2007/07/30

ΓινγκΤσουάν, ΝινγκΣιά









Ο ταξιδιώτης φτάνει στο ΓινγκΤσουάν, αφήνει το αεροδρόμιο και παίρνει το λεωφορείο για την πόλη – περίμενε βροχή, αλλά ο καφτός ήλιος λιώνει την άσφαλτο ανενόχλητος. Περίμενε περισσότερους μουσουλμάνους της μειονότητας των Χουέι, τα βιβλία ισχυρίζονται ότι ήρθανε χίλια χρόνια πριν από την Περσία και την αραβική χερσόνησο, διασχίζοντας το Δρόμο του Μεταξιού, αλλά τόσες γενιές, τόσες επιμειξίες, οι Χαν κατάπιαν τα στρογγυλά μάτια και το σκουρότερο δέρμα και μείνανε μόνο κάποια μαντήλια και τζαμιά. Ο ταξιδιώτης βλέπει τραγικές ρέπλικες της Απαγορευμένης Πόλης και του Μαυσωλείου του Μάο, κι όλες οι παγόδες είναι άσχημα μικρά αδέρφια άλλων, ίσως στη ΣιΑν ή το Πεκίνο. Ο ταξιδιώτης δε βλέπει τίποτα το αυθεντικό, ίσως επειδή η πόλη είναι μικρότερη του εκατομμυρίου και η επαρχία του ΝιγνκΣιά η μικρότερη στην Κίνα, ίσως επειδή η πολιτιστική επανάσταση ξεπάτωσε ένα σκασμό μνημεία αμέτρητων αιώνων.








Επαρχιώτικος υπαρκτός σουρρεαλισμός- πάρκα μειονοτήτων δίπλα σε βραζιλιάνικο μπάρμπεκιου, ύποπτα καραόκε δίπλα σε σινεμά που παίζουν ντουμπλαρισμένα τα Τρανσφόρμερς, γυναίκες άσχημες σα χρέος μέσα σε εστιατόρια που σερβίρουνε ΣόουΤζουά ΓιανγκΡόου – στην κυριολεξία ‘αρνίσιο κρέας που τραβάς με τα χέρια’. Περπατάω κι ο σβέρκος μου καίγεται, ένα κάρο που το σέρνει γαιδούρι έχει τιγκάρει στα ροδάκινα, εργάτες σε ποδήλατα, οδηγοί που δε σταματάνε σε κανένα φανάρι και δεν κόβουν σε καμιά διάβαση, τσιγαρισμένη πάστα φασόλι διάχυτη στον αέρα. Πίνω έναν καπουτσίνο στο ‘μπεστ γουέστερν κόφι’, ακούγοντας μάρλευ και καπνίζοντας. Αστράφτουν στο νου μου τα τέσσερα χρόνια μου στην Κίνα, την Κίνα των αμέτρητων πόλεων και των διακοσίων ταχυτήτων. Λίγος ο χρόνος για αναπόληση.



Η ΣαΧού, η λίμνη που περιστοιχίζεται από άμμο, έλαβε βαθμολογία ΑΑΑΑΑ από την κεντρική επιτροπή και αυτοστιγμί μετατράπηκε σε μέρος-που-πρέπει-οπωσδήποτε-να-δεις-πριν-φύγεις, ριζόρτ με γραφειοκρατική στάμπα που μαζεύει συνταξιούχους και σχολεία σε εκδρομή και επιχειρηματίες που πάνε να φάνε το περίφημο ψαροκέφαλο με τσίλι. Η βάρκα έχει κεφάλι δράκου στην πλώρη και σταματά στην άκρη της ερήμου. Βαριεστημένοι τουρίστες κόβουν βόλτες σε καμήλες, άλλοι παίζουν με θαλάσσια ποδήλατα στα ρηχά. Αερόστατα, υδροπλάνα, γουρούνες, ένα τρελό λουναπάρκ στην άμμο που αψηφά ακριβόλογη περιγραφή. Φεύγω και πάω να δώ το Δυτικό Στούντιο, εκεί που γυρίζουν πάμπολλες σαπουνόπερες και ταινίες εποχής, ένα ξερό και άνυδρο τοπίο με ψεύτικα σπίτια και ψεύτικα κάστρα και ψεύτικα άλογα και πουλιά. Δίνω μια χούφτα κουάι και τοξεύω ένα στόχο, σηκώνω ψεύτικα καρπούζια, φωτογραφίζομαι μπροστά σε ναούς από μπογιατισμένο φελιζόλ. Ξαναφεύγω. Πηγαίνω σε μια περίφημη φυτεία ΓκόουΤσι – αγνοώ το ελληνικό όνομα, στα εγγλέζικα λέγεται lycium και μοιάζει με τσίλι ή ζαρωμένο τοματάκι, το τρως και είναι γλυκό, καταπίνεις και πικρίζει. Το βάζεις στην ψαρόσουπα, μου λένε, αλκοόλ με αυτό γίνεται, ρωτάω. Γίνεται. Αγοράζω δυο μπουκαλάκια, γλυκό σα λικέρ, μαλακία είναι, αλλά αρκεί – κάποια στιγμή θα γράψω κάτι γιαυτό και θα είμαι μόνος και θα έχει τελειώσει το μπέρμπον και η βότκα και θα είναι η μόνη μου επιλογή.



