Έβρεχε ώρα και πολλοί
δρόμοι είχαν πλημμυρίσει· τ’αμάξι διαπραγματευόταν παράδρομους και σοκάκια,
πάντα στοχεύοντας το βορρά και μισή ώρα αργότερα ξεπρόβαλλε και άραξε στις
λάσπες, μπροστά στο νεκροταφείο. Ζήτησα του οδηγού να περιμένει, κοίταξα την
ξεφλουδισμένη ξύλινη πινακίδα πού γραφε, μακάμ μπελάντα, και γλύστρισα μέσα από
ένα στενό άνοιγμα στις καγκελόπορτες. Κι όπως ο ήλιος χαμήλωνε, βρέθηκα μέσα
στο παλιό ολλανδικό κοιμητήρι στο Πενελέ.
Ήταν μεγαλύτερο απότι περίμενα, πολύ μεγαλύτερο από άλλα ολλανδικά ή εν γένει αποικιακά προτεστάντικα νεκροταφεία στη Μελάκα, την Πενάνγκ κι αλλού. Αλλά μια άλλη διαφορά ήτανε εμφανέστερη: οι μαλαισιανές νεκροπόλεις ήσαν επιβλητικά αλλόκοτες ένεκα της ερήμωσής τους· το νεκροταφείο στη Σουραμπάγια ήταν ενεργά εγκαταλελειμμένο. Οι ταφόπλακες ήσαν σπασμένες και οι λάκοι ανοιγμένοι και γεμάτοι μπάζα. Οι πλάκες είχαν ραγίσει και χάσει τη λάμψη τους. Έφηβοι έπαιζαν μπάλα κι όπως τριγύριζα, φωτογραφίζοντας την οδυνηρή βεβήλωση, ένα αγόρι στάθηκε μπροστά σε μια γερμένη ταφόπλακα και την κατούρησε. Για πρώτη φορά είδα κάποιον να κατουρά σε τάφο κι αιστάνθηκα έναν παράδοξο θυμό. Στάθηκα και τον κοίταξα και κείνος, γεμάτος εύθυμη άγνοια, χαιρέτησε μόλις με πρόσεξε και φώναξε ‘χάλοου’.
Κουβαλάω την ανάμνηση αυτή μ’αγανάχτηση. Θυμάμαι ακόμη,
πως λίγα λεπτά αργότερα φωτογράφισα έναν οβελίσκο και δεν πρόσεξα τον άντρα που
καθόταν στη βάση του: φορούσε μπεζ μπουφάν με φερμουάρ μέχρι το σαγόνι,
χειρουργική μάσκα στη φάτσα του και ψαχούλευε μια γαλάζια πλαστική σακούλα. Τι
σουρρεαλιστική στιγμή, σκέφτηκα, σαν από ταινία του Ντέιβιντ Λυντς. Ο τύπος
θύμωσε μόλις με είδε, φαντάστηκε πως φωτογράφιζα εκείνον, κι άρχισε να φωνάζει
και να χειρονομεί. Φώναξα συγγνώμη κι έδειξα με το δάχτυλο μακριά. Ύστερα
κίνησα και πάλι και είδα σταυρούς κι αγγέλους χωρίς κεφάλι. Στο βάθος, έβλεπα
ρούχα να στεγνώνουν, κρεμασμένα σε σκοινιά δεμένα σε ταφόπλακες,
αντιπαραθέτοντας τα σιωπηλά μαυσωλεία με τις υποθέσεις των ζωντανών. Μερικά ταφικά μνημεία σκεπάζονταν από
σκουριασμένες λαμαρίνες, στηριγμένες σα σκεπές σε ξέβαφα κάγκελα, και τούτη η
αναίδεια μου φάνηκε χειρότερη από όλα τ’άλλα.
Το λυκόφως έπεσε
και μαλάκωσε τις γωνίες. Οι τάφοι και τα δέντρα απέκτησαν μια μυστική σημασία.
