ κρεμάγανε τους πειρατές στο νότο



μπαρόκ ρέπλικα πειρατικού καραβιού στη λίμνη Χακόνε


χάι τεκ γκαράζ στη Γιοκοχάμα


ένα εθνικό φετίχ
στο Χαρατζούκου μερικές πιτσιρίκες φοράνε τα εσώρρουχα πάνω από τα ρούχα. Σοβαρά.


γκέισσες

σιντοϊστικός γάμος
Σάκε! ο μεγάλος μπρούτζινος βούδδας στην Καμακούρα




2007/08/02

Κουρτζ



..Kurtz had apparently intended to return himself, the station being at that time bare of goods and stores, but after coming three hundred miles, had suddenly decided to go back, which he started to do alone in a small dugout with four paddlers, leaving the half-caste to continue down the river with the ivory. The two fellows there seemed astounded at anybody attempting such a thing. They were at a loss for an adequate motive. As to me, I seemed to see Kurtz for the first time. It was a distinct glimpse: the dugout, four paddling savages, and the lone white man turning his back suddenly on the headquarters, on relief, on thoughts of home - perhaps; setting his face towards the depths of the wilderness, towards his empty and desolate station.


Ο Μάρλοου βλέπει με το νου του τον Κουρτζ να γυρίζει στο σκοτάδι, χωρίς λόγο, χωρίς κίνητρο, ένας άντρας με τερατώδεις αρετές και γιγάντια οράματα επιστρέφει στη μαύρη καρδιά της ζούγκλας, σε μια πρωτόγονη μοναξιά, στην αποκτήνωση, την αρρώστεια και τέλος το θάνατο. Το κίνητρο που ψάχνουν οι έμποροι του Κεντρικού Σταθμού, το κίνητρο που προσπαθεί να καταλάβει ο αφηγητής ενώ το ατμόπλοιο σέρνεται στα νερά και τις ομίχλες του ποταμού, το κίνητρο που συνεχίζει να του διαφεύγει ενώ ο μαύρος που πιλοτάρει σκοτώνεται, ενώ ο ρώσος αρλεκίνος στον Εσωτερικό Σταθμό υμνεί τον Κουρτζ σαν υπεράνθρωπο (έχοντας για φόντο τα παλουκωμένα κεφάλια στο φράχτη), ενώ ο ίδιος ο Κουρτζ, πάνω σε ένα φορείο, με σκελετωμένο χέρι σταματά τη σφαγή των λευκών - το κίνητρο που εξηγεί τον ιδιότυπο αναχωρητισμό του άντρα, την απόρριψη της ευρώπης, τη βίαιη απόσπαση του ελεφαντόδοντου από τις άλλες φυλές, το αίμα, την απότομη προτροπή στο τέλος του δοκιμίου του για τον εκπολιτισμό της Αφρικής - EXTERMINATE THE BRUTES!- το κίνητρο αυτό δεν ανιχνεύται πουθενά. Εκ των υστέρων, μπορείς να γράψεις για τις πλάνες της αποικιοκρατίας, τις προκαταλήψεις των ευρωπαίων, τη σύγκρουση του πολιτισμού με τη βαρβαρότητα, αλλά και πάλι δεν είσαι σίγουρος αν η σκοτεινή καρδιά ανήκει στην αφρική ή στον Κουρτζ, αν επιλέγει ή αν απλά αφήνεται, πέρα από εξορθολογισμούς, πέρα από τις επιφάσεις των πράξεών του, πέρα από τα αφελή οράματα των συγχρόνων του.



Αλλάζω δρόμο - ίσως ο κόσμος είναι λιγότερο ή περισσότερο σκοτεινός αυτές τις μέρες και ίσως τα γραπτά του Κόνραντ, αλλά και του Στάνλευ, του Λίβινγκστον, του Μπέρτον, ακόμα και του υμνητή της αποικιοκρατίας (γιαυτούς που δεν πιάνουν τον αυτοσαρκασμό) Κίπλινγκ, μοιάζουν εξωτικά και χαριτωμένα και απλουστευτικά, αλλά αυτοί που έχουνε πάει στους σκοτεινούς τόπους, στρατιώτες, έμποροι, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, περιηγητές καταλαβαίνουν ότι οι διαχωριστικές γραμμές λεπταίνουν, το δίκιο και το άδικο, η ηθική κι η πράξη-

είναι μια λαχτάρα που ξεπερνάει τις ιδέες που έχεις για τον εαυτό σου και τα σχήματα που έχεις οργανώσει στο κεφάλι σου για να παγιδεύεις τον κόσμο και τις όψεις του, όχι τόσο ιδέα όσο κάτι που ακούς ή μυρίζεις, κάτι που δεν εξορθολογίζεται, κάτι που δεν είναι κίνητρο για να καταλάβουν οι άλλοι, κάτι που έρχεται από μακριά και σε χτυπά σα χίλια σφυριά - όχι να φύγεις, αλλά να χαθείς, μια επιστροφή με την ουσιαστικότερη σημασία.

