2008/06/27

ΤσινγκΧαι

















Σκίζω με δείχτη κι αντίχειρα το βραστό αρνίσιο κρέας, το βουτάω στο ξύδι και το σκόρδο κι ύστερα, ξεπλένω τα μουστάκια μου μ’αρμυρό τσάι – κόλπο που λένε οι Θιβετιάνοι ότι τόμαθαν απ’το Γκανσού. Πάω ν’ανάψω τσιγάρο, μετανιώνω, το ξαναβάζω στο πακέτο: είναι αραιός ο αέρας στα διόμιση χιλιόμετρα και δε μου βγαίνει. Το ΣιΝίνγκ είναι κακάσχημο, ένας γαμημένος λεκές στο κέντρο της Κίνας, αλλά είναι εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από τη μεγάλη λίμνη πάνω στα βουνά και τους κορμοράνους. Ανηφόρισα την προηγούμενη μέρα με το πανάρχαιο λεωφορείο και στα τρία χιλιόμετρα ύψος πρόβαλε η ΤσινγκΧάιΧού, στεφανωμένη από χιονισμένα βουνά, ν’αστράφτει στον απογεματινό ήλιο. Αποβιβαστήκαμε, έβγαλα τα κυάλια να δω αγριόκυκνους, ένας κινέζος γέρος έβγαλε τον πούτσο του και κατούρησε τα βράχια, δύο φοιτητές βγάλανε λιόσπορους κι αρχίσανε να μασουλάνε. Περπάτησα μέχρι μέσα στο παρατηρητήριο – μια φρουρός ούρλιαζε σ’ ένα μικρόφωνο κι αρωμάτιζε τον αέρα με σπρέυ τουαλέτας- και πήρα να κοιτάω ολόγυρα βαριεστημένος. Δεν είναι η φύση το δικό μου οικοσύστημα, ξανασκέφτηκα, γιατί βασανίζω τον εαυτό μου στις μασχάλες και τις κωλοτρυπίδες της Ασίας, και ξαναβγήκα.




Ανέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην πλάτη του βράχου και κοίταξα τα σύννεφα. Σήκωσε αέρα και πήρανε να πλαταγίζουν τα πολύχρωμα βουδικά πανιά – το είκοσι τοις εκατό του ΤσινγκΧάι είναι πιστοί στην κίτρινη σέχτα του βουδισμού και το Λάμα. Τα πουλιά κράζανε στις φωλιές στους βράχους, οι κινέζοι παίρνανε φωτογραφίες κι ο χρόνος δεν έφτασε, όπως πάντα. Ξανά λεωφορεία, ξανά δρόμοι – κόρνες για να φύγουνε τα γιάκ από τη μέση του δρόμου, πρόσφατες διαπλατύνσεις, πικραμένα εστιατόρια δίπλα σε στρατιωτικές βάσεις, ξυλοκαλύβες πάνω στο νερό και γω, διώχνω τα ρύζια απτα γένια μου, στενέβω τα μάτια μου στο ψιλόβροχο και κοιτάζω τα χιλιόμετρα που διαγράφονται: βουνοπλαγιές που τρέχουν κινέζοι αθλητές, παρατημένες μοτοσυκλέτες ενώ νομάδες γευματίζουν, χορτάρια σε υψίπεδα: κάποια στιγμή οι ρόδες μας ξερνάνε και σηκώνω το φερμουάρ στο βουνίσιο αέρα κοιτάζοντας το πελώριο άγαλμα της πριγκίπισσας. Αγοράζω κρυστάλινες μπάλες και δόντια λύκου, ανηφορίζω εκ νέου και φωτογραφίζομαι. Παζαρέβω για ένα ρολόι, δε μου κάθεται, και ξαναφεύγω για να πάω να δω τα μοναστήρια.



Πριν τα εισητήρια, αγοράζω ένα πλατύγυρο καπέλο. Είναι αμέτρητα σημαντικό, το καφετί πλατύγυρο και το βγάζω μόνο μέσα στο κελί του Πάντζαϊ Λάμα: ένας πιτσιρικάς μοναχός ακούει γιαπωνέζικη ποπ και χαζεύει κρεμασμένος στο μπαλκόνι του. Μια γριά μ’ αυλακωμένο πρόσωπο αρνείται να φωτογραφηθεί, αποφεύγω τις βρώμικες γάτες που τριγυρίζουν και αράζω στην πρόσοψη του βουδικού σχολείου: είναι ντροπαλοί οι μαθητές και αποφεύγουν το φακό μου. Κοιτάζω τον ψεύτικο ελέφαντα που τραβά τα βλέματα και τις φωτογραφικές των κινέζων, σκουπίζω τον ιδρώτα στο κούτελό μου και μπαίνω στον επόμενο ναό. Τα κεριά βρωμάνε απ’ το λίπος των ζώων, βαριέμαι τις προσευχές, ακροπιάνω τις κεντητές ταπετσαρίες, μπαίνω στον πειρασμό να δώσω έρανο και βγαίνω να καπνίσω. Στο τέλος, μπαίνω στο λεωφορείο για το ξενοδοχείο και φτάνω βραδιάτικα και πεινασμένος: πέντε ξεμεινεμένοι ιταλοί στη ρεσεψιόν, γνώριμες φάτσες και γλώσσες κι ενώ απορώ γιατί βρίσκονται εκεί αποφασίζω ότι πεινάω.



Οι λεπτές χιλοπίτες είναι καφτερές, το σουβλιστό κρέας είναι καφτερό, ψωμί δεν έχει, κι ο ψήστης παίζει μ’ ένα ψωριάρικο σκυλί. Για κάποιο λόγο θυμάμαι το άδειο τζαμί της πόλης, με τις φριχτές μακέτες της Μέκκας και της Μεδίνας και τον Χούι Κινέζο να μου δείχνει ξεφτισμένα χειρόγραφα και να με ρωτά από πού είμαι. Υπέροχα, σκέφτομαι, στουμπώνω το στομάχι μου και φεύγω. Η νύχτα είναι δροσερή κι ενώ κοιτάζω το βουνό απέναντι, για μια στιγμή, ανεβαίνουν και πάλι στο νού μου, η στολή με το αυτόματο έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό, ο ποδηλάτης που έπινε καφέ, τα κρεμασμένα σπλάχνα και τα μπαχάρια στην αγορά – σχεδόν τα βλέπω και τώρα, μαζί με το δρόμο για το αεροδρόμιο, το βρώμικο κανάλι και τα θλιβερά πολυκαταστήματα, αποστήματα πάνω στο υψίπεδο, πικραμένες γεωγραφίες που ίσως περιγράψει κάποιος άλλος στη γλώσσα αυτή, χρόνια αφού εγώ κι αυτά θα πάψουν να έχουν κάθε σημασία.