Η δυναστεία των Δυτικών Σιά, μέτρησε 10 αυτοκράτορες μέχρι που τη συνέτριψαν οι Μογγόλοι. Οι τύμβοι τους μοιάζουν με γιγάντιες κυρήθρες μπροστά από τα όρη ΧεΛάν. Χίλια χρόνια μετά βαστά ο πηλός. Ο αυτοκράτορας διέταζε έναν τοξότη να ρίξει στον τύμβο. Αν έπεφτε χώμα, σκότωνε το χτίστη. Αν δεν έπεφτε τίποτα, σκότωνε τον τοξότη. Ο ιδρυτής των ΣιΣιά, έχει πολλά ονόματα και δε θυμάμαι κανένα, αλλιώς τον αποκαλούσαν οι δυναστείες του νότου, αλλιώς οι υποτακτικοί του, αλλιώς ο ίδιος των εαυτό του. Πατεντάρισε, ωστόσο, το κούρεμά του και ανάγκασε όλους τους πολίτες να το μιμηθούν. Ξυρισμένο κεφάλι, κρεμαστές φαβορίτες και μακριά μαλλιά λίγο πάνω από τα αφτιά. Επίσης, γάμησε πάρα πολύ πριν πεθάνει. Εν συνόλω, μια υπέροχη μορφή, λάγνος, αυτάρεσκος, πολέμαρχος, τρελός κομμωτής και σκληρός ηγεμόνας. Τον κατάπιε και αυτόν η καρδιά του σκοταδιού κι ο μεσαίωνας στην άμμο.



Στο μικρό μουσείο δίπλα στην μεγάλη παγόδα έχουνε ξεκουβαλήσει βράχια με σκαλισμένες παραστάσεις 30.000 χρόνων. Ζώα, σκηνές κυνηγιού, άνθρωποι. Άνθρωποι που κάνουν σεξ. Πάω μπρος, πάω πίσω, γέρνω το κεφάλι, στενεύω τα μάτια και ίσως με λίγη φαντασία διακρίνω δυο μορφές, ο άντρας ξάπλα τεμπέλικα, η γυναίκα από πάνω. Μου λένε δεν είναι πάνω, είναι μπρος, ιεραποστολικά. Ξανατσεκάρω. Μου φαίνεται ότι είναι πάνω. Αν υπάρχει παλαιολιθική πορνογραφία, δεν είναι παράλογο να υπάρχει και λίγο ευφάνταστη παλαιολιθική πορνογραφία.


2007/07/26

καρατέκες, χαρτογράφοι, νεοέλληνες


Μπαίνεις στο μπαρ, είναι μόλις δυο το απόγεμα και με βλέπεις να σου νεύω από τη μπάρα. Έχω ένα μισογεμάτο μπυροπότηρο μπροστά μου, είσαι σίγουρος ότι είναι τουλάχιστον το πέμπτο - γυαλίζουν τα μάτια μου - αλλά σε βεβαιώνω ότι είναι μόλις το δεύτερο και βρίσκομαι σε ασυνήθιστα κέφια. Πιάνουμε κουβέντα για κάτι άσχετο, αλλά λίγα λεπτά αργότερα βρίσκομαι να αναλύω ένα από τα αγαπημένα μου θέματα: τους λόγους για τους οποίους ο Τζάκυ Τσαν είναι μια ατραγούδιστη μεγαλοφυία.