Δε μου βγαίνει με τίποτα - Mistah Kurtz - he dead!

2007/07/30

ΓινγκΤσουάν, ΝινγκΣιά









Ο ταξιδιώτης φτάνει στο ΓινγκΤσουάν, αφήνει το αεροδρόμιο και παίρνει το λεωφορείο για την πόλη – περίμενε βροχή, αλλά ο καφτός ήλιος λιώνει την άσφαλτο ανενόχλητος. Περίμενε περισσότερους μουσουλμάνους της μειονότητας των Χουέι, τα βιβλία ισχυρίζονται ότι ήρθανε χίλια χρόνια πριν από την Περσία και την αραβική χερσόνησο, διασχίζοντας το Δρόμο του Μεταξιού, αλλά τόσες γενιές, τόσες επιμειξίες, οι Χαν κατάπιαν τα στρογγυλά μάτια και το σκουρότερο δέρμα και μείνανε μόνο κάποια μαντήλια και τζαμιά. Ο ταξιδιώτης βλέπει τραγικές ρέπλικες της Απαγορευμένης Πόλης και του Μαυσωλείου του Μάο, κι όλες οι παγόδες είναι άσχημα μικρά αδέρφια άλλων, ίσως στη ΣιΑν ή το Πεκίνο. Ο ταξιδιώτης δε βλέπει τίποτα το αυθεντικό, ίσως επειδή η πόλη είναι μικρότερη του εκατομμυρίου και η επαρχία του ΝιγνκΣιά η μικρότερη στην Κίνα, ίσως επειδή η πολιτιστική επανάσταση ξεπάτωσε ένα σκασμό μνημεία αμέτρητων αιώνων.








Επαρχιώτικος υπαρκτός σουρρεαλισμός- πάρκα μειονοτήτων δίπλα σε βραζιλιάνικο μπάρμπεκιου, ύποπτα καραόκε δίπλα σε σινεμά που παίζουν ντουμπλαρισμένα τα Τρανσφόρμερς, γυναίκες άσχημες σα χρέος μέσα σε εστιατόρια που σερβίρουνε ΣόουΤζουά ΓιανγκΡόου – στην κυριολεξία ‘αρνίσιο κρέας που τραβάς με τα χέρια’. Περπατάω κι ο σβέρκος μου καίγεται, ένα κάρο που το σέρνει γαιδούρι έχει τιγκάρει στα ροδάκινα, εργάτες σε ποδήλατα, οδηγοί που δε σταματάνε σε κανένα φανάρι και δεν κόβουν σε καμιά διάβαση, τσιγαρισμένη πάστα φασόλι διάχυτη στον αέρα. Πίνω έναν καπουτσίνο στο ‘μπεστ γουέστερν κόφι’, ακούγοντας μάρλευ και καπνίζοντας. Αστράφτουν στο νου μου τα τέσσερα χρόνια μου στην Κίνα, την Κίνα των αμέτρητων πόλεων και των διακοσίων ταχυτήτων. Λίγος ο χρόνος για αναπόληση.



