Πριν μερικά χρόνια, σ’ένα
παλαιοβιβλιοπωλείο στην Πνομ Πεν, είχα βρει μια κλεψίτυπη έκδοση της εγγλέζικης
μετάφρασης του ταξιδιωτικού ημερολογίου του Ανρί Μουώ. Θυμάμαι πως διάβαζα
τις εξερευνήσεις του στην Ινδοκίνα πίνοντας μπύρα και κοιτάζοντας εκ περιτροπής
το νωχελικό ποτάμι – ίσως ατένιζα από τον πάνω όροφο του FCC, ίσως από κάποια φτηνή καφετέρεια
παραδίπλα. Σ’ενα προηγούμενο ταξίδι είχα περάσει τρεις μέρες στα ερείπια του
Άνγκορ και θυμόμουν ακόμη το θαμπό όνειρο των ρημαγμένων ναών στη ζούγκλα.
Γυρίζοντας τις σελίδες και θαυμάζοντας τα σχέδια, προσπαθούσα να φανταστώ την
έκπληξη του Μουώ όταν τα φυλλώματα αραίωσαν ή όταν ξάνοιξε δρόμο με τη ματσέτα
του και μπροστά στο χλωμό βλέμμα του υψώθηκαν οι βουδικές κεφαλές στην πρόσοψη
του Άνγκορ Τομ ή οι διαρρηγμένες γαλαρίες του Πρέα Καν, της Λεπίδας του
Τζαγιαβάρμαν.
Ήξερα τελειώνοντας το βιβλίο πως ο Γάλλος
φυσιοδίφης είχε ξεψυχίσει στη ζούγκλα του Βορείου Λάος από ελονοσία και πως
είχε ταφεί στις όχθες του Ναμ Καν. Ήξερα
επίσης πως δε θα ησύχαζα αν δεν πήγαινα για προσκύνημα στον τάφο του σε κάποιο
μελλοντικό ταξίδι.
Η ώρα ήρθε, δες με. Βρίσκομαι στο Λουανγκ
Πραμπάνγκ εδώ και δυο μέρες. Υπολογίζω πως μένουν ακόμη δυο ώρες πριν το
ηλιοβασίλεμα και σταματάω ένα τρίκυκλο με καρότσα. Δείχνω μια φωτογραφία στον
οδηγό, γνέφει πως ξέρει το μνημείο και διαπραγματευόμαστε το λεπρό και καμμένο
οδόστρωμα, περνάμε δυο χωριά και δέκα, δεκαπέντε χιλιόμετρα απ’την πόλη, πάνω
σε μια στροφή εξωκοίλουμε σ’ένα χωματόδρομο και σταματάμε. Μου δείχνει την
κατηφόρα, του υπόσχομαι και στα γαλλικά και στα εγγλέζικα πως θα γυρίσω σε μισή
ώρα. Περπατάω. Μια ξύλινη πινακίδα καρφωμένη σ’ένα δέντρο, ένα βαμμένο τόξο.
Μια φτενή γέφυρα κι ένα μονοπάτι μέσα στις φυλλωσιές. Εκατό μέτρα, όχι
περισσότερα, και ξαφνικά σ’ενα άνοιγμα αστράφτει η λευκή σαρκοφάγος. Ή
καλύτερα, το κενοτάφιο, αφού τα κόκκαλα του Μουώ δε σκεπάζονται από κάποιο
ανθρώπινο μνημείο αλλά από το χώμα της Ινδοκίνας, ίσως είκοσι, ίσως δυο χιλιάδες
μέτρα παραδίπλα.
Κοίτα με ξανά. Δες με κατάμονο, ιδρωμένο,
να τριγυρίζω το ταφικό μνημείο, να κατηφορίζω μέχρι το ποτάμι, να ανεβαίνω και
πάλι τα λιγοστά σκαλιά, να ακουμπάω τις παλάμες μου στη λευκή επιφάνεια, να
κάθομαι κατάχαμα και να διαβάζω την αναμνηστική πλάκα. Το ποτάμι κυλάει αργά,
τα κουνούπια βουίζουν γύρω απ’ταφτιά μου, οι σαύρες κολυμπάνε στο χορτάρι. Πές
μου: πόση ώρα έχει περάσει; Ένα τέταρτο; Μία ώρα;
Κοίτα με μια τελευταία φορά. Αυτό το
τροπικό απόγεμα βρέθηκα αιχμάλωτος σ’ένα σταυροδρόμι, σε δυο αιώνες που
αλληλοδιασχίζονται. Δες πόσο δύσκολη είναι η επιστροφή. Δες πως περπατάω αργά
και πως γυρίζω για μια τελευταία ματιά κάθε πέντε βήματα.
Τίποτα απ’όλα αυτά δεν έχει σημασία. Αλλά
δες: γιαυτά τα απογέματα ταξιδεύω.