Στις περισσότερες σκηνές ξύλου και τσαμπουκά σε ταινίες πολεμικών τεχνών, ο ήρωας όχι μόνο δεν αποφεύγει τη σύγκρουση, αλλά συχνά την προκαλεί. Ο Τζάκυ κάνει ότι μπορεί να ξεφύγει, κι αυτό είναι το πρώτο στάδιο της κωμωδίας. Ο μέσος ήρωας αφήνεται να περιτριγυριστεί από τους κακούς και μετά τους ξεπατώνει έναν έναν. Ο Τζάκυ, ξεφεύγει από τον πρώτο και μετά αρχίζει τα ακροβατικά. Ο μέσος καρατέκας/μποξέρ/όλτιμειτ φάιτινγκ τσάμπιον και τα ρέστα, χρησιμοποιεί χέρια και πόδια σα φονικά εργαλεία, άντε να πιάσει και κανά λοστό ή μπαστούνι του μπέιζμπολ ή καμιά μασιά από το τζάκι. Ο Τζάκυ χρησιμοποιεί πολυέλαιους, καρέκλες, βιβλία, τηλέφωνα, τους αντιπάλους του τους ίδιους, για να επιβληθεί στο ξυλίκι. Τέλος ο λούντγκρεν/βαντάμ/σιγκάλ/τσακ νόρρις/μπρους λι κρατά τη σύγκρουση σε ένα στενό πλαίσιο, άντε μέχρι δυο μέτρα ύψος σε καμιά κλοτσιά ή λίγα μέτρα πιο μακριά στο διάδρομο. Ο Τζάκυ χρησιμοποιεί και τις τρεις διαστάσεις με έναν φανταστικό τρόπο, όπου το πάνω και το κάτω και το πίσω και το ανάμεσα χάνουν τη συμβατική τους σημασία. Ο αντίπαλος βλέπει τοίχους, ταβάνια, κλειστές πόρτες, με ένα λόγο, βλέπει αδιέξοδα. Ο Τζάκυ βλέπει πατήματα για να ελιχθεί, να σκαρφαλώσει, να δώσει ώθηση, να στριφογυρίσει, να κάνει φλικ φλακ, να τραυματίσει, να ξεφύγει ή να τερματίσει τα μπουνίδια. Εκεί που άλλοι βλέπουν τοίχους, αυτός βλέπει ΔΡΟΜΟΥΣ. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν αδιέξοδα, αυτός βλέπει ΤΡΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΟΠΛΑ.

Ο Τζάκυ βλέπει τον κόσμο αλλιώς.

θες να παραγγείλεις κάτι; Εγώ παίρνω μια μπύρα ακόμα. Σε ακούω να ζητάς τζιν τόνικ, χωρίς καμιά φαντασία για καθημερινή απόγεμα, αλλά δε σου λέω τίποτα ακόμα. Είναι νωρίς να αρχίσω καφριλίκια.

Συνεχίζω λέγοντάς σου, ότι αυτό, έστω σε μικρότερο βαθμό, είναι κάτι που μπορείς να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου να κάνει. Όλοι μεγαλώνοντας, ακούμε από γονείς, δασκάλους, φίλους, ακούμε από τους ΠΟΛΛΟΥΣ ότι ο κόσμος είναι ΕΤΣΙ και μαθαίνουμε να τον βλέπουμε ΕΤΣΙ. Αλλά ο Τζάκυ σε κάνει να βλέπεις ΑΛΛΙΩΣ.

Πας να πεις κάτι και σε διακόπτω. Μου φαίνεται ότι οι καλοί μου τρόποι έχουν αρχίσει να πηγαίνουν περίπατο. Αγόρασα στην Κίνα έναν παγκόσμιο πολιτικό χάρτη, σου λέω, και φυσικά η Κίνα είναι στο κέντρο, ο ειρηνικός σε όλο του το μεγαλείο και η Ευρώπη μια κλανιά στα πάνω αριστερά του χάρτη. Μεγαλώνοντας, είχα κρεμασμένο στο δωμάτιό μου τον κλασικό χάρτη του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, με την Ευρώπη κατάμουτρα, ένα χάρτη ύμνο στην αποικιοκρατία και τον ψυχρό πόλεμο. Όμως πλέον, ο κόσμος έχει αλλάξει, τα κέντρα δύναμης και επιρροής έχουν μετατοπιστεί και χρειάζονται καινούρια μάτια για να δούνε τις αλλαγές, τις ευκαιρίες, τους τρόπους.. Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις τι σου λέω.

