Είναι καλοκαίρι και η ζέστη στη νότια Γαλλία λειώνει το παλιό φρούριο στο λιμάνι της Μασσαλίας. Ένας Έλληνας πίνει παστίς με την ερωμένη του, έχοντας διασχίσει δρόμους γεμάτους άραβες. Θυμάται την προηγούμενη μέρα, το αμάξι να φτάνει στο Μονπελιέ, και όλους τους φοιτητές στα πλακόστρωτα και τους στενούς δρόμους. Λίγο πιο ψηλά, στους αμπελώνες του Μπορντώ φυσά αέρας από τον Ατλαντικό και δροσίζει τη γή. Δεν υπάρχει ούτε λόφος να τον σταματήσει, όπως κατηφορίζει από το νερό, περνά το Φάρο στο Κορντουάν και βυθίζεται στις εκβολές του Γαρούνα. Το ποτάμι έχει κινήσει από τα Πυρηναία για να διασχίσει τα κεντρικά υψίπεδα της Ωβέρνης, και σαυτό το επίπεδο, γεμάτο χαλίκι τρίγωνο, τα αμπέλια γεννάνε κόκκινο κρασί. Σε έναν απ αυτούς τους αμπελώνες, ένας γέρος άντρας κοντοστέκεται, και κοιτά προς τη θάλασσα.
Μια γυναίκα του φέρνει ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Η κόρη του; Έχει τόσες κόρες, τόσους γιούς, πασχίζει να θυμηθεί ονόματα. Ένας δικηγόρος του μιλά: θα χρειαστεί να πάει πάλι στο Παρίσι για δίκη, να εξηγήσει, να εξηγήσει τι; Κάποτε θα μίλαγε ο Φοκάρ γιαυτόν, να ζει ακόμα; Ο άντρας κάνει νόημα με το χέρι του, εκνευρισμένος, μπαίνει πιο βαθιά στ αμπέλια. Ιδρώνει. Παράξενο, θυμάται τον καφτό αέρα στο Τζεμπέλ από τον καιρό του Μαρόκου. Και αργότερα, στην Υεμένη, η ίδια ζέστη. Είχε άγγλους φίλους εκεί, πίνανε, μιλούσανε. Κάποιοι απ αυτούς ήταν μαζί του στο Κατάνγκα. Ίδια ζέστη, αφρικάνικη. Τότε δεν είχε σημασία. Θεοί, είχαν προσπαθήσει να ξαναμπούν από το Κονγκό με ποδήλατα; Είχανε ξεφτιλίσει τους κυανόκρανους στην πρώτη εξέγερση; Ο γέρος χαμογελά, το έλεγα, σκέφτεται, το έλεγα ότι δεν είναι για τα λεφτά. Ούτε καν για πολιτική και ιδέες.
Κάποιος του μιλά και κρατώντας τον απτον αγκώνα, τον φέρνει προς το σπίτι. Όπως ο γέρος περπατά, θυμάται τις Κομόρες, τα έντεκα υπέροχα χρόνια, μέχρι που η Γαλλία τον πρόδωσε. Θυμάται να μπαίνει σε μια κρεβατοκάμαρα, τους πυροβολισμούς, τον πανικό των γυναικών, θυμάται το κουφάρι του Σουαλί πάνω στο τζιπ. Τότε το Παρίσι δεν έλεγε τίποτα. Τι άλλαξε; Παλέβει να θυμηθεί ονόματα φίλων που κατέβηκαν νότια και πολέμησαν στο αντάρτικο της Αγκόλας. Αλλά όλα τα ονόματα έχουν χαθεί. Εκτός από δυο, τρία, ο μαύρος Ζακ Σραμ και ο τρελός Μάικ Χοάρε, θυμάται ακόμα τον Τσόμπε και το Μομπούτο..
Μέσα στο σπίτι σκοτείνιασε, χαμήλωσε ο ήλιος, και όλα τα ονόματα είναι για τη μνήμη σαν απεικάσματα, σα να κοιτά τον ήλιο στη Γκαμπόν και να διώχνει με ανάστροφες παλάμες τα κουνούπια, σαν και τότε, στην Ινδοκίνα και πάλι μετά, στην Αλγερία και στην ανία του Παρισιού. Ξαφνικά, μια σκέψη τον τρομάζει, θέλουν να τον βάλουν πάλι φυλακή, γυρίζει στο δικηγόρο, είναι αυτός ο δικηγόρος του, ποιό είναι το όνομά του; Για μια στιγμή, ο άντρας δεν ξέρει που βρίσκεται, αν είναι στο Μεντόκ, ή το Παρίσι. Νομίζει ότι βλέπει το πρόσωπο του πατέρα του, κάνει να κινηθεί, κουτσαίνει απ το παλιό τραύμα, που πληγώθηκε, σε ποιά μάχη; Τρίβει το κεφάλι με τα χέρια του, πιάνει το μαλακό σημείο, εκεί που λείπου τα κόκκαλα, και κάθεται. Σιγά, σιγά, οι φωνές αραιώνουν, η καρέκλα γίνεται κρεβάτι, τα χρώματα αλλάζουν και για μια τελευταία στιγμή στροβιλίζονται, ο φοκάρ, η σντεσέ, οι κομόρες, το πρώτο καράβι, η στάνλευβιλ, το φουσκωτό στις αφρικάνικες ακτές- μια τελευταία σκέψη, για τι θα με θυμούνται, και μετά ο άνεμος που γεμίζει άμμο λιμάνια και αμάξια, και μετά τίποτα.