Φτάνω στο σταθμό των υπεραστικών
λεωφορείων στις 3 ταπόγεμα. Για λίγο, στέκομαι αναποφάσιστος ανάμεσα σε
κυλιόμενες σκάλες, πλατφόρμες κι επιγραφές, κι ύστερα, όπως πάντα, βάζω
αυτόματο πιλότο: διαπραγματεύομαι ουρές και γκισέδες, βγάζω εισητήριο, βρίσκω τη
σωστή πλατφόρμα περνώντας στο σιδηροδρομικό σταθμό από δίπλα, μια γυναίκα μου
φωνάζει όταν μπαίνω σε βαγόνι γυναικών, θυμάμαι που βρίσκομαι, βγαίνω και
μπαίνω σε μικτό βαγόνι, ξεκινάμε. Τέσσερεις στάσεις μέχρι το σέντραλ,
κατεβαίνω, βρίσκω χάρτη, ξαναμπαίνω σε μετρό και πάω στους Πύργους. Ρίχνω το
κεφάλι πίσω στο σβέρκο για να δω την κορυφή τους και τα μάτια μου δακρύζουν
στον ήλιο. Κι ύστερα αρχίζουν οι χαρές κι οι φόβοι του μοναχικού ταξιδιού, μερικά μηχανήματα δε δέχονται τις κάρτες μου,
η μπαταρία της κάμερας αδειάζει και δεν έχω φέρει φορτιστή, πεινάω αλλά δεν
μπορώ ναποφασίσω τι να φάω, είμαι δούλος χιλίων δυνατοτήτων κι επιλογών.
Περπατάω προς το Μπουκίτ Μπιντάνγκ και τη
μικρή Αραβία. Ατέλειωτα μασσατζίδια και φτηνά ξενοδοχεία, διαλέγω ένα στην τύχη,
το χοτέλ αγκόρα και ζητώ δωμάτιο. Ο τύπος με ρωτά αν χρειάζομαι παρέα, μπορεί
να το κανονίσει. Δε χρειάζομαι, πληρώνω προκαταβολικά κι ανεβαίνω ναφήσω το
σάκο: από το διπλανό δωμάτιο ακούγονται ήδη βογγητά από πουτάνα και πελάτη.
Ανοίγω το παράθυρο, κλιματιστικά, ακάλυπτος και γόπες στην ψευδοροφή. Είμαι
οικείος μόλα αυτά από χιλιάδες μέρη. Βγαίνω για μπύρες και φαγητό.
Η
Κουάλα Λουμπούρ είναι ένα παράξενο υβρίδιο μέσης κι άπω ανατολής, Ισλάμ και
νοτιοανατολικής Ασίας, αστυνόμευσης και κρεπάλης, μια μεγαλούπολη που γεμίζει
τζαμιά και πορνεία, ένα λούνα παρκ με πουτάνες κι ένα παλάτι με σκιές που
φοράνε χιτζάμπ. O φύλακας
έξω από το κοσμηματοπωλείο, κάθεται χυμμένος σε μια άβολη καρέκλα, βαστώντας
την καραμπίνα στα γόνατα. Απέξω, τα τραπεζάκια δίπλα στην καντίνα είναι γεμάτα
αφρικάνους που μιλάνε ασταμάτητα. Τρώω ένα κεμπάπ και περνάω απέναντι για
μπύρες. Αρχίζω να πίνω με σκοπό και ρυθμό, όταν ένα σχεδόν τρακάρισμα φέρνει
στο κάδρο της όρασής μου όλους τους παράξενους διαβάτες: την πουτάνα που
σηκώνεται από το σκαμνί της έξω από την είσοδο του φτηνού ξενοδοχείου, τον
κινέζο οδηγό που διαμαρτύρεται για τη χαραγμένη πόρτα του, τον ζητιάνο δίχως
πόδια που δείχνει νάχει άποψη τι συνέβη από το καφάσι με ρόδες που τον κινεί,
το ζευγάρι αράβων που κοντοσκέκεται στο πεζοδρόμιο, αυτός με φόρμα αντίντας και
γενειάδα, αυτή με κατάμαυρη κελεμπία και μπούρκα – παίρνω νοερή φωτογραφία,
γυρίζω χαμογελώντας στο ζευγάρι γάλλων που τρώνε στο διπλανό τραπέζι και δεν
πέρνουν πρέφα τι εννοώ και ύστερα σκάω χαμόγελο στην πουτάνα. Μου χαμογελάει
για δυο μπύρες ακόμα μέχρι που την μαζεύει ένας χοντρός ασπρομάλλης και χάνεται
στο δρομάκι.
