Έβρεχε όταν ήρθα, αλλά ο ουρανός έχει καθαρίσει. Πίσω από τον κήπο βλέπω μια τεράστια σκακιέρα, δίπλα το γκιφτ σοπ, γεμάτο καρτ-ποστάλ, μπατίκ και ξυλόγλυπτα. Ξέρω ότι πριν φύγω, θα πάρω ένα κοντομάνικο με στάμπα μια σαύρα – η πολυεπίπεδα σοφιστικέ γκαρνταρόμπα μου είναι γεμάτη μπλουζάκια με στάμπες από ασιατικές μπύρες και ξενοδοχεία. Θέλω να σαπίσω στην αδράνεια, αλλά καταλήγω να τοξεύω στόχους και πυροβολώ ξεθωριασμένα κουτάκια με αεροβόλα, να παίζω πινγκ πονγκ και να βλέπω άλλους τουρίστες να καβαλάνε ελέφαντες στην ακροθαλασιά. Για δυο-τρεις μέρες διαλέγω τη χειρότερη ώρα, την ώρα του κάθετου ήλιου, για να κάνω κανό στον ωκεανό και για να κάνω ταρζανιές πάνω στα μάρμαρα που χωρίζουν τις δυο πισίνες. Όπως πάντα τσουρουφλίζω τη φάτσα και τα πόδια μου και αναρώνω για λίγο, διαβάζοντας Φορσάυθ σε αιώρες δίπλα στη θάλασσα.
Περπατάω και βρίσκω άδειες παραλίες και νησίδες, κολπίσκους παντέρημους πίσω από βράχια. Φωτογραφίζω, βουτάω και βγαίνω να στεγνώσω. Οδυνηρή ανθρωπογεωγραφία, μεσήλικες αμερικάνοι με υιοθετημένα κίτρινα, ασιάτες τουρίστες γεμάτοι σανδάλια και μυωπικά γυαλιά, εταιρίες για τημ μπίλντινγκ, σιγκαπουριάνοι με σπιτωμένες γκόμενες και νησιώτισσες μαιτρέσσες. Κάποτε, τον καιρό που ο χίπυς επεριπάτει εν γαλιλαία, μπορούσες να αράξεις σε κάποιο μπαρ στην άκρη της Ασίας και ήσουν σίγουρος πως διάφοροι καμένοι, συνταξιούχοι ναύτες, κι αλκοολικοί πρώην πεζοναύτες, γερμανοί με μπυροκοίλι και σπίντο μαγιουδάκι – όλη η αφρόκρεμα του δυτικού πολιτισμού – θα έπιναν, θα κάπνιζαν, θα σούπιαναν κουβέντα, θα χούφτωναν τις πουτάνες τους και θα βλαστήμαγαν της πρώην γυναίκες τους που τους πήραν σπίτια και οικονομίες από τη Μινεσότα μέχρι το Μαρβούργο. Που κρύβεστε πλέον, αναρωτιέμαι. Διότι έχουνε κάνει ρεσάλτο στις μπάρες μας γαμιόληδες με λάπτοπ.