Διάβασα τις επιτύμβιες επιγραφές και θαύμασα τα κοσμητικά ανάγλυφα και τα
εξωραϊστικά μοτίβα στις κρύπτες. Τα μνήματα κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα
π’αντιπροσωπεύει το κύρος και τον πλούτο: στη μια άκρη βρίσκονταν οι ταπεινές
πέτρινες πλάκες κι οι τούβλινοι πυργίσκοι, και στην άλλη πολυτελή περίστυλα
δώματα. Οι πελώριοι σταυροί κι οι λίθινες πυραμίδες με μαγνήτισαν, κι ας
κατέρρεαν, ξέφτιζαν και σάπιζαν, όπως σάπιζαν όλοι οι τάφοι, τσακισμένοι,
υπονομευμένοι και κατάμονοι απέναντι στο χρόνο. Ένα ψηλό δέντρο στη μέση
στοίχειωνε το κοιμητήρι, δίχως καρπό και φύλλωμα. Το ύστερο φως της μέρας
γλίστρησε πάνω στ’αποστεωμένα κλαδιά του κι έβαψε τις διακοσαετείς πέτρες σαν
πορτοκάλια. Είχα χάσει την αίστηση του χρόνου όταν πρόσεξα μια γυναίκα να
πλησιάζει, φωνάζοντας και χειρονομώντας μ’ένταση.
Είπα πως είμαι τουρίστας, πως δε μιλώ μπαχάσα και
κείνη έδειξε τον ουρανό και τον καρπό της και φαντάστηκα πως έπρεπε να κλείσει
το νεκροταφείο – να κλείσει τι, και από που και γιατί – κι έτσι την ακολούθησα.
Μίλαγε συνέχεια και κατάλαβα πως ζήταγε λεφτά. Φτάσαμε στην είσοδο που ήταν
αμπαρωμένη. Ο οδηγός περίμενε απέξω βηματίζοντας και καπνίζοντας γύρω από τ’αμάξι
του. Ένας γέρος βγήκε από το μικρό δωμάτιο δίπλα στις πύλες, βαστώντας μια
αρμαθειά κλειδιά.
Μουρμούριζε, παραπονιόταν, καθυστερούσε. Ήταν ξυπόλυτος και
το βλέμα μου καρφώθηκε στα γυμνά πόδια του που βούλιαζαν στη λάσπη, ξερά,
βρώμικα, με διαλυμμένα νύχια και φαντάστηκα ότι αυτές οι πατούσες στη λάσπη
είναι το επιχείρημά του, πως με κάποιο παράξενο τρόπο φαντάζεται πως πρέπει να
τον πληρώσω επειδή τον ξεβόλεψα. Τούδωσα χίλιες ρουπίες, και το χέρι του έμεινε
μετέωρο γυρεύοντας κι άλλες. Ένας νεαρός άντρας στην άλλη μεριά της
καγκελόπορτας πλησίασε κι είπε ο γέρος γυρεύει εκατό χιλιάδες. Γελοίος
εκβιασμός, στα όρια της απαγωγής, σ’ένα δημόσιο χώρο χωρίς εισητήρια και
περιφύλαξη· νάμαι πάλι, στοχευμένος τουρίστας, σχεδόν θύμα της χειρότερα
χορογραφημένης απάτης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έδωσα στο γέρο το
αντίστοιχο ενός δολλαρίου, αιστάνθηκα υπέρμετρα γελοίος, κι αυτός άνοιξε την
πόρτα μ’επιφύλαξη. Έκλεισε απότομα, άκουσα το θόρυβο που έκανε το βαρύ λουκέτο
κι ακόμα, μακριά και πέρα, πέρα από τα ταφικά συντρίμμια, πέρα από το φως που
έφευγε, ακόμα έβλεπα παιδιά να παίζουν μπάλα και ζώα να γέρνουν στις πλάκες και
όλη αυτή την αχρείαστη ιεροσυλία να θολώνει και να ομορφαίνει στο τέρμα της
μέρας.