Ο ταξιδιώτης φτάνει στο ΓινγκΤσουάν, αφήνει το αεροδρόμιο και παίρνει το λεωφορείο για την πόλη – περίμενε βροχή, αλλά ο καφτός ήλιος λιώνει την άσφαλτο ανενόχλητος. Περίμενε περισσότερους μουσουλμάνους της μειονότητας των Χουέι, τα βιβλία ισχυρίζονται ότι ήρθανε χίλια χρόνια πριν από την Περσία και την αραβική χερσόνησο, διασχίζοντας το Δρόμο του Μεταξιού, αλλά τόσες γενιές, τόσες επιμειξίες, οι Χαν κατάπιαν τα στρογγυλά μάτια και το σκουρότερο δέρμα και μείνανε μόνο κάποια μαντήλια και τζαμιά. Ο ταξιδιώτης βλέπει τραγικές ρέπλικες της Απαγορευμένης Πόλης και του Μαυσωλείου του Μάο, κι όλες οι παγόδες είναι άσχημα μικρά αδέρφια άλλων, ίσως στη ΣιΑν ή το Πεκίνο. Ο ταξιδιώτης δε βλέπει τίποτα το αυθεντικό, ίσως επειδή η πόλη είναι μικρότερη του εκατομμυρίου και η επαρχία του ΝιγνκΣιά η μικρότερη στην Κίνα, ίσως επειδή η πολιτιστική επανάσταση ξεπάτωσε ένα σκασμό μνημεία αμέτρητων αιώνων.
Επαρχιώτικος υπαρκτός σουρρεαλισμός- πάρκα μειονοτήτων δίπλα σε βραζιλιάνικο μπάρμπεκιου, ύποπτα καραόκε δίπλα σε σινεμά που παίζουν ντουμπλαρισμένα τα Τρανσφόρμερς, γυναίκες άσχημες σα χρέος μέσα σε εστιατόρια που σερβίρουνε ΣόουΤζουά ΓιανγκΡόου – στην κυριολεξία ‘αρνίσιο κρέας που τραβάς με τα χέρια’. Περπατάω κι ο σβέρκος μου καίγεται, ένα κάρο που το σέρνει γαιδούρι έχει τιγκάρει στα ροδάκινα, εργάτες σε ποδήλατα, οδηγοί που δε σταματάνε σε κανένα φανάρι και δεν κόβουν σε καμιά διάβαση, τσιγαρισμένη πάστα φασόλι διάχυτη στον αέρα. Πίνω έναν καπουτσίνο στο ‘μπεστ γουέστερν κόφι’, ακούγοντας μάρλευ και καπνίζοντας. Αστράφτουν στο νου μου τα τέσσερα χρόνια μου στην Κίνα, την Κίνα των αμέτρητων πόλεων και των διακοσίων ταχυτήτων. Λίγος ο χρόνος για αναπόληση.