Βρέχει
από νωρίς την άλλη μέρα – κοιμήθηκα άσχημα, ξύπνησα αχάραγα, με το ζόρι
κατέβασα καφέ – αλλά περπατάω μέχρι το Μουσείο Τηλεπικοινωνιών, και βλέποντας
καλώδια, τρανζίστορ, τηλέφωνα και πύργους ελέγχου, περιμένω να ξανοίξει.
Συνεχίζει να βρέχει όταν βγαίνω και περπατάω μέχρι την Πλατεία Ανεξαρτησίας,
διασχίζοντας δρόμους γεμάτους Ινδούς και Νεπαλέζους, η φασαρία από χίλια
μεγάφωνα που ξερνάνε σάουντρακς του μπόλλυγουντ είναι απίστευτη, κι ύστερα,
φτάνω στην καρδιά της πόλης: το Ματζίτ Τζαμέκ απλώνεται στη νότια πλευρά της
πλατείας με πύργους, αραβουργήματα, γαλλαρίες και τρούλους αιγυπτιακούς,αλλά
είναι κλειστό στο κοινό, ένεκα που στεγάζει το υπουργείο βιομηχανίας ή εργασίας
ή επικοινωνιών ή κάτι τέτοιο. Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα βικτωριανά,
γεωργιανά και νεοκλασσικά χτίσματα, που στεγάζουν δικαστήρια και δημόσιες
υπηρεσίες. Βλαστημάω και περνάω απέναντι στα σιντριβάνια, βλέπω τον Καθεδρικό
Ναό της Αγίας Άννας και μπαίνω να καθίσω. Καθαρίζουν τις μπρούτζινες πλάκες
στους τοίχους και μια γυναίκα προσεύχεται. Βγαίνω γρήγορα, θαυμάζω για λίγο τις
ξύλινες πλάκες του Σελάνγκορ Κλαμπ και μπανίζοντας για λίγο το τεράστιο κοντάρι
και τη σημαία, μπαίνω στη γκαλερί του δήμου και περιφέρομαι αδιάφορα Αμέσως, με
πιάνει η αίστηση ότι χάνω το χρόνο μου και ψυχαναγκαστικά βαδίζω και πάλι στο
ψιλόβροχο, μέχρι τα κεντρικά των Μαλαισιανών Σιδηροδρόμων – Το ΚΤΜ είναι από τα
πιο παράξενα χτίρια που έχω δει στη ζωή μου, μίξη αγγλικής, αράβικης, μουγκάλ
αρχιτεκτονικής.
Κι
ύστερα, λίγη ώρα στο Εθνικό Τζαμί με τη μινιμαλιστική πρόσωψη, το Πλανητάριο
για να παγώσει ο ιδρώτας πάνω μου, και τέλος το Εθνικό Μουσείο. Και στο τέλος,
όπως πάντα, σταθμοί τρένων και λεωφορείων, άβολα καθίσματα, ο χτικιάρης
ινδονήσιος που πέφτει κοιμισμένος στον ώμο μου, στάση για καφέ και κατούρημα,
σύνορα, έλεγχοι, ακόμα περισσότερα λεωφορεία, κούραση και ατέλειωτες
λεπτομέρειες σα φλούδες σε πλαστική σακούλα, σαν τσαλακωμένα εισητήρια στην
κωλότσεπη, σα ραγισμένες ράχες βιβλίων. Και λίγο πριν μπει το κλειδί στην
εξώπορτα – πότε ξαναφεύγω;