Η ΣαΧού, η λίμνη που περιστοιχίζεται από άμμο, έλαβε βαθμολογία ΑΑΑΑΑ από την κεντρική επιτροπή και αυτοστιγμί μετατράπηκε σε μέρος-που-πρέπει-οπωσδήποτε-να-δεις-πριν-φύγεις, ριζόρτ με γραφειοκρατική στάμπα που μαζεύει συνταξιούχους και σχολεία σε εκδρομή και επιχειρηματίες που πάνε να φάνε το περίφημο ψαροκέφαλο με τσίλι. Η βάρκα έχει κεφάλι δράκου στην πλώρη και σταματά στην άκρη της ερήμου. Βαριεστημένοι τουρίστες κόβουν βόλτες σε καμήλες, άλλοι παίζουν με θαλάσσια ποδήλατα στα ρηχά. Αερόστατα, υδροπλάνα, γουρούνες, ένα τρελό λουναπάρκ στην άμμο που αψηφά ακριβόλογη περιγραφή. Φεύγω και πάω να δώ το Δυτικό Στούντιο, εκεί που γυρίζουν πάμπολλες σαπουνόπερες και ταινίες εποχής, ένα ξερό και άνυδρο τοπίο με ψεύτικα σπίτια και ψεύτικα κάστρα και ψεύτικα άλογα και πουλιά. Δίνω μια χούφτα κουάι και τοξεύω ένα στόχο, σηκώνω ψεύτικα καρπούζια, φωτογραφίζομαι μπροστά σε ναούς από μπογιατισμένο φελιζόλ. Ξαναφεύγω. Πηγαίνω σε μια περίφημη φυτεία ΓκόουΤσι – αγνοώ το ελληνικό όνομα, στα εγγλέζικα λέγεται lycium και μοιάζει με τσίλι ή ζαρωμένο τοματάκι, το τρως και είναι γλυκό, καταπίνεις και πικρίζει. Το βάζεις στην ψαρόσουπα, μου λένε, αλκοόλ με αυτό γίνεται, ρωτάω. Γίνεται. Αγοράζω δυο μπουκαλάκια, γλυκό σα λικέρ, μαλακία είναι, αλλά αρκεί – κάποια στιγμή θα γράψω κάτι γιαυτό και θα είμαι μόνος και θα έχει τελειώσει το μπέρμπον και η βότκα και θα είναι η μόνη μου επιλογή.



Η δυναστεία των Δυτικών Σιά, μέτρησε 10 αυτοκράτορες μέχρι που τη συνέτριψαν οι Μογγόλοι. Οι τύμβοι τους μοιάζουν με γιγάντιες κυρήθρες μπροστά από τα όρη ΧεΛάν. Χίλια χρόνια μετά βαστά ο πηλός. Ο αυτοκράτορας διέταζε έναν τοξότη να ρίξει στον τύμβο. Αν έπεφτε χώμα, σκότωνε το χτίστη. Αν δεν έπεφτε τίποτα, σκότωνε τον τοξότη. Ο ιδρυτής των ΣιΣιά, έχει πολλά ονόματα και δε θυμάμαι κανένα, αλλιώς τον αποκαλούσαν οι δυναστείες του νότου, αλλιώς οι υποτακτικοί του, αλλιώς ο ίδιος των εαυτό του. Πατεντάρισε, ωστόσο, το κούρεμά του και ανάγκασε όλους τους πολίτες να το μιμηθούν. Ξυρισμένο κεφάλι, κρεμαστές φαβορίτες και μακριά μαλλιά λίγο πάνω από τα αφτιά. Επίσης, γάμησε πάρα πολύ πριν πεθάνει. Εν συνόλω, μια υπέροχη μορφή, λάγνος, αυτάρεσκος, πολέμαρχος, τρελός κομμωτής και σκληρός ηγεμόνας. Τον κατάπιε και αυτόν η καρδιά του σκοταδιού κι ο μεσαίωνας στην άμμο.



Στο μικρό μουσείο δίπλα στην μεγάλη παγόδα έχουνε ξεκουβαλήσει βράχια με σκαλισμένες παραστάσεις 30.000 χρόνων. Ζώα, σκηνές κυνηγιού, άνθρωποι. Άνθρωποι που κάνουν σεξ. Πάω μπρος, πάω πίσω, γέρνω το κεφάλι, στενεύω τα μάτια και ίσως με λίγη φαντασία διακρίνω δυο μορφές, ο άντρας ξάπλα τεμπέλικα, η γυναίκα από πάνω. Μου λένε δεν είναι πάνω, είναι μπρος, ιεραποστολικά. Ξανατσεκάρω. Μου φαίνεται ότι είναι πάνω. Αν υπάρχει παλαιολιθική πορνογραφία, δεν είναι παράλογο να υπάρχει και λίγο ευφάνταστη παλαιολιθική πορνογραφία.


2007/07/26

καρατέκες, χαρτογράφοι, νεοέλληνες


Μπαίνεις στο μπαρ, είναι μόλις δυο το απόγεμα και με βλέπεις να σου νεύω από τη μπάρα. Έχω ένα μισογεμάτο μπυροπότηρο μπροστά μου, είσαι σίγουρος ότι είναι τουλάχιστον το πέμπτο - γυαλίζουν τα μάτια μου - αλλά σε βεβαιώνω ότι είναι μόλις το δεύτερο και βρίσκομαι σε ασυνήθιστα κέφια. Πιάνουμε κουβέντα για κάτι άσχετο, αλλά λίγα λεπτά αργότερα βρίσκομαι να αναλύω ένα από τα αγαπημένα μου θέματα: τους λόγους για τους οποίους ο Τζάκυ Τσαν είναι μια ατραγούδιστη μεγαλοφυία.

