Στον πόλεμο της Κορέας η Ελλάδα έστειλε ένα σμήνος μεταφορών κι ένα τάγμα πεζικού. Σε μάχες σε δυο-τρία υψώματα, 186 Έλληνες αφήσανε τα κόκκαλά τους. Πολέμησαν για κάτι, για τα Ηνωμένα Έθνη, για το Μακάρθουρ, για να σταματήσουν την επέλαση του κομμουνισμού στην Ασία, για το δικαίωμα των νότιων να έχουνε κινητά τηλέφωνα, προχωρημένα κομμωτήρια, ιντερνετική τσόντα και ποπ σταρς, για να έχει η Σεούλ ηλεκτρισμό και τραβέλια, αντί για μπρούτζινα αγάλματα του Κιμ Ιλ Σουνγκ και δεκάχρονη φανταρική θητεία. Είναι παράξενο να βλέπεις την ελληνική σημαία ν’ανεμίζει στην είσοδο του πολεμικού μουσείου, τις γυάλινες προθήκες με στολές και λεπτομέρειες, τον οδηγό για το μνημείο στο νότο που σκεπάζει τα οστά των πατριωτών σου. Σε πιάνει ένοχη ανατριχίλα, και ξαναθυμάσαι την αποστρατικοποιημένη ζώνη στον 38ο παράλληλο – ανάμεσα σε σύρματα και νάρκες ένα τέλειο οικοσύστημα δίχως ανθρώπους, γεμάτο με ζώα και φυτά που δεν έχουν απομείνει αλλού στη χερσόνησο. Έριξα κέρματα στα κυάλια όταν μετά από πολλά τσεκ πόιντς άραξε το λεωφορείο και πήρα να κοιτάζω στο παρατηρητήριο του Ντόρα την άλλη μεριά, τη σημαία των βορείων ν’ανεμίζει στο πελώριο κοντάρι της και τα ψεύτικα χωριά πίσω από τη ζώνη – σα σκηνικά για ταινία όπου οι τοίχοι είναι από φελιζόλ, αλλ’από πίσω κρύβονται κανόνια, ραντάρ κι ιδεολογίες.
Μαζί με τους γεμιστήρες βαστούν και τις ελπίδες τους και γιαυτό πριν το παρατηρητήριο, στον τελευταίο σταθμό του τρένου στο Ντορασάν οι γιγαντοθόνες ανακοινώνουν την αναχώρηση του πρώτου συρμού της μέρας για την ΠιονγκΓιάνγκ, στις 07.50. Αλλά όχι σήμερα ή αύριο το πρωί. Ένα πρωινό αργότερα, λίγο ή πολύ αργότερα, μετά από πολλές υπογραφές και ξηλωμένα συρματοπλέγματα, όταν οι δυο στρατονόμοι αφήσουν τις θέσεις δίπλα στην είσοδο και μπορέσουν οι ταξιδιώτες να επικυρώσουν τα εισιτήριά τους και να περάσουνε τη δίφυλλη, τζαμένια πόρτα. Και τότε μπορεί να ξηλωθούν οι σημαίες και οι κατάλογοι και τα χάρτινα λουλούδια από την ξύλινη γέφυρα της ελευθερίας,που μισό αιώνα πριν ανταλλάχθησαν οι πρώτοι αιχμάλωτοι και πέσανε τσακισμένοι στα χέρια των δικών τους.
Ή ακόμα, μπορεί αυτή η ιστορία να τραβήξει πολύ ακόμα, αφού οι νότιοι ακόμα ανακαλύπτουν – είτε σκάβοντας, είτε ακούγοντας λόγια αυτών που αυτομόλησαν – τούνελ παρείσφρυσης κατά μήκος της αποστρατικοποιημένης ζώνης: μπουκάρουν οι στρατιώτες, ανατινάζουν και μπλοκάρουν τις εισόδους και μετά τις φωτίζουνε και τις κάνουνε τουριστικές ατραξιόν. Η μεγαλύτερη απ’αυτές είναι το 3ο τούνελ παρείσφρυσης, όπου και κατέβηκα αφού ήταν μέρος του DMZ tour που πλήρωσα, αλλά πιά έχω ξεχάσει πόσα γουόν μου στοίχισε άλλο ένα μνημείο του πολέμου που δεν τέλειωσε ακόμα. Θυμάμαι ακόμα όμως ότι το πακέτο περιέκλειε και επίσκεψη σε εργαστήριο επεξεργασίας αμεθύστου, όπως και τόσα άλλα στην Ασία.: δες, εδώ τσακισμένα κρανία αιχμαλώτων πολέμου, παραδίπλα πετράδια και καρτποστάλ προς πώληση.