Στο σημείο αυτό τα παίρνεις. Αρχίζεις να λες ότι φυσικά και καταλαβαίνεις τι σου λέω και πως την έχω δει έτσι αλλαζονικά και ξερόλικα. Ανάβω τσιγάρο και σε αφήνω να συνεχίσεις. Δεν είσαι κανας μαλάκας, λες, αντιλαμβάνεσαι τις αλλαγές, ψάχνεις τις ευκαιρίες, χύνεις πάνω στις προκάτ αντιλήψεις των πολλών. Είσαι σίγουρα έλληνας, σε ρωτάω. Τα παίρνεις περισσότερο.

Κοίτα, δε χρειάζεται να σπάζεσαι. Μισό, να παραγγείλω μια μπύρα ακόμα. Οι Έλληνες της γενιάς μας είναι εξαιρετικά άτυχοι στο θέμα τούτο. Η ιστορία τραβάει παλιά. Έδωσες πανελλαδικές με το παλιό σύστημα, σε πίεσε η μάνα σου να συμπληρώσεις και τα 60 τμήματα που μπορούσες να δηλώσεις στο μηχανογραφικό, λέγοντας είναι καλό να μπεις κάπου αγόρι μου, και άμα θες ξαναδίνεις για να περάσεις στην πρώτη σου επιλογή. Έτσι ήθελες να μπείς χημικό και έγινες ιχθυοκαλλιεργητής, ή γούσταρες δικηγορία και βγήκες βιβλιοθηκονόμος ή είχες γκάβλα με τις διεθνείς σχέσεις, αλλά εντάξει, και το πτυχίο του λογιστή δεν είν κακό, καθόλου κακό. Μετά, κάτι οι μπύρες στα εξάρχεια, κάτι οι καφέδες στο θησείο, λίγες εκδρομές εδώ και κει να δεις φίλους που πέρασαν αλλού, 7 χρόνια μετά ήσουν επί πτυχίω, χρωστούσες 13 μαθήματα, θα μπορούσες να πιάσεις μια παρτ τάιμ δουλειά για τα μάτια του κόσμου και την τσέπη του πατέρα σου, αλλά δε σου κάθισε. Πήρες το χαρτί, ήρθε ο στρατός, έβαλες λυτούς και δεμένους να μην παρουσιαστείς αυλώνα, μετά κυνήγησες την κατ εξαίρεση μετάθεση, σκέφτηκες το γιώτα άοπλο, ντράπηκες, μετά αισθάνθηκες λίγο μαλάκας όταν σου έσκασε το παραμύθι η γκόμενα ότι δεν τραβάει άλλο και συ είχες ακόμα δυό μήνες στη Θήβα.

Παραγγέλνεις δεύτερο ποτό, λονγκ άιλαντ άις τη, και ξέρω ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Είσαι μαλάκας, λες, τίποτα από αυτά δεν παίζει και σιγά μη χέσω τη δική σου διαφορετικότητα. Δεν είναι κακή η δουλειά, σχετική με το πτυχίο, ψηλότερος ο μισθός από το βασικό και επιπρόσθετα, μέθυσες ρε μαλάκα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους καρατέκες και τους χάρτες και την Κίνα. Δε διαφωνώ, λέω, κάπου στην πέμπτη μπύρα χαλαρώνουν οι αρμοί που δένουν τις σκέψεις μου (άτσα και ποιητής, ο μπέκρας, σκέφτεσαι, αλλά δεν το λες), αλλά όλα αυτά σχετίζονται με υπόγειους τρόπους, το πως βλέπεις και ζεις τη ζωή σου είναι απόρροια των αντιλήψεων που έχεις για τον εαυτό σου και τον κόσμο. Ας πούμε, θα μπορούσες να μάθεις μια ακόμα ξένη γλώσσα όταν ήσουν φοιτητής και το σπουδαστήριο ξένων γλωσσών στην Ακαδημίας έδινε ότι τμήμα γούσταρες σε γελοίες τιμές, αλλά δεν το κυνήγησες. Ανάμεσα στις 11.000 καφέδες, θα μπορούσες να μάθεις να δίνεις πρώτες βοήθειες, ή να οδηγάς ελικόπτερο. Θα μπορούσες να πάρεις μια υποτροφία, τότε που στην προ-ιντερνετική αρχαιότητα, έπρεπε να πάρεις λίστα ιδρυμάτων από το υπουργείο στη Μητροπόλεως ή το ίδρυμα Φουλμπράιτ και να πάρεις περατζάδα όλη την πόλη, μέχρι και σχετικά κτίρια στη Φυλής υπήρχαν, ανάμεσα στα μπουρδέλα, που δίνανε φράγκα που μέναν αζήτητα, γιατί βαριόσουν να περπατήσεις για λίγες βδομάδες.