Στις περισσότερες σκηνές ξύλου και τσαμπουκά σε ταινίες πολεμικών τεχνών, ο ήρωας όχι μόνο δεν αποφεύγει τη σύγκρουση, αλλά συχνά την προκαλεί. Ο Τζάκυ κάνει ότι μπορεί να ξεφύγει, κι αυτό είναι το πρώτο στάδιο της κωμωδίας. Ο μέσος ήρωας αφήνεται να περιτριγυριστεί από τους κακούς και μετά τους ξεπατώνει έναν έναν. Ο Τζάκυ, ξεφεύγει από τον πρώτο και μετά αρχίζει τα ακροβατικά. Ο μέσος καρατέκας/μποξέρ/όλτιμειτ φάιτινγκ τσάμπιον και τα ρέστα, χρησιμοποιεί χέρια και πόδια σα φονικά εργαλεία, άντε να πιάσει και κανά λοστό ή μπαστούνι του μπέιζμπολ ή καμιά μασιά από το τζάκι. Ο Τζάκυ χρησιμοποιεί πολυέλαιους, καρέκλες, βιβλία, τηλέφωνα, τους αντιπάλους του τους ίδιους, για να επιβληθεί στο ξυλίκι. Τέλος ο λούντγκρεν/βαντάμ/σιγκάλ/τσακ νόρρις/μπρους λι κρατά τη σύγκρουση σε ένα στενό πλαίσιο, άντε μέχρι δυο μέτρα ύψος σε καμιά κλοτσιά ή λίγα μέτρα πιο μακριά στο διάδρομο. Ο Τζάκυ χρησιμοποιεί και τις τρεις διαστάσεις με έναν φανταστικό τρόπο, όπου το πάνω και το κάτω και το πίσω και το ανάμεσα χάνουν τη συμβατική τους σημασία. Ο αντίπαλος βλέπει τοίχους, ταβάνια, κλειστές πόρτες, με ένα λόγο, βλέπει αδιέξοδα. Ο Τζάκυ βλέπει πατήματα για να ελιχθεί, να σκαρφαλώσει, να δώσει ώθηση, να στριφογυρίσει, να κάνει φλικ φλακ, να τραυματίσει, να ξεφύγει ή να τερματίσει τα μπουνίδια. Εκεί που άλλοι βλέπουν τοίχους, αυτός βλέπει ΔΡΟΜΟΥΣ. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν αδιέξοδα, αυτός βλέπει ΤΡΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΟΠΛΑ.

Ο Τζάκυ βλέπει τον κόσμο αλλιώς.

θες να παραγγείλεις κάτι; Εγώ παίρνω μια μπύρα ακόμα. Σε ακούω να ζητάς τζιν τόνικ, χωρίς καμιά φαντασία για καθημερινή απόγεμα, αλλά δε σου λέω τίποτα ακόμα. Είναι νωρίς να αρχίσω καφριλίκια.

Συνεχίζω λέγοντάς σου, ότι αυτό, έστω σε μικρότερο βαθμό, είναι κάτι που μπορείς να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου να κάνει. Όλοι μεγαλώνοντας, ακούμε από γονείς, δασκάλους, φίλους, ακούμε από τους ΠΟΛΛΟΥΣ ότι ο κόσμος είναι ΕΤΣΙ και μαθαίνουμε να τον βλέπουμε ΕΤΣΙ. Αλλά ο Τζάκυ σε κάνει να βλέπεις ΑΛΛΙΩΣ.

Πας να πεις κάτι και σε διακόπτω. Μου φαίνεται ότι οι καλοί μου τρόποι έχουν αρχίσει να πηγαίνουν περίπατο. Αγόρασα στην Κίνα έναν παγκόσμιο πολιτικό χάρτη, σου λέω, και φυσικά η Κίνα είναι στο κέντρο, ο ειρηνικός σε όλο του το μεγαλείο και η Ευρώπη μια κλανιά στα πάνω αριστερά του χάρτη. Μεγαλώνοντας, είχα κρεμασμένο στο δωμάτιό μου τον κλασικό χάρτη του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, με την Ευρώπη κατάμουτρα, ένα χάρτη ύμνο στην αποικιοκρατία και τον ψυχρό πόλεμο. Όμως πλέον, ο κόσμος έχει αλλάξει, τα κέντρα δύναμης και επιρροής έχουν μετατοπιστεί και χρειάζονται καινούρια μάτια για να δούνε τις αλλαγές, τις ευκαιρίες, τους τρόπους.. Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις τι σου λέω.