Αλλά αυτά είναι περαστικές ευαισθησίες. Στο ΙτεΓουόν, κοντά στην αμερικάνικη βάση, μαγαζιά με ονόματα όπως star butts και transgender έχουνε τιγκάρει με τη δύση του ήλιου. Λίγα χρόνια πριν θα τιγκάρανε νωρίτερα από τους αμερικάνους εξοδούχους, αλλά τώρα ο αριθμός τους έχει μειωθεί πολύ. Τους τραβήξανε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Αυτοί που απομένουν διακρίνονται από τους τουρίστες και τους άσχετους. Τραβάνε γραμμή γιαυτά που ξέρουνε.
Στο παζάρι του ΝτονγκΝτεΜούν, δίπλα στο παλιό ποδοσφαιρικό γήπεδο που πλέον είναι χώρος στάθμευσης, πίσω από το γήπεδο του μπέιζμπολ, περιφέρομαι και βρίσκω πράματα αφάνταστα, ένα νεκροταφείο αναμνήσεων σε μια παλαβή οξιντεντάλ ρετροσπεκτίβα: βινύλια των σκόρπιονς, βαλσαμωμένα πουλιά, δονητές, μπίλιες, φουσκωτές κούκλες, τζάκετς, εργαλεία και παντελόνια. Κάποιος μου θυμίζει ότι και το παζάρι στο ΝανΝτεΜούν είναι παρόμοιο, αλλά έχω κουραστεί. Θέλω να πιώ.
Το μακαλί μοιάζει με παγωμένη μπιζελόσουπα, η πρώτη ρουφηξιά δε σε πείθει, αλλά με κάθε που γεμίζεις το στόμα σου, μια παράξενη οικειότητα σε κυριεύει, αναμνήσεις της πρώτης μπύρας, νοτισμένα δάχτυλα από την πρώτη γκόμενα και τα ρέστα. Πιάνονται τα γόνατά σου, μουδιάζουν οι πατούσες σου γιατί δεν είσαι συνηθισμένος να κάθεσαι οκλαδόν ή να στηρίζεσαι στα γόνατα κάθε που τρώς και που πίνεις. Τεντώνεσαι, κάνεις τσιγάρο, συνεχίζεις να πίνεις. Βρίσκεσαι αλλού, τραγανίζεις ξεραμένα ψάρια, πίνεις σότζιου από το μπουκάλι. Ρίχνεις το σφηνάκι μέσα στο ποτήρι, το σηκώνεις, κάνεις πρόποση και φωτίζονται ακόμα περισσότερο οι ήδη φουντωμένες ασιάτικες φάτσες απέναντι. Τρεκλίζεις στο δρόμο της επιστροφής, περνάς δυο πυροσβεστικά οχήματα, βλέπεις μαζεμένο κόσμο και χαζεύεις και συ τη μάχη με τη φωτιά. Μια μέρα αργότερα βρίσκεσαι σ'εστιατόριο τσέχικο, αλλά οι σύντροφοί σου παραγγέλνουν καφτερά κορεάτικα και συ σβήνεις ατμούς με μπύρες. Βγαίνοντας παίζεις μ'ένα σκυλί, μπανίζεις πουτάνες, τουρίστες, καραβάνια κι εκπατρισμένα μούτρα. Λες από μέσα σου, όλα τα γαμημένα είναι ίδια και δεν έχουν τελειωμό και τραβάς γραμμή και σβήνεις μια μέρα και μια πόλη ακόμα.
Παλάτι τσανγκντεοκγκουνγκ και δυναστεία τζοσεόν, ασύμμετρα κτίσματα, παρόμοια με τα αντίστοιχα κινέζικα, πολύχρωμες οροφές και το τελευταίο παλάτι της αυτοκράτειρας, που έχει τους τοίχους άβαφους για κάποιο λόγο. Παράθυρα και πόρτες καλυμμένα με σκληρό χαρτί, σε στυλ γιαπώνικο, αμέτρητες επαναλήψεις. Φεύγεις και παίρνεις όρκο, την άλλη φορά να πας βόρεια, στην άλλη μεριά των συνόρων.