Σου δίνω τσιγάρο, αν και ξέρω ότι παλέβεις να το κόψεις. Το σηκώνει η συζήτηση και επιπλέον είμαι και λίγο ασυνάρτητα χαιρέκακος, μιλάμε για ευκαιρίες και αυτοβελτίωση και αυτός είναι ο τρόπος μου να αυτοσαρκαστώ. Αυτό σίγουρα το καταλαβαίνεις. Στην ουσία, απλά έχω βαρεθεί την γκρίνια και το κλαψούρισμα. Πίσω από τα λόγια σου διακρίνω μια γραμμή πικρίας, στα σίγουρα πιστεύεις ότι είσαι έξυπνος και μορφωμένος και ικανός, αλλά η δουλειά σου και τα φράγκα που βγάζεις και η σχέση σου και οι φίλοι σου, δεν αντανακλούν κάτι τέτοιο. Το σκέφτεσαι και συ, αλλά δεν το λες. Με είπες αλαζόνα στην αρχή και τώρα δε θες να μου δώσεις πάτημα να στο αντιγυρίσω. Ξέρω τι λέω. Μόλις παρήγγειλα την έκτη μπύρα και ο ψυχαναλυτής που κρύβω μέσα μου γίνεται φλύαρος. Όπου νάναι θα με πιάσει οίστρος και θα αρχίσω να σου λέω γιαυτά που είδα και έκανα, για καμήλες στη μογγολία και ψάρεμα στη σιγκαπούρη και μεθύσια στην αφρική και πουτάνες στην τσεχία και αποθήκες στον ασπρόπυργο και μαστουρωμένες στη μασσαλία, και θα σου πω για φιόρδ και εκκλησίες και ωτοστόπ και ύπνο σε δάση και σε εργοστάσια και σε εισόδους ξενοδοχείων και σε ντότζο, και θα σου πω και για μαύρες και για άσπρες και για κίτρινες και θα σου πω για τα φράγκα, που μπορείς να δουλέψεις και να κερδίσεις και να επενδύσεις και να δανειστείς και να παντρεφτείς και να κληρονομήσεις και να επενδύσεις και να φτιάξεις και να κρύψεις και να χάσεις και να τζογάρεις και να αγνοήσεις και θα συνεχίσω και θα λέω και θα λέω γιαυτά που μπορείς να κάνεις και ποτέ δε φαντάστηκες, γιαυτά που θέλησες και ξέχασες στην πορεία, γιαυτά που φοβήθηκες να πεις και στον ίδιο σου τον εαυτό, για όλα αυτά που προδόθηκαν, επειδή δεν πήρες ποτέ ένα χάρτη με τον ειρηνικό στη μέση και δεν είδες τον Τζάκυ Τσαν με τα δικά του μάτια και επειδή ετοιμάζεσαι να φύγεις κιας παίζει ακόμα χάππυ άουερ, επειδή είναι πέμπτη απόγεμα και δεν πίνεις και δε μιλάς για τέτοια πέμπτη απόγεμα, αλλά σου εγγυώμαι, αν κάτι έμαθα, αν για κάτι είμαι σίγουρος, είναι ότι μόνο πίνοντας καθημερινή απόγεμα, αυτά τα λόγια και αυτές οι σκέψεις έχουν αξία. Οι αποφάσεις του σαβατοκύριακου δε θα σε πάνε ποτέ εκεί που θέλεις.

Αν κατάλαβες αυτό το τελευταίο, όλα τα άλλα είναι περιττά.