Στο σημείο αυτό τα παίρνεις. Αρχίζεις να λες ότι φυσικά και καταλαβαίνεις τι σου λέω και πως την έχω δει έτσι αλλαζονικά και ξερόλικα. Ανάβω τσιγάρο και σε αφήνω να συνεχίσεις. Δεν είσαι κανας μαλάκας, λες, αντιλαμβάνεσαι τις αλλαγές, ψάχνεις τις ευκαιρίες, χύνεις πάνω στις προκάτ αντιλήψεις των πολλών. Είσαι σίγουρα έλληνας, σε ρωτάω. Τα παίρνεις περισσότερο.

Κοίτα, δε χρειάζεται να σπάζεσαι. Μισό, να παραγγείλω μια μπύρα ακόμα. Οι Έλληνες της γενιάς μας είναι εξαιρετικά άτυχοι στο θέμα τούτο. Η ιστορία τραβάει παλιά. Έδωσες πανελλαδικές με το παλιό σύστημα, σε πίεσε η μάνα σου να συμπληρώσεις και τα 60 τμήματα που μπορούσες να δηλώσεις στο μηχανογραφικό, λέγοντας είναι καλό να μπεις κάπου αγόρι μου, και άμα θες ξαναδίνεις για να περάσεις στην πρώτη σου επιλογή. Έτσι ήθελες να μπείς χημικό και έγινες ιχθυοκαλλιεργητής, ή γούσταρες δικηγορία και βγήκες βιβλιοθηκονόμος ή είχες γκάβλα με τις διεθνείς σχέσεις, αλλά εντάξει, και το πτυχίο του λογιστή δεν είν κακό, καθόλου κακό. Μετά, κάτι οι μπύρες στα εξάρχεια, κάτι οι καφέδες στο θησείο, λίγες εκδρομές εδώ και κει να δεις φίλους που πέρασαν αλλού, 7 χρόνια μετά ήσουν επί πτυχίω, χρωστούσες 13 μαθήματα, θα μπορούσες να πιάσεις μια παρτ τάιμ δουλειά για τα μάτια του κόσμου και την τσέπη του πατέρα σου, αλλά δε σου κάθισε. Πήρες το χαρτί, ήρθε ο στρατός, έβαλες λυτούς και δεμένους να μην παρουσιαστείς αυλώνα, μετά κυνήγησες την κατ εξαίρεση μετάθεση, σκέφτηκες το γιώτα άοπλο, ντράπηκες, μετά αισθάνθηκες λίγο μαλάκας όταν σου έσκασε το παραμύθι η γκόμενα ότι δεν τραβάει άλλο και συ είχες ακόμα δυό μήνες στη Θήβα.

Παραγγέλνεις δεύτερο ποτό, λονγκ άιλαντ άις τη, και ξέρω ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Είσαι μαλάκας, λες, τίποτα από αυτά δεν παίζει και σιγά μη χέσω τη δική σου διαφορετικότητα. Δεν είναι κακή η δουλειά, σχετική με το πτυχίο, ψηλότερος ο μισθός από το βασικό και επιπρόσθετα, μέθυσες ρε μαλάκα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους καρατέκες και τους χάρτες και την Κίνα. Δε διαφωνώ, λέω, κάπου στην πέμπτη μπύρα χαλαρώνουν οι αρμοί που δένουν τις σκέψεις μου (άτσα και ποιητής, ο μπέκρας, σκέφτεσαι, αλλά δεν το λες), αλλά όλα αυτά σχετίζονται με υπόγειους τρόπους, το πως βλέπεις και ζεις τη ζωή σου είναι απόρροια των αντιλήψεων που έχεις για τον εαυτό σου και τον κόσμο. Ας πούμε, θα μπορούσες να μάθεις μια ακόμα ξένη γλώσσα όταν ήσουν φοιτητής και το σπουδαστήριο ξένων γλωσσών στην Ακαδημίας έδινε ότι τμήμα γούσταρες σε γελοίες τιμές, αλλά δεν το κυνήγησες. Ανάμεσα στις 11.000 καφέδες, θα μπορούσες να μάθεις να δίνεις πρώτες βοήθειες, ή να οδηγάς ελικόπτερο. Θα μπορούσες να πάρεις μια υποτροφία, τότε που στην προ-ιντερνετική αρχαιότητα, έπρεπε να πάρεις λίστα ιδρυμάτων από το υπουργείο στη Μητροπόλεως ή το ίδρυμα Φουλμπράιτ και να πάρεις περατζάδα όλη την πόλη, μέχρι και σχετικά κτίρια στη Φυλής υπήρχαν, ανάμεσα στα μπουρδέλα, που δίνανε φράγκα που μέναν αζήτητα, γιατί βαριόσουν να περπατήσεις για λίγες βδομάδες.