Η ΣαΧού, η λίμνη που περιστοιχίζεται από άμμο, έλαβε βαθμολογία ΑΑΑΑΑ από την κεντρική επιτροπή και αυτοστιγμί μετατράπηκε σε μέρος-που-πρέπει-οπωσδήποτε-να-δεις-πριν-φύγεις, ριζόρτ με γραφειοκρατική στάμπα που μαζεύει συνταξιούχους και σχολεία σε εκδρομή και επιχειρηματίες που πάνε να φάνε το περίφημο ψαροκέφαλο με τσίλι. Η βάρκα έχει κεφάλι δράκου στην πλώρη και σταματά στην άκρη της ερήμου. Βαριεστημένοι τουρίστες κόβουν βόλτες σε καμήλες, άλλοι παίζουν με θαλάσσια ποδήλατα στα ρηχά. Αερόστατα, υδροπλάνα, γουρούνες, ένα τρελό λουναπάρκ στην άμμο που αψηφά ακριβόλογη περιγραφή. Φεύγω και πάω να δώ το Δυτικό Στούντιο, εκεί που γυρίζουν πάμπολλες σαπουνόπερες και ταινίες εποχής, ένα ξερό και άνυδρο τοπίο με ψεύτικα σπίτια και ψεύτικα κάστρα και ψεύτικα άλογα και πουλιά. Δίνω μια χούφτα κουάι και τοξεύω ένα στόχο, σηκώνω ψεύτικα καρπούζια, φωτογραφίζομαι μπροστά σε ναούς από μπογιατισμένο φελιζόλ. Ξαναφεύγω. Πηγαίνω σε μια περίφημη φυτεία ΓκόουΤσι – αγνοώ το ελληνικό όνομα, στα εγγλέζικα λέγεται lycium και μοιάζει με τσίλι ή ζαρωμένο τοματάκι, το τρως και είναι γλυκό, καταπίνεις και πικρίζει. Το βάζεις στην ψαρόσουπα, μου λένε, αλκοόλ με αυτό γίνεται, ρωτάω. Γίνεται. Αγοράζω δυο μπουκαλάκια, γλυκό σα λικέρ, μαλακία είναι, αλλά αρκεί – κάποια στιγμή θα γράψω κάτι γιαυτό και θα είμαι μόνος και θα έχει τελειώσει το μπέρμπον και η βότκα και θα είναι η μόνη μου επιλογή.
Η δυναστεία των Δυτικών Σιά, μέτρησε 10 αυτοκράτορες μέχρι που τη συνέτριψαν οι Μογγόλοι. Οι τύμβοι τους μοιάζουν με γιγάντιες κυρήθρες μπροστά από τα όρη ΧεΛάν. Χίλια χρόνια μετά βαστά ο πηλός. Ο αυτοκράτορας διέταζε έναν τοξότη να ρίξει στον τύμβο. Αν έπεφτε χώμα, σκότωνε το χτίστη. Αν δεν έπεφτε τίποτα, σκότωνε τον τοξότη. Ο ιδρυτής των ΣιΣιά, έχει πολλά ονόματα και δε θυμάμαι κανένα, αλλιώς τον αποκαλούσαν οι δυναστείες του νότου, αλλιώς οι υποτακτικοί του, αλλιώς ο ίδιος των εαυτό του. Πατεντάρισε, ωστόσο, το κούρεμά του και ανάγκασε όλους τους πολίτες να το μιμηθούν. Ξυρισμένο κεφάλι, κρεμαστές φαβορίτες και μακριά μαλλιά λίγο πάνω από τα αφτιά. Επίσης, γάμησε πάρα πολύ πριν πεθάνει. Εν συνόλω, μια υπέροχη μορφή, λάγνος, αυτάρεσκος, πολέμαρχος, τρελός κομμωτής και σκληρός ηγεμόνας. Τον κατάπιε και αυτόν η καρδιά του σκοταδιού κι ο μεσαίωνας στην άμμο.
Στο μικρό μουσείο δίπλα στην μεγάλη παγόδα έχουνε ξεκουβαλήσει βράχια με σκαλισμένες παραστάσεις 30.000 χρόνων. Ζώα, σκηνές κυνηγιού, άνθρωποι. Άνθρωποι που κάνουν σεξ. Πάω μπρος, πάω πίσω, γέρνω το κεφάλι, στενεύω τα μάτια και ίσως με λίγη φαντασία διακρίνω δυο μορφές, ο άντρας ξάπλα τεμπέλικα, η γυναίκα από πάνω. Μου λένε δεν είναι πάνω, είναι μπρος, ιεραποστολικά. Ξανατσεκάρω. Μου φαίνεται ότι είναι πάνω. Αν υπάρχει παλαιολιθική πορνογραφία, δεν είναι παράλογο να υπάρχει και λίγο ευφάνταστη παλαιολιθική πορνογραφία.
No comments:
Post a Comment