2009/09/07

ΤζενγκΤζο, ΧεΝαν




















Κατουράς σ υψόμετρο κοιτάζοντας βράχια από χαλαζία κι ασβεστόλιθο. Η ομίχλη έχει αρχίσει να διαλύεται και δεν κάνει κρύο. Οι κινέζοι ρέουν στη στενή ράμπα τρώγοντας και φωτογραφίζοντας και συ θυμάσαι τους μικρούς σαολίν και τις επιδείξεις τους, τα τινάγματα και τα πηδήματα, τα όπλα και τις κινήσεις – τι παπαριές, σκέφτεσαι, γερανοί, βατράχια, μαϊμούδες, αρχίδια. Για μια στιγμή ένας μικρός ναός φωλιασμένος στις πέτρες βαστά την προσοχή σου, έπειτα το βλέμα σου απλώνεται χαμηλά στην κοιλάδα που είναι γκρίζα κάτω από τον φυματικό ήλιο και πάνω που χαλαρώνεις ανεπίτρεπτα, μια ροχάλα σκάει δίπλα σου, ή καπνός από φτηνό τσιγάρο, ή ένα πλαστικό μπουκάλι και συνέρχεσαι. Δεν υπάρχει φύση εδώ, όπως δεν υπάρχει τέχνη. Όλα είναι κουρασμένες ρέπλικες, τα κουρέλια ενός λαού που δε νοιάζεται για τίποτα. Για τα πάντα πληρώνεις είσοδο, για κάθε ματιά εισητήριο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να ξεφτιλιστεί, ακόμα και τα βουνά, διαβρωμένα από σημαιάκια και τελεφερίκ.











Σούπες τίγκα στον κορίανδρο, πρωτοχρονιάτικα βεγγαλικά στους δρόμους, κακοφωτισμένες παγόδες, μπουφέδες ξενοδοχείου, δέντρα σκισμένα στα δυο σα σφεντόνες και φτάνεις στο επαρχειακό μουσείο που έχει επετειακή τζάμπα είσοδο. Οι χωριάτες θαυμάζουν νεολιθικά εργαλεία, χαραγμένες στήλες, μπρούτζινους σεισμογράφους και μικρούς ταφικούς δαίμονες σε ψημένο πηλό. Το μουσείο, η πόλη, η επαρχία, δεν έχουν χαρακτήρα παρά μόνο σε σουρρεάλ ή φιούζιον ξεσπάσματα, ένα κτίριο χωρίς παράθυρα με τα κλιματιστικά να κρέμονται, ένας βουδιστικός ναός αναστηλωμένος πλήρως με μόνο την ξύλινη πινακίδα της εισόδου πανάρχαια, ή ένα μοναστικό νεκροταφείο, ένα δάσος με 220 παγόδες αντί τάφους.





Το ΧεΝαν, μου λένε, είναι η γενέτειρα της Κίνας.


Νεύω κουρασμένα, μια τεχνική που έχω τελειοποιήσει, για να μη λέω Ναι, και για να μην προσβάλλω.