Σου δίνω τσιγάρο, αν και ξέρω ότι παλέβεις να το κόψεις. Το σηκώνει η συζήτηση και επιπλέον είμαι και λίγο ασυνάρτητα χαιρέκακος, μιλάμε για ευκαιρίες και αυτοβελτίωση και αυτός είναι ο τρόπος μου να αυτοσαρκαστώ. Αυτό σίγουρα το καταλαβαίνεις. Στην ουσία, απλά έχω βαρεθεί την γκρίνια και το κλαψούρισμα. Πίσω από τα λόγια σου διακρίνω μια γραμμή πικρίας, στα σίγουρα πιστεύεις ότι είσαι έξυπνος και μορφωμένος και ικανός, αλλά η δουλειά σου και τα φράγκα που βγάζεις και η σχέση σου και οι φίλοι σου, δεν αντανακλούν κάτι τέτοιο. Το σκέφτεσαι και συ, αλλά δεν το λες. Με είπες αλαζόνα στην αρχή και τώρα δε θες να μου δώσεις πάτημα να στο αντιγυρίσω. Ξέρω τι λέω. Μόλις παρήγγειλα την έκτη μπύρα και ο ψυχαναλυτής που κρύβω μέσα μου γίνεται φλύαρος. Όπου νάναι θα με πιάσει οίστρος και θα αρχίσω να σου λέω γιαυτά που είδα και έκανα, για καμήλες στη μογγολία και ψάρεμα στη σιγκαπούρη και μεθύσια στην αφρική και πουτάνες στην τσεχία και αποθήκες στον ασπρόπυργο και μαστουρωμένες στη μασσαλία, και θα σου πω για φιόρδ και εκκλησίες και ωτοστόπ και ύπνο σε δάση και σε εργοστάσια και σε εισόδους ξενοδοχείων και σε ντότζο, και θα σου πω και για μαύρες και για άσπρες και για κίτρινες και θα σου πω για τα φράγκα, που μπορείς να δουλέψεις και να κερδίσεις και να επενδύσεις και να δανειστείς και να παντρεφτείς και να κληρονομήσεις και να επενδύσεις και να φτιάξεις και να κρύψεις και να χάσεις και να τζογάρεις και να αγνοήσεις και θα συνεχίσω και θα λέω και θα λέω γιαυτά που μπορείς να κάνεις και ποτέ δε φαντάστηκες, γιαυτά που θέλησες και ξέχασες στην πορεία, γιαυτά που φοβήθηκες να πεις και στον ίδιο σου τον εαυτό, για όλα αυτά που προδόθηκαν, επειδή δεν πήρες ποτέ ένα χάρτη με τον ειρηνικό στη μέση και δεν είδες τον Τζάκυ Τσαν με τα δικά του μάτια και επειδή ετοιμάζεσαι να φύγεις κιας παίζει ακόμα χάππυ άουερ, επειδή είναι πέμπτη απόγεμα και δεν πίνεις και δε μιλάς για τέτοια πέμπτη απόγεμα, αλλά σου εγγυώμαι, αν κάτι έμαθα, αν για κάτι είμαι σίγουρος, είναι ότι μόνο πίνοντας καθημερινή απόγεμα, αυτά τα λόγια και αυτές οι σκέψεις έχουν αξία. Οι αποφάσεις του σαβατοκύριακου δε θα σε πάνε ποτέ εκεί που θέλεις.

Αν κατάλαβες αυτό το τελευταίο, όλα τα άλλα είναι περιττά.

2007/06/19

μεταποικιοκρατικές σκέψεις Ι


Θα σας πω μια μικρή ιστορία.

Το 1974 έπεσε η δικτατορία στην Πορτογαλλία. Την επόμενη χρονιά, το MPLA κέρδισε με άνεση τις εκλογές στην Αγκόλα. Διόλου παράξενο, τα περισσότερα απελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες είχανε μαρξιστική ρητορική - έναν μπούσουλα κατά του ιμπεριαλισμού που εξέφραζαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στην ουσία, δεν υπήρχε ούτε ίχνος μαρξιστικής παιδείας και συνείδησης, ούτε στους ηγέτες πολεμάρχους που μετατράπηκαν σε δικτάτορες, ούτε στις ψοφοδεείς μάζες που πήρανε τα όπλα που αφειδώς καραβόστελναν κουβανοί και σοβιετικοί. Τα ίδια έλεγαν παλιότερα και ο Λουμούμπα στο Κογκό και οι φελλάγκας στην Αλγερία και οι αντάρτες στην Υεμένη, κι ο Μουγκάμπε στη Ροδεσία και οι αγκολέζοι σίμπας και οι Τίγρεις και ένας ολόκληρος συρφετός σε όλον τον τρίτο κόσμο. Τέλος πάντων, ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στις δόξες του και φυσικά η δύση δε μπορούσε να αφήσει όλες τις πρώην αποικίες να περάσουν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Τη βρωμοδουλειά ανέλαβαν οι νοτιοαφρικάνοι.


Ο νοτιοαφρικάνικος στρατός (SADF) στήριξε τις αντεπαναστατικές δυνάμεις στην Αγκόλα, πρώτα το FNLA κι ύστερα τη UNITA του Σαβίμπι. Έστειλε επίλεκτες δυνάμεις μέσα σε αγκολέζικο έδαφος και φυσικά στα σύνορα με τη Ναμίμπια, που τότε ήταν νοτιοαφρικάνικο προτεκτοράτο με το όνομα ΝοτιοΔυτική Αφρική. Πολέμησαν για χρόνια, με κορύφωση τη μάχη του Κίτο Κουαναβάλε το 1987/88. Ενδιαφέρουσα μάχη, όλοι οι αντιμαχόμενοι δήλωσαν πως νίκησαν. Το 1989 η Ναμίμπια κέρδισε την ανεξαρτησία της. Λίγο μετά, οι νοτιοαφρικανικές δυνάμεις αποσύρθηκαν στο έδαφός τους.


Ήδη, η αντίδραση κατά του Απαρτχάιντ είχε γενικευτεί στη δύση, εμπάργκο, αποπομπή από τα Ηνωμένα Έθνη και τα ρέστα, αλλά μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 80 δεν έπαυε να είναι ένας χρησιμότατος νατοϊκός σύμαχος κατά της κομμουνιστικής εξάπλωσης. Με το τέλος του ανατολικού μπλοκ και της Σοβιετικής Ένωσης, κάθε στήριξη στο λευκό καθεστώς ήταν ύποπτη, ντροπιαστική και αχρείαστη. Και φυσικά αποσύρθηκε, το ΑNC του Μαντέλα βγήκε από την παρανομία, το 1994 ήρθε και τα επόμενα είναι γνωστά. Όλοι οι μαχητές της SADF, ροδεσιανοί και λευκοί νοτιοαφρικάνοι, πορτογάλλοι εθελοντές και μαύροι αντεπαναστατικοί από την Αγκόλα, χλευάστηκαν, ξεχάστηκαν, διώχτηκαν. Χωρίς ενδιαφέρον από τη δύση, απέναντι σε εχθρικές κυβερνήσεις και δυνάμεις ασφαλείες, αντιμέτωποι με διογκούμενη βία και τρομοκρατία, λευκοί αλλά και μαύροι αγκολέζοι, ροδεσιανοί, νοτιοαφρικάνοι παράτησαν τις πατρίδες τους, τις δουλειές, τις φάρμες τους, με ένα λόγο, έπαψαν να υπάρχουν ως έθνος και έφυγαν. Όσοι πρόλαβαν, δηλαδή.


Είναι ατραγούδηστα θύματα της μεταποικιοκρατικής πολιτικής, όπως είναι οι μαυροπόδαροι της Αλγερίας, οι βέλγοι του Κογκό, οι αγρότες κι οι Ινδοί της Ζιμπάμπουε - αθροιστικά πάνω από 2 εκατομμύρια κόσμος. Άνθρωποι που ξεριζώθηκαν από τη γη των πατέρων τους μετά από 4 και 5 γενιές.



Όλα αυτά, δε σημαίνουν ότι η Αποικιοκρατία ήταν καλή και δίκαιη, άλλωστε τέτοια νοσταλγία στους καιρούς μας είναι παράταιρη και αποκρουστική. Αυτό που θέλω να δείξω, μέσα από αυτά τα λίγα παραδείγματα και το στενό πρίσμα, είναι ότι η μετάβαση στην ανεξαρτησία των αφρικανών έγινε βιαστικά και αστόχαστα, κληροδοτώντας περισσότερα προβλήματα. Η μπουρδελοποίηση της Νότιας Αφρικής, οι σφαγές στη Ρουάντα, το μπάχαλο στο Σουδάν, ο ατέλειωτος εμφύλιος στην Αγκόλα, η ατέρμονη κτηνώδης βία στην Αλγερία, έχουν ρίζες και αφορμές στον τρόπο και το χρόνο που οι λευκοί σηκώθηκαν και έφυγαν, στανικά ή με τη θέλησή τους, δεν έχει σημασία. Όταν ένας πατέρας βαράει το παιδί του, δεν εξιλεώνεται όταν απλά σηκώνεται και φεύγει. Δεν είναι ακριβής η αναλογία, αλλά μου αρέσει, γιατί σημαίνει κάτι βιαστικό και αντιδραστικό και βίαιο.


Ο Μαντέλα ήταν από τους πρώτους αφρικάνους ηγέτες που χρησιμοποίησε αριστερή ρητορική, αλλά το ANC ευθύνεται κατά κόρον για τη φυλετικοποίηση της πολιτικής και των εκλογών του 94, ταχτική καθόλα αντιμαρξιστική που συνολικότερα δείχνει και γιατί τζάμπα την πάλευαν ανατολικοευρωπαίοι, σοβιετικοί και κουβανοί στην αφρική, στέλνοντας στρατιώτες και όπλα και συμβουλάτορες. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ταξική συνείδηση και συνειδητοποίηση όταν κυριαρχεί η tribal νοοτροπία, η μεταφυσική ως σκέψη, η βία χωρίς πολιτική κατεύθυνση, η μηδενική αστικοποίηση, όταν δεν υπάρχει ούτε καν ιντελλιγέντσια, αλλά κανίβαλοι με εκπαίδευση τρίτης δημοτικού που οδηγούν εξαθλιωμένους και μαστουρωμένους πιτσιρικάδες. Όταν οι "μαρξιστές" σίμπας μπούκαραν το 1978 στο κολβέζι, δεκαπεντάχρονα με καλάζνικοφ και καμμένα από ουσίες μυαλά, έκαναν το αναμενόμενο. Βίασαν τις καλόγριες, πετσόκοψαν τους βέλγους και φυσικά παρέλαβαν τους ντόπιους μαύρους, που είχαν, φαντάζομαι, αντεπαναστατικό και petit bourgois παρελθόν, από τον καιρό που υποστήριξαν της απόσχιση του Κατάγκα από τον εργατικό παράδεισο που σχεδίαζαν ο Λουμούμπα και οι Μομπούτου και οι επίγονοι αυτών, που ακόμα και σήμερα κυνηγάνε και τρώνε τους πυγμαίους που βρίσκουνε στα δάση του Κογκό, για να γίνουν δυνατότεροι πολεμιστές.


Σε καμιά περίπτωση τα ανωτέρω δεν πρέπει να εκλειφθούν ως πίστη μου σε μια δημοκρατική αφρική, με καθωσπρέπει ρεπούμπλικα και ελεύθερη διακίνηση εσωρρούχων. Δεν απέτυχε μόνο η αριστερή σκέψη στην αφρική, αλλά κι η πίστη στη δυναμική του μοντερνισμού, της αστικής οργάνωσης, της διαφανούς πολιτικής και τόσα άλλα. Γιαυτά, μπορεί να γράψω αργότερα.


υγ. έχω διάφορα προβλήματα με την πρόσβαση στο μπλόγκσποτ, μπορώ μόνο με εγγραφή από την αρχική του μπλόγγερ και μετά για να τα δω δημοσιευμένα, πρέπει να πάω στη σελίδα με το ανόνυμάους. Σχόλια δε μπορώ ακόμα να διαβάσω.

2007/06/05

ΠινγκΓιάο, ΣανΣι























Εδώ γύρισε ο Γιμού το "Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια".




Επίσης, η μοναδική φορά στη ζωή μου που έκανα πάνω από 700 χιλιόμετρα με τραίνο για να πάω κάπου που δεν έχει μπαρ.